Εικαστικά-«Από την 4η Μπιενάλε Οράν στην 6η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης: Η σύγχρονη τέχνη σε “αεικίνητη ακινησία”» της Νατάσας Αβούρη

2017-11-30 17:36

«Από την 4η Μπιενάλε Οράν στην 6η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης: Η σύγχρονη τέχνη σε “αεικίνητη ακινησία”» της Νατάσας Αβούρη

Μπιενάλε πλέον υπάρχουνε πολλές· μικρές και μεγάλες, προβεβλημένες και άσημες, διαγωνιστικές και μη, κεντρικές και περιφερειακές, στοχευμένες και γενικόλογες. Μπιενάλε πλέον υπάρχουνε σε αρκετά σημεία του κόσμου· από τα ελώδη, ελικοειδή κανάλια της Βενετίας, όπου για χρόνια ομφαλοσκοπούσε, η Τέχνη και οι συν αυτή θιασώτες, ενδυομένη την ανάγκη για εξωτερίκευση, επικοινωνία, μεταλαμπάδευση, διοχετεύτηκε αργά, μα σταθερά, σε άλλες πόλεις τόσο της Γηραιάς Ηπείρου, όσο και εξω-ευρωπαϊκές, από τη Βραζιλία ως την Κωνσταντινούπολη και από την Τζακάρτα μέχρι τη Μελβούρνη. Μπιενάλε πλέον υπάρχουν για πολυάριθμες εικαστικές περιοχές· την πρωτοκαθεδρία του παραδοσιακού τριπτύχου –ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική– «υπονομεύουν» συνεχώς, με απειροστικούς λογισμούς, ευφάνταστες τεχνοτροπίες, καινούριες κατευθύνσεις, μεταπλάσεις παλαιών υλικών σε νέα, παράδοξα πρωτότυπες επαναδιατυπώσεις θεμάτων. Όσο όμως οι στιβάδες της σύγχρονης Τέχνης εξαπλώνονται κυκλοτερώς και εγγίζουν τις τέσσερις πλανητικές μας άκρες, τόσο ο πυρήνας του νοήματός της, ο Άνθρωπος, μικροσκοπικά ή μακροσκοπικά θηρευθείς, διαφεύγει των ερμηνευτικών της «δοκάνων».

Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα των εξαιρετικών αυτών διοργανώσεων δεν αποτελεί η έκτη, κατά σειρά διετίας, Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης (από 30.9.2017 έως 14.1.2018) με τον παραμυθώδη ή –αντιστρόφως ιδωμένο– εφιαλτικό τίτλο «Φανταστικές εστίες». Σύμφωνα με τους ίδιους τους διοργανωτές, «Η εστία, ως φαντασιακή σύλληψη και κατασκευή, αποτελεί τον θεματικό πυρήνα της 6ης Μπιενάλε Θεσσαλονίκης. Με τους όρους “εστία” ή “σπίτι” αναφερόμαστε όχι μόνο στην κατοικία αλλά και στην κοινότητα/ πατρίδα, τον τόπο όπου νιώθει κανείς ασφαλής και αποδεκτός, έχει τις ρίζες του και αναπτύσσει τον πυρήνα των κοινωνικών και οικογενειακών του σχέσεων. […] Οι τόποι αυτοί υφίστανται στο φαντασιακό ως κατασκευή, ως προβολή και προσδοκία. Εκκινώντας από την παρούσα συγκυρία της έξαρσης του μεταναστευτικού προβλήματος, η 6η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης επικεντρώνεται στη ρευστότητα και τον συνεχή επαναπροσδιορισμό του σπιτιού».

Διυλίζοντας την κορεσμένη από κοινωνικά και πολιτικά/πολιτιστικά σπαράγματα οριοθέτηση της όλης εκδήλωσης, διαπιστώνουμε ότι, εν προκειμένω, οι εμπνευστές και οι δημιουργοί της Μπιενάλε Θεσσαλονίκης ιεραρχούν πρωτίστως τις αγωνιώδεις αναζητήσεις των ατόμων, των λαών, των εθνών για την έννοια της εστίας ως πρώτου βραδυφλεγούς αποστάγματος της ταυτότητας· για το «ένθεον πυρ», που υποδαυλίζει την έμψυχη ουσία μας· για την ακόρεστη, οξυγονούχο δίψα του «ανήκειν». Ανακαλύπτουμε, επίσης, το μέσο που προκρίνεται για την ένωση όλων αυτών των στοιχείων: τη φαντασία· ένα πολλαπλό, δηλαδή, λογικοφανές πρίσμα, που αποτελεί το έναυσμα για την εικαστική επαναδημιουργία της πραγματικότητας. Η 6η Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης, αν μη τι άλλο, θίγει τελικά το απλό αλλά καίριο φιλοσοφικό ερώτημα: ανάμεσα στην αέναη κίνηση και την πλήρη ακινησία, πού τοποθετούμε τον άνθρωπο, τη δράση, τη μνήμη, την ύλη, τον χώρο, τον χρόνο;

Συνειρμικά και μάλλον διακειμενικά το θέμα της παρούσας διοργάνωσης με παραπέμπει σε μιαν άλλη, πρόσφατη Μπιενάλε, τη λεγόμενη «Μεσογειακή για τη Σύγχρονη Τέχνη», που διοργανώθηκε στο Οράν της Αλγερίας λίγους μήνες πριν (Ιούνης- Ιούλης 2017) με παραπλήσιο περιεχόμενο και τίτλο: «Exodus». Η επιλογή της ελληνικής αυτής λέξης, που ευθέως οδηγεί στο αντίστοιχο ανάλογό της, δηλαδή στην αρχαία τραγωδία, πραγματεύεται εκ νέου το ερώτημα της μετακίνησης, της διακίνησης και γενικότερα της μεταβολής από την κατάσταση της καθήλωσης στην κατάσταση της σωματικής –και όχι μόνο– εγρήγορσης. Η μοναδική ελληνική παρουσία στην τέταρτη εκείνη Μπιενάλε, της νέας εικαστικού Αγγελίνας Βοσκοπούλου, με το έργο-προβολή «Behind this page but not disappearing (επέκεινα)» («Όπισθεν της σελίδας αυτής μα ουχί εκλιπόντα (επέκεινα)») πρόσθεσε το δικό της, πρωτότυπο εννοιολογικό «στίγμα» στην αναζήτηση και στον προσδιορισμό του σώματος, της ύλης, της ύπαρξης μέσω της ενέργειας, της πορείας, της –φαινομενικής– αποτελμάτωσης: την –αποκαλούμενη από την ίδια τη δημιουργό– «ελάχιστη κίνηση». Για τη Βοσκοπούλου η κίνηση υπόκειται μεν στους νόμους της όρασης (φως), ενέχει δε το στοιχείο της ενόρασης (ψυχή)· εμφανίζεται συχνά αδιόρατη (ακινησία), χωρίς ωστόσο να αποτελεί ένα παρόραμα (ψεύδος). Αντίθετα, μάλιστα, η απουσία οποιασδήποτε εξωτερικής δράσης υποδηλώνει και προϋποθέτει περίπλοκες εσωτερικές μεταβολές, μια σειρά «πυρηνικών» συγκρούσεων και αναζητήσεων στον πεπερασμένο αλλά πολύτιμο ακριβώς για την περατότητά του προσωπικό μας χωροχρόνο.

Μια ιδιάζουσα περίπτωση ακατάπαυστης δράσης εν ακινησία ή, βάσει της ελκυστικής θεώρησης της Αγγελίνας Βοσκοπούλου, εν ελαχίστη κινήσει, αποτελεί το υπερρεαλιστικό αν και όχι τόσο γνωστό θεατρικό έργο Ο πεζός στον αέρα. Εκεί, ο Ιονέσκο αντιστρέφει τους όρους της ορθής –ή, τουλάχιστον, συνήθους– ενατένισης του εαυτού και των άλλων, «δωρίζοντας» στον πρωταγωνιστή του, έναν απλό, μεσοαστό συγγραφέα –καθρέφτισμα, προφανώς, του πνευματικού δημιουργού–, τον κύριο Μπερανζέρ, τη δυνατότητα να αψηφά τη βαρύτητα. Η νέα πραγματικότητα που βιώνει ο «ικαρικός» Μπερανζέρ και ο κόσμος γύρω του, μια κατάσταση που ο ίδιος ο Ιονέσκο χαρακτηρίζει ως «την αυθεντικότερη όλων», επιτρέπει στον πρωταγωνιστή να υπονομεύσει τη μέχρι τότε «φυσική» έννοια της κίνησης και να εγγίξει τη μόνη π –ίσως– πραγματική ελευθερία: εκείνη που προκύπτει από τη συνεχώς αυξανόμενη απόστασή μας προς τα πράγματα και τα πρόσωπα. Ο κύριος Μπερανζέρ, ως πρόδρομος αστροναύτης, ουσιαστικά, δεν κάνει βήμα· όμως η αιώρησή του αποτελεί το νέο μέτρο σύγκρισης των μέχρι τότε αποστάσεων. Ο κύριος Μπερανζέρ ίπταται· σε έναν κόσμο, ωστόσο, που αναγνωρίζει μόνο τη βάδιση. Ο κύριος Μπερανζέρ εκφεύγει της επίγειας ασφάλειας· από εκείνο το σημείο αρχίζει η επίγνωση της ανθρώπινης αβεβαιότητας.

Αιώνες πριν τον Ιονέσκο και τις Μπιενάλε, η κίνηση ως στοιχείο γένεσης, στάσης, εξέλιξης, φθαρτότητας είχε απασχολήσει αρκετούς φιλοσόφους, με πρώτους τους αρχαίους Έλληνες φυσικούς και ατομικούς. Από την αέναη ροή του Ηράκλειτου και τη μηδενική στασιμότητα του Παρμενίδη, τα πλατωνικά επίγεια απεικάσματα των συνεχώς διαφευγουσών, καθαρών ιδεών και τη διαρκή μεταβλητότητα της ύλης, της κατάστασης και της ενέργειας του Αριστοτέλη μέχρι τη σύγχρονη σχάση –και, επομένως, επιβαλλόμενη κινητοποίηση– των απειροελάχιστων στοιχείων της ύλης, το θέμα εμφανίζεται εξίσου ελκυστικό, όπως, αντίστοιχα, και προβληματικό.

Το ίδιο ζητούμενο, ιδωμένο –λόγω των σύγχρονων περιστάσεων και συνθηκών– στο πλαίσιο της κοινωνικής του, κυρίως, διάστασης, αποτελεί και το βασικό, ακόμα και εμμονικό εικαστικό ερώτημα για τις δύο περίπου ταυτόχρονες και σχεδόν ταυτόχωρες Μπιενάλε: της Θεσσαλονίκης και του Οράν. Αν η Μεσόγειος, που ενώνει τις δύο αυτές διοργανώσεις, αποτελεί τον συνεκτικό δεσμό ή, αντίθετα, τον αποσπώντα κρίκο στις μετακινήσεις, στις μεταναστεύσεις, στις μετοικεσίες ολόκληρων πληθυσμών, ποιο ρόλο τελικά διαδραματίζει η ανθρώπινη μονάδα και κατά πόσο μπορεί να ορίσει την ατομική, τη συλλογική, τη διαχρονική της πορεία; Ανάμεσα στις «Φανταστικές Εστίες» και στην «Έξοδο», στην οποία οδηγούν ή από την οποία προέρχονται, πόσο ελέγχουμε την κίνησή μας και πόσο υπεύθυνοι είμαστε για την απραγία μας;

Μπιενάλε πλέον υπάρχουνε πολλές· δεν υπάρχουν ίσως αρκετές. Εξάλλου, η ώθηση προς σκέψη, προς διαπροσωπική επικοινωνία, προς ενδοσκόπηση, προς παρατήρηση, προς την «ελάχιστη» έστω αλλά κεντρομόλο δράση επιτυγχάνεται, παραφράζοντας το απόφθεγμα του Γάλλου συγγραφέα, Erik Orsenna, μόνο με τη σταδιακή αύξηση της πανταχόθεν κινητοποίησης [1]. Μπιενάλε πλέον υπάρχουν σε αρκετά μέρη του κόσμου· δεν υπάρχουν όμως παντού. Στα αναπάντητα, ερωτήματα της Φιλοσοφίας για το πού, από πού και προς πού του ανθρώπου, η Τέχνη προκρίνει, προβάλλει, προειδοποιεί, αισθητικοποιεί, κραυγάζει άλλα, πιο επείγοντα, πιο καθημερινά και γι’ αυτό πιο τραγικά «διότι»: τη φυγή, τον ξεριζωμό, την επιβίωση, την προσαρμογή, την επαφή, τη σύγκρουση, την εξέγερση. Μπιενάλε υπάρχουν πλέον για πολυάριθμες τεχνοτροπίες και θεματικές· δεν υπάρχουν δυστυχώς για όλες. Αν η ικανότητα αποστασιοποίησης από κάθε περιορισμό, κανόνα και περιεχόμενο, σύμφωνα με τον Χέγκελ, αποτελεί την πρώτη και περισσότερο αφηρημένη μορφή της ελευθερίας, η σύγχρονη Τέχνη διαθέτει, εγγενώς, τα εχέγγυα για να αναλάβει τον ρόλο του οδηγού ή, καλύτερα, του συνοδοιπόρου μας στο κωμικοτραγικό, αειφανές, μοναχικό, μακρό- και συνάμα σύντομο – μόνον της ζωής μας ταξείδιον.

 

Σημειώσεις
[1] Orsenna Erik, Δεν είναι κάθε δραστηριοποίηση δράση
[2] Σακαλής Κων/νος, «Ο διυποκειµενικός προσδιορισµός της αυτοσυνείδησης στον G.W.F. Hegel: Από τη µάχη της αναγνώρισης της Φαινοµενολογίας του πνεύµατος (1807) στην ηθικότητα της Φιλοσοφίας του ∆ικαίου (1821)», Διπλωματική εργασία ΜΠΣ Φιλοσοφίας, ΑΠΘ, 2015.
[3] Βιζυηνός Γεώργιος, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον, διήγημα.

 

 

πηγή : diastixo.gr