Εικαστικά-«Είδωλα του παρελθόντος στο εδώλιο του παρόντος» της Νατάσας Αβούρη
Η αναζήτηση για το πρότυπο του αναγεννησιακού hominis universalis[1] δεν συνίστατο μόνο στην κατάκτηση κάποιου ανώτερου επιπέδου γνώσεων μέσα από ένα ευρύ φάσμα επιστημών˙ περιέκλειε, ίσως ακόμα πιο επιτακτικά, την ανάγκη για αναγνώριση, ταξινόμηση και τελικά έκφραση –εικαστική, ποιητική, φιλοσοφική κ.λπ.– καθολικά αποδεκτών ιδανικών, αξιών, συμβόλων. Πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια φιλοσοφία που διέπνεε το «μέτρον άριστον» στην κλασική αρχαιότητα και που, στη σύγχρονη ψυχανάλυση, προσδιορίζει την έννοια του συλλογικού ασυνειδήτου, όπως τη διατύπωσε ο Καρλ Γιουνγκ.
Σε παρόμοιο φιλοσοφικό και ιδεολογικό πλαίσιο κινούνται και τα έργα της «Επένθεσης Μνήμης» που δημιούργησε και παρουσίασε η εικαστικός και επίκουρος καθηγήτρια της Α.Σ.Κ.Τ. Αθηνών Ερατώ Χατζησάββα στη γκαλερί «έκφραση» (7/4/2016 - 8/5/2016).
Πρωτίστως και κατηγορηματικώς, ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής καθώς και το παιχνίδι των σχετικών με την παρουσίαση λέξεων (θέση της καλλιτέχνιδας/ ένθεση των ιδεών/ επένθεση της μνήμης/ έκθεση και θέ(α)ση των δημιουργημάτων) καταδηλώνουν τις εναργείς προθέσεις της Χατζησάββα να μην αφήσει το ελάχιστο περιθώριο παρείσφρυσης του τυχαίου ή του άσκοπου στην εικαστική της διαδικασία. Το ίδιο μαρτυρούν εξάλλου και όλα τα στοιχεία που συναποτελούν το σημαίνον και το σημαινόμενο κάθε έργου: οι θεματικοί άξονες, τα υλικά και τα μέσα, η τεχνοτροπία, ο ορισμός του χώρου και του χρόνου. Κυρίαρχος συνεκτικός δεσμός ανάμεσά τους και παράλληλα μεταξύ καλλιτέχνιδας-δημιουργημάτων-κοινού παραμένει η κόρη των θεών και υπηρέτρια των ανθρώπων[2], η πανταχού παρούσα Μνήμη. Εξάλλου, όπως αναφέρει και στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης η ιστορικός τέχνης κα Λήδα Καζαντζάκη, η Ερατώ Χατζησάββα «ισορροπεί ανάμεσα στην ενάργεια και στη λήθη μιας διπλής μνήμης που δένει την προσωπική με την πανανθρώπινη και καθολική μοίρα της ανθρώπινης συνθήκης μέσα στο συμπαγή πυρήνα της ύπαρξης».
Δανειζόμενοι και πάλι από το πεδίο της ψυχολογίας, για να φτάσει κανείς στον πυρήνα της ύπαρξης και να αναμοχλεύσει τις πολύεδρες εκφάνσεις αυτού που συνιστούν το Είναι, χρειάζεται, ως άλλος Δάντης Αλιγκέρι, να περάσει από την Κόλαση και το Καθαρτήριο[3]. Τις εξουθενωτικές αυτές δοκιμασίες προκρίνει και η Ερατώ Χατζησάββα. Με αρχή, με πυξίδα ή και με πρόσχημα τη Μνήμη, ανατρέχει σε προσωπικά και συλλογικά βιώματα του παρελθόντος (π.χ. στις δοκιμασίες της ιδιαίτερης πατρίδας της, της Κύπρου, στους διωγμούς των Ελλήνων, στον βίαιο σύγχρονο κόσμο), ανθολογεί σύμβολα πανεθνικώς ή παγκοσμίως κοινότοπα (θρησκευτικές εικόνες όπως η Σταύρωση, την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης παραλλήλως με την Αγία Σοφία της Λευκωσίας κ.ο.κ.), επενδύει τις γεωμετρημένες γραφικές απεικονίσεις μορφών, κτιρίων και παραστάσεων με μια εξπρεσιονιστική διάχυση των χρωμάτων –κυρίως μαύρου και συνδυασμών κόκκινου/ μπλε– και τελικά ενσωματώνει στο ίδιο θέμα τις πολλαπλές οπτικές του ανάλογα με το ποιος, πότε, πού και γιατί το εξετάζει.
Η Μνήμη για τη Χατζησάββα δεν συνιστά μιαν απλή εγκεφαλική λειτουργία αλλά την απαρχή για πολλές, ίσως και για όλες τις άλλες. Η Επένθεσή της, πιθανώς μακρινός αναγραμματισμός από τα «Νηπενθή» του Καρυωτάκη, ανασύρει λέξεις, σκέψεις, φιγούρες, γεγονότα σαν κομμάτια ενός αιώνιου παζλ που κληροδοτεί, μέσα από την προσωπική της ματιά, στους θεατές, προκειμένου να βρουν και να τοποθετήσουν με τη σειρά τους τα δικά τους κομμάτια.
Η Ερατώ Χατζησάββα δείχνει να ισορροπεί ανάμεσα σε τεχνικές ακραίες και φαινομενικά τόσο αταίριαστες, ώστε τελικά προσιδιάζουν στο σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται: τη νοητική συμφιλίωση παρελθόντος και παρόντος.
Με τον ίδιο εκλεκτικό τρόπο λειτουργεί η εικαστικός σε ό,τι αφορά την επιλογή μεθόδων και τεχνοτροπιών. Αρχής γενομένης από τη λογική των αναγεννησιακών μετρήσεων και της φόρμας και καταλήγοντας στον άτεγκτο ρεαλισμό της κινούμενης εικόνας (videoart) που έχει χρησιμοποιήσει ευρέως στο παρελθόν, η Ερατώ Χατζησάββα δείχνει να ισορροπεί ανάμεσα σε τεχνικές ακραίες και φαινομενικά τόσο αταίριαστες, ώστε τελικά προσιδιάζουν στο σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται: τη νοητική συμφιλίωση παρελθόντος και παρόντος. Μόνο νοητική όμως. Εδώ η συναισθηματική εξισορρόπηση δεν αποτελεί ούτε σκοπό ούτε πρόσχημα δημιουργίας. Η καλλιτέχνις δεν αδημονεί να βρει διέξοδο στις αιμορραγούσες πληγές της μνήμης, ούτε επαφίεται ολοκληρωτικά στην ψυχαναλυτική απελευθέρωση μέσω της εικαστικής δημιουργίας˙ αντίστροφα, η Επένθεση της Μνήμης λειτουργεί επιβλητικά, επιθετικά, επικριτικά, ακριβώς όπως η πρόθεση «επί» υποδηλώνει: ως μια διαρκή προστακτική του «μέμνησο» στους άμεσους και έμμεσους φορείς/ συμμετέχοντες της ανάμνησης. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο η Βία, ο Πόλεμος, ο Ξεριζωμός, η Ξενιτιά, η Προσφυγιά, ο Φανατισμός αλλά και η Γέννηση, η Ελπίδα, το Όραμα, το Όνειρο, το Θαύμα ανακυκλώνονται, αναμοχλεύονται και ανανεώνονται όχι πλέον ως μακρινά βιώματα αλλά ως απεικάσματα του παρόντος και του μέλλοντος που έχουμε ή, αντίστροφα, που μπορούμε να επιδιώξουμε. Αν μη τη άλλο, η θεματική της Χατζησάββα συνιστά για την ίδια και για το θεατή τη δυνατότητα μιας συνειδητής επιλογής ανάμεσα στην αποδοχή ή την άρνηση της Μνήμης, άρα και στην αποδοχή ή στην άρνηση του εαυτού[4] αντί για την απλή περσόνα[5].
Η διαφάνεια, με την οποία η καλλιτέχνις «πυροδοτεί» και συνάμα στηλιτεύει την αλληλουχία των πιο ζοφερών και ενοχικών συχνά αναμνήσεων, βρίσκει το αντίστοιχό της στα υλικά που διαλέγει να χρησιμοποιεί, με πρώτο και καλύτερο το άθραυστο πλεξιγκλάς. Τα αλλεπάλληλα στρώματα των έργων, τα οποία παραπέμπουν στα αντίστοιχα των εγκεφαλικών νευρώνων που είναι συνυπεύθυνοι για τη λειτουργία της μνήμης, συγκαλύπτουν και ταυτόχρονα αποκαλύπτουν –ανάλογα με την οπτική γωνία του θεατή– τα διάφορα επίπεδα του χρόνου και των γεγονότων που τον σημαδεύουν. Η διαφάνεια αυτή, που προσδίδει σε όλα σχεδόν τα έργα της, διακόπτεται ηθελημένα από τρεις βασικούς παράγοντες: τις σχεδιαστικές αναπαραστάσεις (των γεγονότων, των προσώπων, των χώρων) φτιαγμένες με κάρβουνο, άρα με γήινο, απτό υλικό, την έντονη χρωματική παλέτα που επικαλύπτει και μεταμορφώνει τα γεγονότα μέσα από ένα εξίσου έντονο συναισθηματικό φορτίο και τέλος την προβολή της φωτιάς που ξετυλίγει και λήγει συνεχώς, σαν θεατρικό ριντό, τις εικόνες του παρελθόντος. Και οι τρεις παράγοντες αποτελούν εντέλει μεταμορφώσεις της ίδιας σκέψης, μιας και οι τρεις έχουν την ιδιότητα να επαναφέρουν το χρόνο στο σημείο που εμείς ορίζουμε: της αναγέννησης. Έτσι το ίδιο γεγονός, η ίδια μορφή, το ίδιο σύμβολο μπορεί να ανακυκλώνεται με τη Μνήμη, όπως ακριβώς γίνεται στη θέαση μιας πλασματικής δημιουργίας στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.
Η Βία, ο Πόλεμος, ο Ξεριζωμός, η Ξενιτιά, η Προσφυγιά, ο Φανατισμός αλλά και η Γέννηση, η Ελπίδα, το Όραμα, το Όνειρο, το Θαύμα ανακυκλώνονται, αναμοχλεύονται και ανανεώνονται όχι πλέον ως μακρινά βιώματα αλλά ως απεικάσματα του παρόντος και του μέλλοντος που έχουμε ή, αντίστροφα, που μπορούμε να επιδιώξουμε.
Η Ερατώ Χατζησάββα όμως προχωράει ακόμα παραπέρα. Διανύει εικαστικά πολλούς αιώνες και δανείζεται ακόμα ένα ψήγμα μνήμης, αυτή τη φορά από τους αρχαίους φυσικούς φιλοσόφους: από τα πρωταρχικά στοιχεία της φύσης, τον αέρα, τη γη, το νερό και τη φωτιά, επιλέγει το τέταρτο ως αρχέτυπο υλικό της τέχνης της και γενικά της Δημιουργίας. Γένεση και θάνατος των έργων της, όπως ίσως και των σπουδαιότερων ιστορικών γεγονότων, αποτελεί η ίδια «άυλη» ουσία του προμηθειακού μύθου: η Φωτιά. Είτε ως γενεσιουργός αιτία του κόσμου, ως αναγεννησιακή δύναμη του Φοίνικα[6] είτε ως συναισθηματική έξαρση της Μνήμης, οι αναδυόμενες φλόγες αναπαράγουν εικονικά την αέναη παρουσία του παρελθόντος στο παρόν της Χατζησάββα και στο παρόν όλων μας.
Μεταξύ πραγματικότητας και οπτασίας, μύθου και ιστορίας, τετελεσμένου και ατελέσφορου, η πυρώσα κοσμογονία της Χατζησάββα ισορροπεί θέτοντας ως πρότυπα (= αλήθειες) απεικάσματα του παρελθόντος, γιατί σ’ αυτά έγινε αυτόπτης ή αυτήκοος μάρτυρας και επειδή αυτά συνεχίζουν να καθορίζουν τη ζωή της. Από το πλατωνικό σπήλαιο της άγνοιας*, όπου διαχειμάζουν οι απρόσωπες φιγούρες και τα καρβουνιασμένα (αποκαΐδια;) θραύσματα των αναμνήσεών της, η Μνήμη, συνοδευόμενη από την Τέχνη, επιχειρεί να βρει διέξοδο˙ αν όχι για το λυτρωμό, σίγουρα όμως για να δώσει απαντήσεις στα μακροχρόνια «Γιατί;».
Δεν μπορούμε παρά να εικάσουμε εάν για την Ερατώ Χατζησάββα η Τέχνη αποτελεί μια προλείανση του μέλλοντος με οδηγό τις –οδυνηρές έστω– μνήμες του παρελθόντος, μια εναγώνια, ψυχοβόρα διαδικασία διατήρησης του εαυτού και του κόσμου όπως «θα έπρεπε να είναι» ή ένα συνονθύλευμα λογικής, ενστίκτου και συναισθήματος που εκκινεί από το βίωμα και καταλήγει σ’ ένα καταγγελτικό «παρανάλωμα αξιών και προσδοκιών»[7]. Μπορούμε ωστόσο να θαυμάσουμε τον νέο/ παλιό κόσμο που ανά/δημιουργεί μέσα από μια λελογισμένη γεωμετρικότητα και συνάμα μιαν ακραία εξπρεσιονιστική ματιά του τότε στο τώρα˙ να συν-λογιστούμε το ρόλο μας, ενεργό ή παθητικό, στο γίγνεσθαι που μας περιβάλλει˙ να παραδεχτούμε, τέλος, ή, αντίθετα, να απεμπολήσουμε το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί αναφορικά με το πώς Ήμασταν, πού Φτάσαμε και ποιοι θέλουμε να Γίνουμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Καθολικού ανθρώπου
[2] Μνήμη ή Μνημοσύνη: Τιτανίδα, κόρη του Ουρανού και της Γαίας// Β. Ουγκώ: «Η ευφυΐα είναι η σύζυγος (του ανθρώπου), η φαντασία η ερωμένη του και η μνήμη η υπηρέτρια».
[3] Από το έργο του Δάντη Αλιγκέρι «Κωμωδία» ή «Θεία Κωμωδία».
[4] Όρος της αναλυτικής ψυχολογίας (κατά Γιουνγκ) που περιλαμβάνει όλα τα βασικά στοιχεία της προσωπικότητας.
[5] Πάλι σύμφωνα με τον Γιουνγκ, η εγκαθιδρυμένη ιδανική εικόνα του εαυτού, το κοινωνικό προσωπείο.
[6] Φοίνιξ (από το φοινός= πορφυρός, βαθυκόκκινος): μυθολογικό πουλί που ξαναγεννιέται απ' τις στάχτες του.
[7] Φράση από το οπισθόφυλλο του ενημερωτικού φυλλαδίου για την έκθεση «Επένθεση Μνήμης».
Πηγή : diastixo.gr