Ε. Ζάχος-Παπαζαχαρίου: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Ευάγγελος Ζάχος-Παπαζαχαρίου γεννήθηκε το 1938 στην Αθήνα από πρόσφυγες Πόντιους γονείς. Μαθητής του Σίμωνα Καρά, διδάκτωρ Συγκριτικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Γαλλίας στον τομέα της κοινωνικής ιστορίας των βαλκανικών χωρών, ασχολήθηκε με την έρευνα και τη διδασκαλία στους τομείς της εθνογραφίας και της λαογραφίας (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας κ.ά.). Συνέγραψε στα γαλλικά και στα ελληνικά πολλές μελέτες για τον λαϊκό πολιτισμό, ανάμεσα στις οποίες το πολυδιαβασμένο Λεξικό της πιάτσας, ενώ ιδιαίτερα γόνιμη μέχρι σήμερα υπήρξε η στιχουργική και μουσική του παραγωγή.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του τελευταίου σας βιβλίου, Στα Εξάρχεια το ’80;
Η ιδέα της συγγραφής ενός κειμένου σχετικού με τα Εξάρχεια μου ήρθε στη δεκαετία του ’90. Είχα ζήσει στην πλατεία Εξαρχείων σε σχεδόν καθημερινή βάση στην περίοδο 1977-1985 και όταν επανήλθα ύστερα από μακρόχρονη απουσία μου από την Αθήνα, είδα ότι είχαν γίνει σημαντικές αλλαγές. Διαπίστωσα πως οι αλλαγές αυτές είχαν ξεκινήσει στην περίοδο που ήξερα την πλατεία και που την είχα παρακολουθήσει σαν αυτόπτης μάρτυρας. Στην περίοδο αυτή, ’77-’85, είχε γεννηθεί ένας μύθος και είχα παρακολουθήσει τη γέννησή του. Άρχισα λοιπόν να σκέφτομαι τι είχε προκαλέσει τις αλλαγές και τελικά τι είναι αυτό που προκαλεί τη γέννηση ενός μύθου. Αρκεί, άραγε, για έναν χώρο η συνεχής καφενοκουβέντα γύρω από τη μουσική και την πολιτική, για να κάνει τον χώρο αυτό πασίγνωστο και τελικά μυθικό;
Τι είναι αυτό που σας εντυπωσίασε στην περιοχή των Εξαρχείων, ώστε να αποτελέσει το θέμα της διήγησης αλλά και τον τίτλο του βιβλίου;
Η προηγούμενη μακρόχρονη θητεία μου σ’ έναν ανάλογο χώρο, στο Καρτιέ Λατέν του Παρισιού, μ’ έκανε να διακρίνω και στα Εξάρχεια κάποια ανάλογα χαρακτηριστικά και αυτό μ’ έκανε να σκεφτώ πως υπήρχε, φαίνεται, η ανάγκη να δημιουργηθεί ένας τέτοιος χώρος και στην Αθήνα. Ένας χώρος δηλαδή ελευθερίας του λόγου που τον είχε ανάγκη η νεολαία, ένας χώρος κοντά στο ιστορικό κέντρο και κοντά και στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Ένας χώρος ταυτόχρονα απόκεντρος, που να μη φαίνεται από την πρώτη ματιά σ’ αυτούς που δεν τον ξέρουν.
Στα Εξάρχεια μια παρέα από το 1980, από τους Τέρη, Μαριώ, Λευτέρη, τον γλύπτη Βαρλάμη και τον Ασπρομάλλη μάς ταξιδεύει και μας θυμίζει πώς ζούσαν τότε οι Αθηναίοι. Είναι αθηναιογράφημα η αφήγησή σας;
Όταν έπειτα από χρόνια, στη δεκαετία του 2000, άρχισα να γράφω ένα πρώτο κείμενο, έβαλα μέσα κάποιες περιγραφές του χώρου, με αδρές κοντυλιές και χωρίς ανούσιες λεπτομέρειες, συσχετίζοντάς τον με άλλους χώρους της Αθήνας όπου μαζεύονταν παρέες και όπου φτιάχνονταν παρέες, πάντα γύρω από θέματα ανάλογα μ’ εκείνα που κυριαρχούσαν στην πλατεία Εξαρχείων. Δεν έφτιαξα κανένα «αθηναιογράφημα», ούτε προσπάθησα να περιγράψω τη ζωή των Αθηναίων, γιατί αυτοί που συχνάζουν στην πλατεία Εξαρχείων και στα άλλα στέκια έξω απ’ αυτή δεν είναι τις περισσότερες φορές ούτε άτομα ξεχωριστά και παραδειγματικά, ούτε άτομα με κάποιον ενδιαφέροντα λόγο. Η επιλογή μιας παρέας που να απαρτίζεται από άτομα παθιασμένα μ’ ένα θέμα γινόταν απαραίτητη. Και είχα να επιλέξω ανάμεσα σε άτομα που γνώρισα από κείνη την περίοδο της πρώτης θητείας μου στην πλατεία, από την περίοδο ’77-’85. Η επιλογή μιας παρέας μετέτρεψε το αρχικό κείμενό μου σε μυθιστόρημα.
Τι έχει αλλάξει από το τέλος της δεκαετίας του ’70 στα Εξάρχεια και τι έχει μείνει ίδιο;
Τι έχει αλλάξει από το τέλος της δεκαετίας του ’70; Έχουν αλλάξει σαφώς οι θαμώνες. Τότε κυκλοφορούσαν άτομα περισσότερο παθιασμένα, που τα ενδιέφεραν περισσότερο τα κοινωνικά και τα πολιτικά θέματα, χωρίς αναγκαστικά να κολλάνε στα κομματικά. Σήμερα τα πολιτικά έχουν αντικατασταθεί από τα κομματικά κι έχουν σχετικά χάσει το ενδιαφέρον τους. Έχει μείνει από τότε, απ’ τα παλιά η καφενοκουβέντα, που όμως έχει χάσει το πάθος της. Σπάνια ν’ ακούσει κανείς πολιτικούς καβγάδες γύρω από θέματα πολιτικά της χώρας ή του εξωτερικού. Τελευταία έχει χαθεί και ο σχολιασμός των λεγομένων της τηλεόρασης.
Οι ήρωες ακούν ρεμπέτικη μουσική και συχνάζουν στα γνωστά τότε «ρεμπετάδικα». Τι τους κάνει να θέλουν να απολαύσουν αυτή τη μουσική;
Οι ήρωες του βιβλίου Στα Εξάρχεια το ’80 ακούνε ρεμπέτικα και γουστάρουν τα ρεμπέτικα, γιατί είναι η εποχή του λεγόμενου «νεορεμπέτικου» που καθιέρωσαν οι διάφορες κομπανίες, μαζί με μία σειρά καινούργια τραγούδια που γράφτηκαν αυτή την εποχή, κατά μίμηση της μουσικής και της γλώσσας του ρεμπέτικου. Ήταν μία ανανέωση του τραγουδιού μετά τη λαίλαπα των επικών τραγουδιών των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, των αντάρτικων κ.λπ. που είχαν τα προηγούμενα χρόνια «παρασύρει» τη νεολαία.
Ο γλύπτης Βαρλάμης είναι ένας μοναχικός καλλιτέχνης, Μέσα στον συρφετό, μοιάζει σαν να αντιστέκεται και παράγει έργο. Πού βρίσκει αυτή τη δημιουργική δύναμη;
Ο γλύπτης Βαρλάμης είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Το πραγματικό του όνομα είναι Κώστας Βαλσάμης και είναι σύμβολο των παλιών μαστόρων, που είχαν τη γνώση της κοινωνίας και της ζωής, καλοπροαίρετος, έτοιμος να μεταδώσει τα όσα ξέρει χωρίς να κάνει τον δάσκαλο, πιστός στα ιδανικά του που δεν τα αναθεώρησε ποτέ. Σ’ αυτά τα χαρίσματα χρωστάει και τη δημιουργική του δύναμη. Το όνομά του είναι γραμμένο πάνω στο άγαλμα της Μάνας στην είσοδο του νεκροταφείου των Αθηνών. Και το βιογραφικό του υπάρχει στο ίντερνετ.
Η Μαριώ και ο Λευτέρης. Θέλουν ο ένας τον άλλο, μα διστάζουν. Τι τους εμποδίζει να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο;
Η Μαριώ και ο Λευτέρης είναι πολύ σημερινά νεολαιίστικα πρόσωπα με τα ρομαντικά χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης. Η διαφορά τους από τα σημερινά πρόσωπα της νεολαίας είναι ότι δεν έχουν το άγχος και τη βιασύνη των σημερινών νεολαίων, έχουν ένα ήθος πιο κοντινό με το παραδοσιακό, ξέρουν ν’ ακούν και να σέβονται τους υπερήλικες και να σκέφτονται περισσότερο τα κοινωνικά και τα πολιτικά δρώμενα.
Οι παρέες μιλούν για το ποδόσφαιρο. Είναι αλήθεια ότι εκείνη την εποχή οι διανοούμενοι το σνόμπαραν;
Πράγματι, στη δεκαετία του ’70 οι διανοούμενοι σνόμπαραν το ποδόσφαιρο. Άρχισαν από το ’80 να το αναγνωρίζουν οι δημοσιογράφοι και μετά οι λογοτέχνες. Άρχισαν να βγαίνουν στις εφημερίδες κείμενα σχετικά με το ποδόσφαιρο και μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε λογοτεχνικά.
Κάνετε και αντιπαράθεση μεταξύ πλατείας Εξαρχείων και πλατείας Κολωνακίου. Ποιες ήταν οι αντιθέσεις και τι κόσμος σύχναζε και στις δυο πλατείες;
Η πλατεία Κολωνακίου είχε ξεπέσει στην εποχή γύρω απ’ το ’80. Τα στέκια των διανοουμένων στα διάφορα καφενεία της πλατείας είχαν αλωθεί από επιχειρηματίες. Οι παλαιοί κάτοικοι του Κολωνακίου είχαν μετοικήσει στις βόρειες συνοικίες της Αθήνας και στο Κολωνάκι είχε κυριαρχήσει σιγά σιγά μια λαϊκότητα που το έφερνε πιο κοντά στην πλατεία Εξαρχείων, όπου οι φοιτητές έδιναν μια χροιά σαφώς λαϊκή. Αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο πλατείες δεν υπήρχαν πια και ο μύθος της… αριστοκρατίας του Κολωνακίου είχε ατονήσει. Η μόνη διαφορά στις δύο πλατείες ήταν ότι στην πλατεία Κολωνακίου δε σύχναζαν φοιτητές. Οι νέοι δημοσιογράφοι όμως σύχναζαν στην πλατεία Κολωνακίου τη νύχτα και κυρίως τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Συχνά, τους… κατασκόπευε ο διευθυντής της Ελευθεροτυπίας Φυντανίδης κι ένα «κεντρώο» πνεύμα εμφανιζόταν με την ανάπτυξη κάποιων κέντρων, μπαρ και καφενείων με ΠΑΣΟΚική ταυτότητα.
Μια ραγδαία αλλαγή θα γίνει μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ. Η πλατεία θα αντιμετωπιστεί από την Εξουσία ως παραβατική και θα χρησιμοποιηθεί στρατιωτικής έμπνευσης καταστολή. Αυτό θα δώσει στα γεγονότα, στα επεισόδια, διαστάσεις που δεν έχουν και θα προκαλέσει την οργάνωση αντιστασιακής φύσεως αντιδράσεων, που παραμένουν ζωντανές ως τα σήμερα.
Πιάνετε με εξαιρετικό τρόπο τα σοκάκια, τα μαγαζιά και τους θαμώνες τους, και τους δίνετε σάρκα και οστά με τη γραφή σας. Μέσα από τις περιγραφές σας περνούν και ονόματα που τα ξέρουμε. Γιατί έχετε διαλέξει αυτή την τεχνική στη γραφή;
Η παρεμβολή γνωστών ονομάτων και προσώπων γνωστών στην περιγραφή των χώρων είναι μια μέθοδος που δίνει ζωή στην αφήγηση και στις περιγραφές. Είναι συνταγή παρμένη απ’ τη γαλλική ρεαλιστική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, που οι συγγραφείς τη χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα, τραβώντας τη μάλιστα ως το ντοκιμαντέρ. Ενισχύει την αληθοφάνεια της διήγησης ακόμα και σ’ ένα κείμενο τέλεια μυθοπλαστικό. Δεν είναι καθόλου δική μου εφεύρεση.
Μου θυμίσατε τα ταβερνάκια στα Εξάρχεια. Όλα είχαν μαγειρευτά φαγητά. Σήμερα όμως προτιμούν τα έτοιμα, της ώρας. Γιατί όπως λέει ο ήρωάς σας ο κόσμος προτιμά το κρέας και το φαγητό φαστ φουντ;
Η αλλαγή στα εδέσματα στις ταβέρνες και στα ουζάδικα της εποχής δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό της πλατείας Εξαρχείων. Είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής μετανάστευσης. Το κοινό θέλει παντού κοψίδια και κρέατα και απωθεί τους μεζέδες. Άλλωστε, γύρω απ’ την πλατεία Εξαρχείων ανοίγουν τότε και διάφορα ψητοπωλεία που γίνονται με τη σειρά τους στέκια νυχτερινών θαμώνων.
Τα Εξάρχεια είναι γνωστά για τα μαγαζιά, για τη γραφικότητα αλλά και για άλλα πράγματα. Επεισόδια, βόμβες μολότοφ και ναρκωτικά. Πώς συνδυάζονται όλα αυτά;
Την εποχή που ξετυλίγεται το μυθιστόρημα δεν υπάρχουν ακόμα βίαια επεισόδια, βόμβες μολότοφ και ναρκωτικά. Είναι πολύ σποραδικά και δεν σφραγίζουν την όλη ατμόσφαιρα της πλατείας Εξαρχείων. Μια ραγδαία αλλαγή θα γίνει μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ. Η πλατεία θα αντιμετωπιστεί από την Εξουσία ως παραβατική και θα χρησιμοποιηθεί στρατιωτικής έμπνευσης καταστολή. Αυτό θα δώσει στα γεγονότα, στα επεισόδια, διαστάσεις που δεν έχουν και θα προκαλέσει την οργάνωση αντιστασιακής φύσεως αντιδράσεων, που παραμένουν ζωντανές ως τα σήμερα.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημά σας, παίρνει ο αναγνώστης την αύρα μιας εποχής και μαθαίνει τα όνειρα και τα σχέδια των νέων του τότε. Μήπως είναι και μια σκιαγράφηση της ελληνικής Ιστορίας;
Πράγματι, στο μυθιστόρημα Στα Εξάρχεια το ’80 δίνεται η αύρα μιας εποχής. Δεν χρειάζεται όμως γενίκευση. Η αύρα αυτή δεν εκτείνεται σ’ όλη την πόλη των Αθηνών. Μπορεί να εκπροσωπεί τις εμπνεύσεις μιας κάποιας νεολαίας, και ιδιαίτερα της φοιτητικής, και μιας νεολαίας απ’ τις γειτονιές της Αθήνας που επισκέπτεται τα Εξάρχεια, θεωρώντας ότι εκεί μπορεί κανείς να εκφραστεί ελεύθερα και πέρα από τις τρέχουσες απαγορεύσεις και να συζητήσει για όλα τα θέματα χωρίς περιορισμούς. Δεν μπορούμε όμως να ισχυριστούμε ότι τα Εξάρχεια εκπροσωπούν κάτι πλατύτερο. Είναι ένα πρότυπο που η φήμη του πλαταίνει και ένας μύθος που γεννιέται. Ίσως αυτό επισύρει και την εχθρική αντιμετώπιση απ’ την Εξουσία, που έχει ακόμα την παλιά συνήθεια να λογοκρίνει και να ελέγχει.
Η λογοτεχνία είναι τέχνη και ως τέχνη έχει ιστορία. Οι παλιές συνταγές είναι δοκιμασμένες και δεν προδίδουν αυτούς που ξέρουν να τις χρησιμοποιούν σωστά. Αντίθετα, οι καινούργιες συνταγές του γραψίματος είναι ακόμα αδοκίμαστες, δεν τις ξέρει και δεν τις καταλαβαίνει το κοινό, είναι σαν ξένες γλώσσες, είναι συχνά σνομπισμός κι ο αναγνώστης θεωρεί πως ο συγγραφέας πάει να του πουλήσει εξυπνάδα. Και είναι γι’ αυτό απωθητικές
Μέχρι σήμερα, έχετε γράψει βιβλία με διαφορετικά θέματα. Ποια είναι τα ενδιαφέροντά σας που σας κάνουν να στρέφεστε στη γραφή;
Το ενδιαφέρον μου για τη γραφή είναι πολύ παλιό. Το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε στο Παρίσι το 1965, όταν ήμουν μόλις 27 ετών. Έκτοτε τα ενδιαφέροντά μου εκτάθηκαν στην ιστορία της τέχνης, του λαϊκού πολιτισμού και της ανθρωπολογίας γενικότερα. Ίσως γι’ αυτό υπάρχει και μια φαινομενική ανομοιογένεια στα κείμενά μου. Η στροφή μου όμως στο μυθιστόρημα και στο τραγούδι οφείλεται στο ότι συνειδητοποίησα πως το δοκίμιο διαβάζεται πολύ λίγο και πως η λογοτεχνία έχει πλατύτερο κοινό.
Τι θα προτείνατε στους νέους που γράφουν;
Στους νέους που γράφουν έχω να προτείνω να σέβονται τις παλιές συνταγές. Η λογοτεχνία είναι τέχνη και ως τέχνη έχει ιστορία. Οι παλιές συνταγές είναι δοκιμασμένες και δεν προδίδουν αυτούς που ξέρουν να τις χρησιμοποιούν σωστά. Αντίθετα, οι καινούργιες συνταγές του γραψίματος είναι ακόμα αδοκίμαστες, δεν τις ξέρει και δεν τις καταλαβαίνει το κοινό, είναι σαν ξένες γλώσσες, είναι συχνά σνομπισμός κι ο αναγνώστης θεωρεί πως ο συγγραφέας πάει να του πουλήσει εξυπνάδα. Και είναι γι’ αυτό απωθητικές. Μη γράφετε για να εκθέσετε τα δικά σας προσωπικά βιώματα. Δεν είναι αρκετά ενδιαφέροντα. Η τέχνη είναι συνεύρεση. Και το πιο ενδιαφέρον είναι τα βιώματα των άλλων, των ΑΛΛΩΝ, των διαφορετικών, των πρωτότυπων, των παραδειγματικών.
Στα Εξάρχεια το ’80
Ε. Ζάχος-Παπαζαχαρίου
επίμετρο: Δημήτρης Φύσσας
Στερέωμα
352 σελ.
ISBN 978-960-8061-55-2
Τιμή €16,00
πηγή : diastixo.gr