Eduardo Jáuregui: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη

2018-07-05 16:57

Eduardo Jáuregui: συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη

Ο συγγραφέας και ψυχολόγος Εντουάρντο Χάουρεγκι γεννήθηκε στην Οξφόρδη το 1971. Είναι αγγλόφωνος όσο και ισπανόφωνος, ενώ το επώνυμό του υπαινίσσεται βασκική καταγωγή. Έχει επίσης ασχοληθεί με τον θεατρικό αυτοσχεδιασμό, είναι συνιδρυτής της συμβουλευτικής εταιρείας Serious Fun και συνεργάζεται στενά με τον εκπαιδευτικό οργανισμό Hyper Island. Αν και ο πατέρας του ήταν λάτρης της αρχαιοελληνικής γραμματείας, η πρώτη παράσταση αρχαίου δράματος που παρακολούθησε ο ίδιος ήταν οι Βάτραχοι του Αριστοφάνη στις Συρακούσες, το περασμένο καλοκαίρι. Για τα προσχέδια των βιβλίων του χρησιμοποιεί ένα δερματόδετο τετράδιο με περίτεχνο εξώφυλλο και μια πένα με το όνομα Καλλιόπη. Εδώ και χρόνια είναι το ένα μέλος του επιτυχημένου συγγραφικού διδύμου με το ψευδώνυμο Έντουαρντ Μπέρι –το άλλο είναι ο Ιταλός συγγραφέας Πιερντομένικο Μπακαλάριο, γνωστός από τη δημοφιλή σειρά βιβλίων του με ήρωα τον Οδυσσέα Μουρ– και η Ωραιότερη ιστορία που γράφτηκε ποτέ είναι το πρώτο τους κοινό εγχείρημα. Πρόκειται για μια πρωτότυπη σειρά μυθιστορημάτων για παιδιά και εφήβους –με υπέροχη εικονογράφηση του Στέφανο Τουρκόνι, συνεργάτη της Disney– στα οποία πρωταγωνιστούν διάσημα έργα της κλασικής λογοτεχνίας, όπως και πραγματικά βιβλιοπωλεία και εκδότες από διάφορες πόλεις του κόσμου. Στο πλαίσιο του φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις) και με αφορμή την κυκλοφορία της ελληνικής μετάφρασης του τέταρτου βιβλίου της σειράς, Η Αλίκη στη χώρα της Βαρεμάρας, ο Εντουάρντο Χάουρεγκι επισκέφθηκε φέτος τον Ιούνιο την Αθήνα. Μαγνητικός και χειμαρρώδης, εκστατικός για το ότι βρέθηκε επιτέλους «στον ίσκιο της Ακρόπολης», παραχώρησε ατομικές συνεντεύξεις και στη συνέχεια έδωσε σχεδόν δίωρη συνέντευξη Τύπου στον πολυχώρο των Εκδόσεων Μεταίχμιο.

Πώς προέκυψε η ιδέα για τη συγκεκριμένη σειρά βιβλίων;

Ο Πιερντομένικο κι εγώ την εμπνευστήκαμε από κοινού. Η διευθύντρια του εκδοτικού οίκου La Galera είναι θαυμάστρια του Πιερντομένικο και του είχε ήδη βγάλει βιβλία. Του παράγγειλε λοιπόν μια σειρά από ιστορίες για παιδιά, που θα κυκλοφορούσαν απευθείας στα ισπανικά και έπρεπε όλες να διαδραματίζονται σε μικρά και ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία, όπως κάποια που υπάρχουν στην πραγματικότητα (το Abracadabra στη Βαρκελώνη, το Shakespeare and Company στο Παρίσι, το Acqua Alta στη Βενετία), δημιουργήματα ανθρώπων παθιασμένων με τα βιβλία, ιδίως τα λογοτεχνικά. Πολλά από αυτά έχουν μια ιδιαίτερη, «μαγική» ατμόσφαιρα και είναι όντως χάρμα οφθαλμών – πέρα απ’ το ότι θα αποτελούσαν απτά σημεία αναφοράς, κυρίως για τα παιδιά, που θα είχαν τη δυνατότητα να τα επισκεφτούν στ’ αλήθεια και να δουν με τα μάτια τους ότι είναι ακριβώς έτσι όπως περιγράφονται στα βιβλία μας. Εκείνος σκέφτηκε πως ίσως θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι στα βιβλιοπωλεία τις νύχτες –περίεργα φώτα και ήχοι, σαν να τριγυρνάει κάποιο φάντασμα– και οι ήρωες, που είναι παιδιά, να πηγαίνουν να δουν τι γίνεται και να ανακαλύπτουν μυστηριώδεις αλλαγές μέσα στα ίδια τα βιβλία. Δηλαδή ο Πιερντομένικο είχε την ιδέα στο εμβρυϊκό της στάδιο, αλλά μετά ήρθε σ’ εμένα και μου ζήτησε να γράψουμε τις ιστορίες μαζί. Είχαμε γνωριστεί τυχαία πολύ νωρίτερα, και απ’ την αρχή είχε φανεί η δημιουργική μας χημεία. Ενθουσιάστηκα και του πρότεινα να μη γίνεται η αλλαγή σ’ ένα μονάχα αντίτυπο κάθε βιβλίου, αλλά, ταυτόχρονα, και σε όλα τα υπόλοιπα, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Τότε θα ήταν πιο ενδιαφέρον, γιατί τα παιδιά δεν θα είχαν πια τη δυνατότητα να διαβάσουν το βιβλίο αυτό. Άρα πίσω από κάτι τέτοιο θα έπρεπε να κρύβεται ένας πολύ μοχθηρός κακοποιός...

Ο κύριος Ζάργκο – όνομα που εξάπτει την περιέργεια.

Έτσι τον βάφτισε ο Πιερντομένικο, και μάλιστα εντελώς αυθόρμητα. Εγώ του απάντησα ότι ο κακός μας θα ήταν συνδυασμός του Στιβ Τζομπς –γιατί κι αυτός θα λανσάρει συσκευές υψηλής τεχνολογίας: κινητά τηλέφωνα, τάμπλετ και διάφορα άλλα γκάτζετ, καθώς και «έξυπνα» μηχανήματα για γυμναστήρια– και του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο Πιερντομένικο πρόσθεσε και τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, γιατί ο Ζάργκο, ιδρυτής της Zargo Multitech Corporation, είναι υπερβολικά γυμνασμένος και μυώδης (το αντίθετο, συνήθως, όσων ασχολούνται με το γράψιμο) και όχι μόνο απεχθάνεται τα βιβλία, μα έχει και αλλεργία στο χαρτί! Αυτός φταίει για το ότι τα παιδιά διαβάζουν ολοένα και λιγότερο. Έχει βαλθεί να αφανίσει τα βιβλία από προσώπου γης, διότι ανταγωνίζονται τα προϊόντα του – και δυστυχώς, το κομμάτι αυτό της ιστορίας δεν απέχει πολύ απ’ την πραγματικότητα... Έτσι ξεκίνησε το χτίσιμο της πρώτης περιπέτειας, και σιγά σιγά τα κομμάτια του παζλ μπήκαν στη θέση τους. Φτιάξαμε έναν κατάλογο με τα βιβλία που θέλαμε να «καταστρέψουμε». Το πιο διασκεδαστικό ήταν να βρίσκουμε το θεμελιώδες συστατικό της κάθε υπόθεσης, για να την κάνουμε στην κυριολεξία μπάχαλο, πράγμα που για μας ήταν και μια εξαιρετική άσκηση ύφους – αν και άκρως απαιτητική, μια και το καθένα απ’ τα βιβλία αυτά έχει γραφτεί σε άλλη εποχή και με πολύ χαρακτηριστικό στιλ. Ο Πιερντομένικο ήταν κατηγορηματικός στο θέμα αυτό. Είναι βαθύς γνώστης της λογοτεχνίας για παιδιά, οπότε η γνώμη του μετράει ιδιαίτερα. Στους Τρεις Σωματοφύλακες, λόγου χάρη, το σημαντικότερο στοιχείο είναι το «Ένας για όλους και όλοι για έναν». Θα βάζαμε λοιπόν τους σωματοφύλακες να μισιούνται θανάσιμα μεταξύ τους, εξαιτίας ενός κακού νάνου που διαβάλλει τον καθένα τους στους υπόλοιπους.

Δεν ξέρω αν το κάνατε εσκεμμένα, αλλά αυτό μου θυμίζει την αναθεωρητική τάση αρκετών σύγχρονων τηλεοπτικών σειρών, που ενώ βασίζονται σε έργα της κλασικής λογοτεχνίας, τα αλλάζουν σε βαθμό ώστε να γίνονται αγνώριστα και, φυσικά, πολύ κατώτερα από το πρωτότυπο.

Έχετε απόλυτο δίκιο, αν και ομολογώ ότι δεν μας είχε περάσει απ’ τον νου. Να όμως που, κατά κάποιον τρόπο, είμαστε προφητικοί! Μα και στον κινηματογράφο δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο; Ειδικά όταν πρόκειται για διασκευή μυθιστορήματος – είναι σχεδόν αδύνατον να μεταφερθεί ένα βιβλίο στην οθόνη χωρίς απώλειες. Αναγκαστικά θυσιάζεται μέρος του περιεχομένου, και το αποτέλεσμα είναι πολλές φορές τραγικό. Σπάνια στέφεται με επιτυχία ένα τέτοιο εγχείρημα. Η Ιστορία χωρίς τέλος του Έντε, για παράδειγμα, είναι έξοχο βιβλίο, αλλά έγινε κάκιστη ταινία – πιθανώς από τις χειρότερες που γυρίστηκαν ποτέ.

Με εντυπωσίασαν τα πάμπολλα λογοπαίγνια, με πρώτο και καλύτερο το όνομα της συγγραφέα «Λούσι Φεριέρ», που περιέχει τη λέξη «Lucifer» (Εωσφόρος), και κλεισίματα του ματιού –τα λεγόμενα «Easter eggs» («πασχαλινά αυγά», όρος που προέρχεται από το παλιό πασχαλιάτικο έθιμο των κρυμμένων κόκκινων αυγών)– προς άλλα βιβλία και ταινίες, ακόμα και βιντεοπαιχνίδια. Οι μικροί αναγνώστες είναι σε θέση να τα εντοπίσουν;

Τέτοιου είδους παραπομπές απευθύνονται σε όσους έχουν υπόψη τους τα πρωτότυπα έργα στα οποία αναφέρονται. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τις αντιλαμβάνονται κυρίως οι ενήλικες, εάν βέβαια είναι βιβλιοφάγοι, κινηματογραφόφιλοι ή ασχολούνται με παιχνίδια για υπολογιστές, και έχουν έτσι την ευκαιρία να κατανοήσουν σε περισσότερο βάθος την πλοκή. Ούτως ή άλλως, η ιστορία βγάζει νόημα και χωρίς αυτές. Υπάρχουν, όμως, και οι αναγνώστες σαν εσάς, που τρελαίνονται να τις ξετρυπώνουν!

Ναι, έχω μελετήσει επιστημονικά το χιούμορ –είναι το θέμα της διδακτορικής μου διατριβής, που αριθμεί 600 σελίδες– και εργάζομαι πάνω σ’ αυτό και μ’ αυτό. Τα βιβλία για παιδιά μού επιτρέπουν να το χρησιμοποιώ αφειδώς. Διασκέδασα πολύ γράφοντάς τα.

Έχετε ασχοληθεί επαγγελματικά με το χιούμορ, το οποίο, στα βιβλία σας, βγαίνει μέσα από απροσδόκητες καταστάσεις και συνειρμούς.

Ναι, έχω μελετήσει επιστημονικά το χιούμορ –είναι το θέμα της διδακτορικής μου διατριβής, που αριθμεί 600 σελίδες– και εργάζομαι πάνω σ’ αυτό και μ’ αυτό. Τα βιβλία για παιδιά μού επιτρέπουν να το χρησιμοποιώ αφειδώς. Διασκέδασα πολύ γράφοντάς τα. Έχω γράψει και «σοβαρά» βιβλία για ενήλικες, λογοτεχνικά και μη, αλλά πάντα μου αρέσει να προσθέτω μια χιουμοριστική νότα.

Υπάρχουν άνθρωποι χωρίς χιούμορ;

Θα έλεγα ότι το χιούμορ αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των γενετικών μας αποσκευών, αφού μας είναι απαραίτητο για να λειτουργούμε ως κοινωνικά όντα. Κατά τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος είναι «φύσει πολιτικόν ζώον» – φράση την οποία μνημόνευε συχνά ο πατέρας μου, που ήταν ανθρωπολόγος και διάβαζε μανιωδώς αρχαιοελληνικά κείμενα, Αριστοτέλη και Πλάτωνα, από το πρωτότυπο. Ξέρετε, μεγάλωσα ανάμεσα σε ανθρώπους που γνώριζαν σε βάθος και αγαπούσαν την αρχαία ελληνική γραμματεία. Μάλιστα, ο πατέρας μου, που μιλούσε άπταιστα πέντε γλώσσες, κρατούσε ως και τις σημειώσεις του με ελληνικούς χαρακτήρες! Κλείνοντας την παρένθεση, όλοι μας έχουμε χιούμορ, αλλά κάποιοι δεν το εξωτερικεύουν με την ίδια ευκολία όσο άλλοι. Ως κοινωνικά πλάσματα, έχουμε ανάγκη από εκπαίδευση και εξάσκηση σε ορισμένους τομείς. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τον άνθρωπο, μα και για άλλα είδη, όπως οι πίθηκοι, τα δελφίνια, τα σκυλιά –τα περισσότερα θηλαστικά, δηλαδή– και ορισμένα πουλιά. Όλα τους έχουν βρει τρόπους για να παίζουν. Το παιχνίδι είναι η μίμηση μιας πράξης, η οποία όμως δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια. Αυτός είναι, πάνω-κάτω, ο ορισμός του παιχνιδιού. Προσποιούμαστε ότι κάνουμε κάτι –ότι παλεύουμε ή κυνηγιόμαστε– ενώ δεν το κάνουμε πραγματικά, παρά μόνο για πλάκα. Τα ζώα βγάζουν έναν ορισμένο ήχο ή κάνουν μια κίνηση που ειδοποιεί τα υπόλοιπα ότι πρόκειται για παιχνίδι. Για τους ανθρώπους, το ειδικό αυτό σήμα είναι το γέλιο. Όποιος έχει σκυλιά, ξέρει πότε είναι όντως εξαγριωμένα και πότε γαβγίζουν για να παίξουν. Η τάση για παιχνίδι και γέλιο είναι έμφυτη σε όλους μας και όσο είμαστε παιδιά, την εκφράζουμε ελεύθερα. Μεγαλώνοντας, ωστόσο, μαθαίνουμε πως υπάρχουν περιστάσεις στις οποίες δεν είναι καλό να δείχνουμε εύθυμη ή παιγνιώδη διάθεση. Πρέπει να είμαστε, ή έστω να φαινόμαστε, απόλυτα σοβαροί. Αν και ο άνθρωπος είναι ικανός να παίζει σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, και μερικοί κάνουν αυτό ακριβώς, κάποιοι άλλοι καταλήγουν να καταχωνιάσουν σε μια σκοτεινή γωνιά την πλευρά αυτή του εαυτού τους και να τη φέρνουν στην επιφάνεια μόνο όποτε είναι μαζί με συγκεκριμένα πρόσωπα – την οικογένειά τους ή λίγους και καλούς φίλους. Κατά κανόνα παίζουμε κυρίως με άτομα με τα οποία μας συνδέουν πολύ στενές σχέσεις. Το χιούμορ είναι αλληλένδετο με τον βαθμό οικειότητας. Παίζει κανείς με τον ερωτικό του σύντροφο, τον κολλητό του φίλο, τα αδέλφια, τους γονείς του...

Και τα παιδιά του.

Βεβαιότατα. Και όσοι δεν έχουμε παιδιά, μπορεί να έχουμε ανιψάκια ή βαφτιστήρια. Τα παιδιά δίνουν την πολυπόθητη αφορμή για να φανερώσουμε κι εμείς το παιδί που κρύβεται μέσα μας.

Έχουν χιούμορ οι πολιτικοί;

Παραδόξως, ναι – και όχι πάντα τόσο εγκεφαλικό όσο θα νόμιζε κανείς. Και, επίσης παραδόξως, τα καταφέρνουν μια χαρά στη χρήση του. Όμως το χιούμορ των πολιτικών είναι μάλλον επιθετικό, κυρίως όταν απευθύνεται στις αντίπαλες παρατάξεις. Με τους δικούς τους είναι πιο χαλαροί. Έχουμε την τάση, ας πούμε, να κοροϊδεύουμε όποιον δεν μας είναι συμπαθής ή μας κινεί υποψίες επειδή δεν τον γνωρίζουμε καλά, όπως και να κάνουμε «οικογενειακά αστεία» με τα πολύ κοντινά μας άτομα. Αν και το κουτσομπολιό απαγορεύεται σε όλες τις χώρες του κόσμου, δεν υπάρχει κανείς που να μην κουτσομπολεύει. Ακόμα και με την επίγνωση ότι δεν είναι σωστό, όλοι έχουμε υποπέσει στο «αμάρτημα». Οι χιουμορίστες που σχολιάζουν την πολιτική, πάλι, είναι απροκάλυπτα εχθρικοί απέναντι στους στόχους τους – πράγμα το οποίο δεν αρέσει και τόσο στους ίδιους τους στόχους, διασκεδάζει όμως όλους τους άλλους.

Εσείς χρησιμοποιείτε το χιούμορ ως θεραπευτικό μέσο;

Προτιμώ να αποφεύγω τον όρο «θεραπευτικό», γιατί συνήθως δηλώνει τον υπερθετικό βαθμό μιας ευεργετικής ιδιότητας, σαν να αναφερόμαστε σε κάτι υπερφυσικό. Το χιούμορ έχει πράγματι θετικά αποτελέσματα, κατά κύριο λόγο στο θέμα της ψυχικής υγείας. Μας γαληνεύει, λειτουργεί ως αντίδοτο στα αρνητικά συναισθήματα, ελαττώνει το άγχος που είναι βλαπτικό για μας, και γενικά έχει διαπιστωθεί πως όσοι επιστρατεύουν το χιούμορ στην καθημερινότητά τους για να αντιμετωπίζουν τις δυσάρεστες καταστάσεις, βρίσκονται σε καλύτερη ψυχολογική κατάσταση. Δεν είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι το γέλιο εξασφαλίζει τη μακροζωία. Πρόκειται για διαδεδομένη αντίληψη, ελκυστική μεν, αλλά εντελώς αβάσιμη, η οποία κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και ο κόσμος την πιστεύει, γιατί του δίνει μια ρομαντική εικόνα των πρόσχαρων ανθρώπων. Υπάρχουν, μάλιστα, έρευνες που αποδεικνύουν ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Όποιος γελάει πολύ, ζει λιγότερο. Και αυτό συμβαίνει επειδή όσοι δεν παίρνουν τα πράγματα πολύ στα σοβαρά, δεν προσέχουν ούτε τον εαυτό τους. Απολαμβάνουν κάθε δραστηριότητα χωρίς περιορισμούς: φαγητό, κάπνισμα, επικίνδυνα αθλήματα. Μπορεί η ζωή τους να είναι πιο γεμάτη από των υπόλοιπων, μα δυστυχώς είναι και συντομότερη, διότι εκτίθενται συνεχώς σε κινδύνους. Τα δεδομένα αυτά βασίζονται καθαρά σε στατιστικές. Σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει πως το χιούμορ είναι ανθυγιεινό. Τίποτα δεν μας εμποδίζει να είμαστε έξω καρδιά, αλλά να φροντίζουμε και την υγεία μας.

Δεν είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι το γέλιο εξασφαλίζει τη μακροζωία. Πρόκειται για διαδεδομένη αντίληψη, ελκυστική μεν, αλλά εντελώς αβάσιμη, η οποία κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και ο κόσμος την πιστεύει, γιατί του δίνει μια ρομαντική εικόνα των πρόσχαρων ανθρώπων. Υπάρχουν, μάλιστα, έρευνες που αποδεικνύουν ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο.

Συνοδεύετε πάντα τα χειρόγραφα των βιβλίων σας με σχέδια;

Πάντα. Ποτέ δεν ξεκινώ το γράψιμο ενός βιβλίου δίχως να φτιάξω πρώτα μια ζωγραφιά – στα παιδικά βιβλία, τουλάχιστον. Στην αρχή έγραφα με ένα συνηθισμένο στιλό σε πρόχειρα χαρτιά. Παλιότερα, τότε που δούλευα σε εταιρίες σχετικές με το διαδίκτυο, αφιέρωνα σχεδόν όλο τον χρόνο μου στην ενασχόληση με τους υπολογιστές. Γι’ αυτό αποφάσισα να μειώσω τις ώρες που περνούσα μπροστά στην οθόνη. Τα άρθρα μου και μερικά διηγήματά μου από την εποχή εκείνη τα έγραφα αρχικά με το χέρι και μετά τα περνούσα στον υπολογιστή, όπου τα επεξεργαζόμουν. Μου αρέσει να γράφω με το χέρι, η ροή του λόγου βγαίνει διαφορετικά και μπορείς να γράψεις όπου και αν βρίσκεσαι, στο λεωφορείο, στο τρένο, στον Παρθενώνα, παντού. Είναι πιο εύκολο και δεν έχεις ανάγκη τον υπολογιστή. Το χαρτί και το μολύβι είναι μέσα κατεξοχήν φορητά, περισσότερο κι απ’ τους φορητούς υπολογιστές! Και, βέβαια, απείρως πιο οικονομικά. Όταν έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, η φίλη μου εδώ και 25 χρόνια, η Μανουέλα –που έχει πάθος για τον κλασικό πολιτισμό και με έμαθε να διαβάζω κι εγώ αρχαία ελληνικά– μου χάρισε αυτήν εδώ την πένα, η οποία έχει όνομα, και μάλιστα ελληνικό: Καλλιόπη, σαν τη Μούσα της ποίησης και των τεχνών. Άρχισα λοιπόν να γράφω με την Καλλιόπη και να αγοράζω όμορφα τετράδια, όπως αυτό εδώ που βλέπετε. Ήταν τέλειο για τη σειρά των παιδικών βιβλίων και τα πιτσιρίκια ξετρελαίνονται όταν το βλέπουν, αν και το περιεχόμενό του σχεδόν δεν βγάζει νόημα.

Χαίρομαι ιδιαίτερα που συναντώ έναν συγγραφέα ο οποίος παίρνει τη δουλειά του τόσο στα σοβαρά.

Μα και βέβαια την παίρνω στα σοβαρά. Αισθάνομαι ότι είναι προνόμιο το να μπορεί κανείς να γράφει, και ένα περισσότερο, να γράφει ιστορίες που τα παιδιά τις βρίσκουν συναρπαστικές. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό και βάζω όλη μου την τέχνη στο γράψιμό μου. Πρέπει ακόμα να πω ότι αυτό το χρωστάω στον Πιερντομένικο. Εκείνος με μύησε στη συγγραφή της λογοτεχνίας για παιδιά – ως τότε έγραφα μόνο για μεγάλους. Διαπίστωσα όμως πως μου είναι πολύ πιο ευχάριστο να γράφω για τα παιδιά, η ανταπόκριση των οποίων ποτέ δεν παύει να με εκπλήσσει. Αντιδρούν με τους πιο απρόβλεπτους τρόπους...

Η ελληνική έκδοση των βιβλίων σας, πώς σας φαίνεται;

Για να πω την αλήθεια, πρώτη φορά τα βλέπω στην ελληνική τους έκδοση! Είναι πολύ χαριτωμένα και αναδεικνύεται η εικονογράφηση του Στέφανο, που είναι αριστουργηματική. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής για την κυκλοφορία των βιβλίων μας στη χώρα σας και ελπίζω να παρακινήσουν τα παιδιά ώστε να ανακαλύψουν τις πραγματικές «ωραιότερες ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ».

Η ιδέα για το χάρισμα της Άλμπα, να φτιάχνει ζωγραφιές που μεταμορφώνονται σε απτά αντικείμενα, ήταν δική σας ή του Πιερντομένικο;

Καλή ερώτηση! Θα ήθελα πολύ να πω ότι ήταν δική μου ιδέα, αλλά εκ πείρας γνωρίζω ότι μπορεί καμιά φορά να το λέμε αυτό, όμως η μνήμη μάς απατά. Όταν ο Πιερντομένικο κι εγώ αρχίσαμε να γράφουμε αυτές τις ιστορίες, ρίχναμε ιδέες ο ένας στον άλλον και τις συναρμολογούσαμε. Δεν θυμάμαι πια τίνος ήταν η κάθε ιδέα. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως όταν μας ήρθε αυτή η έμπνευση, κατενθουσιαστήκαμε! Μας φάνηκε μεγαλοφυής. Τα πάντα μέσα σ’ ένα βιβλίο είναι φτιαγμένα από μελάνι, οπότε δεν θα ήταν παράλογο να υλοποιούνται κυριολεκτικά οι ζωγραφιές που γίνονται με μελάνι – ιδίως αν το μελάνι είναι μαγικό και κρύβει μέσα του ένα τζίνι.

Δηλαδή, στην ουσία, το μελάνι είναι ο πρωταγωνιστής.

Ακριβώς. Και πού είστε ακόμα! Περιμένετε ως το τέλος της ιστορίας που θα κλείσει τη σειρά, το μεγάλο φινάλε... Παρεμπιπτόντως, το όνομα του μελανιού (ατραμέντουμ μάτζικουμ) ήταν αποκλειστικά δική μου επινόηση.

Το κοινό σας συγγραφικό ψευδώνυμο ποιος το σκέφτηκε;

Είναι συνδυασμός των ονομάτων μας. Το «Έντουαρντ» είναι η αγγλική εκδοχή του δικού μου μικρού ονόματος. Το επίθετο, Μπέρι, βγήκε κάπως πιο περίπλοκα. Το επώνυμο του Πιερντομένικο είναι Μπακαλάριο, που σημαίνει «ψαράς μπακαλιάρων». Για συντομία, τον φωνάζουν «Μπάκα”»(Bacca), που είναι στα ιταλικά το μούρο και στα Αγγλικά μεταφράζεται «Berry».

Ο γενικός τίτλος της σειράς είναι δικός σας;

Φυσικά, γιατί και η τελική ιδέα ήταν δική μου. Όταν επινόησα το τέχνασμα για τα παρείσακτα στοιχεία που μπαίνουν μέσα στα κλασικά και κοσμαγάπητα λογοτεχνικά βιβλία και καταστρέφουν τις υποθέσεις τους –ένα πιστόλι λέιζερ στον Πίτερ Παν, ο νάνος στους Τρεις Σωματοφύλακες, μια μούμια στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, ένας δράκος στον Δον Κιχώτη, ένας αστροναύτης στο Βιβλίο της Ζούγκλας – έπρεπε να βρω και την προέλευση των στοιχείων αυτών. Εφόσον εμφανίστηκαν με ανεξήγητο τρόπο μέσα σε κάποια βιβλία, προφανώς είχαν εξαφανιστεί από κάποια άλλα. Κι έτσι, τα βιβλία αυτά θα έμεναν άδεια από κείμενο και εικονογράφηση, και το περιεχόμενό τους θα διαγραφόταν ακόμα και απ’ τη μνήμη όσων τα είχαν διαβάσει. Στο Χαμένο βιβλίο, που εγκαινιάζει τη σειρά, πρόκειται να κυκλοφορήσει ένα πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα, το οποίο χαρακτηρίζεται από τον συνάδελφό σας Λέο Γκούτενμπεργκ –τον διασημότερο και αυστηρότερο κριτικό στον κόσμο– ως «Η ωραιότερη ιστορία που γράφτηκε ποτέ». Η φράση αυτή κατέληξε να γίνει ο γενικός τίτλος της σειράς μας. Και όπως ελπίζω ότι είναι εμφανές, δεν αφορά την ιστορία που γράφουμε ο Πιερντομένικο κι εγώ (δεν έχουν πάρει πια και τόσο αέρα τα μυαλά μας!), αλλά το φανταστικό βιβλίο της Λούσι Φεριέρ.

Η ιδέα για τον κριτικό που γίνεται ντετέκτιβ είναι πολύ ενδιαφέρουσα.

Ούτε που θυμάμαι αν ήταν δικό μου εύρημα, αλλά νομίζω πως ο συνειρμός είναι προφανής. Κάθε κριτικός είναι, κατά μία έννοια, ντετέκτιβ – εσείς, φαντάζομαι, το ξέρετε καλύτερα από μένα! Έτσι, βάλαμε τον Λέο Γκούτενμπεργκ να αναλαμβάνει τις έρευνες για τη χαμένη ιστορία. Παρ’όλα αυτά, δεν έχω ξεχάσει τη στιγμή που ο κριτικός μας παίρνει την απόφαση να καταπιαστεί αυτοπροσώπως με το ζήτημα. Εξάλλου, πάντα ήθελε να γίνει ντετέκτιβ! Δεν χρειάστηκε να ζοριστώ καθόλου για να το σκαρφιστώ, μου ήρθε από μόνο του. Ήταν πολύ ωραία ιδέα, μα πρέπει να ομολογήσω πως δεν το είχα σκεφτεί από την αρχή. Στην πορεία προέκυψε. Αυτά είναι τα μυστήρια της συγγραφής...

 

Η ωραιότερη ιστορία που γράφτηκε ποτέ
Το χαμένο βιβλίο
Έντουαρντ Μπέρι
μετάφραση: Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη
εικονογράφηση: Stefano Turconi
Μεταίχμιο
216 σελ.
ISBN 978-618-03-0685-9
Τιμή €12,20
001 patakis eshop

 

 

 

 

πηγή : diastixo.gr