E.O. Chirovici: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Γιουτζίν Κίροβιτς γεννήθηκε στην Τρανσυλβανία, σε μια οικογένεια με ρουμανικές, ουγγρικές και γερμανικές ρίζες. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία έγινε με μία συλλογή διηγημάτων, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα, Η σφαγή, πούλησε 100.000 αντίτυπα στη Ρουμανία. Για πολλά χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αρχικά σε μια διακεκριμένη εφημερίδα και στη συνέχεια σε έναν μεγάλο τηλεοπτικό σταθμό. Από το 2013 ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή και αυτή την περίοδο ζει στις Βρυξέλλες. Το Βιβλίο των κατόπτρων πρωτοκυκλοφόρησε στην Αγγλία τον Ιανουάριο του 2017 και μεταφράζεται σε 40 γλώσσες.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημά σας καθηλώθηκα στο γραφείο μου, για να απολαύσω τη συναρπαστική σας ιστορία. Αλήθεια, πώς καταφέρνει ο συγγραφέας να γοητεύσει τον αναγνώστη;
Με πολλούς τρόπους υποθέτω: ύφος, χαρακτήρες, πλοκή κ.ά. Θα έλεγα ότι οι χαρακτήρες, για παράδειγμα, μένουν στον αναγνώστη περισσότερο απ’ ό,τι η ίδια η πλοκή. Μπορεί να ξεχάσεις γιατί οι Τρεις Σωματοφύλακες πήγαν στην Αγγλία, αλλά δύσκολα θα ξεχάσεις τα ονόματά τους. Αλλά τέλος πάντων χρειάζεσαι έναν σταθερό τρόπο γραφής, συν μία πρωτότυπη πλοκή, δηλαδή μια ιστορία που πηγαίνει σε έναν δρόμο που δεν έχει περπατηθεί, συν κάποιους τρισδιάστατους, ζωντανούς χαρακτήρες. Αν βάλεις όλα αυτά τα συστατικά σε ένα μυθιστόρημα, τότε το αποτέλεσμα θα είναι ένα καλό βιβλίο, ίσως και ένα εξαιρετικό βιβλίο. Αλλά όσο διαφορετικά μπορεί να είναι στο στήσιμο ή στην αφήγηση, τελικά όλα τα καλά βιβλία έχουν να κάνουν με τα ίδια βαθυστόχαστα θέματα: την αγάπη, την πίστη, τον θάνατο, τη γενναιότητα, τη σχετικότητα των αντιλήψεων, τη δειλία, το έγκλημα, την τιμωρία, τη λύτρωση… Ας πάρουμε για παράδειγμα το Κουρδιστό πορτοκάλι και το Πόλεμος και Ειρήνη: από πολλές απόψεις αυτά τα δύο μυθιστορήματα δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο, αλλά βαθιά μέσα τους υπάρχει κάτι κοινό: αποτελούν βαθυστόχαστoυς διαλογισμούς για την ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό δεν πιστεύω ότι ένα βιβλίο πρέπει να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά ένα σπουδαίο βιβλίο θα έχει να κάνει με κάτι θεμελιώδες. Διαφορετικά, είναι καταδικασμένο να πεθάνει μόλις ο αναγνώστης το τοποθετήσει πίσω στο ράφι.
Κάποιος στέλνει το ανέκδοτο χειρόγραφό του σε έναν εκδότη για να το διαβάσει. Ο εκδότης από τις πρώτες σελίδες γοητεύεται. Τι είναι αυτό που τον συναρπάζει;
Αυτή η βιομηχανία (έτσι αποκαλούν την έκδοση των βιβλίων τη σήμερον ημέρα) είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενική, και πάρα πολύ συχνά το σκουπίδι ενός ανθρώπου μετατρέπεται σε θησαυρό κάποιου άλλου. Εκατοντάδες από τα βιβλία που τώρα θεωρούνται δημοφιλή απορρίφθηκαν αρχικά από αναρίθμητους ατζέντηδες και εκδότες, πριν γίνουν αποδεκτά από αυτούς που θα τα μετέτρεπαν σε μεγάλη επιτυχία. Το γραπτό μου απορρίφθηκε από πολλούς Αμερικάνους ατζέντηδες, γιατί θεωρούσαν ότι δεν θα ήταν εμπορικά βιώσιμο. Τελικά πουλήθηκε σε πάνω από σαράντα χώρες.
Ο Ρίτσαρντ γράφει μια ιστορία που περιέχει και αληθοφανή στοιχεία από τη ζωή του. Μπορούμε να γράφουμε πραγματικά γεγονότα της ζωής μας και αυτά ν’ αποτελούν ένα μυθιστόρημα;
Βεβαίως και μπορούμε. Η λογοτεχνία είναι σαν μία μάχη στην οποία δεν υπάρχουν κανόνες, κι έτσι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις – με το εκάστοτε ρίσκο, εννοείται. Πολλοί διάσημοι χαρακτήρες, όπως ο Τομ Σόγιερ ή ο Ευγένιος Γκαντ, είναι οι ίδιοι οι συγγραφείς. Ταυτόχρονα, για κάποιους συγγραφείς τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας γίνονται τόσο θαμπά, που δεν μπορείς να καταλάβεις ποια είναι τα πραγματικά γεγονότα και ποια είναι αποκυήματα της φαντασίας τους – χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Καρλ Μάι, που κατέληξε να γίνει ένας από τους ίδιους τους χαρακτήρες του, ο Ολντ Σάτερχαντ.
Εγώ πάντα ονειρευόμουν να γίνω συγγραφέας – όχι να γίνω διάσημος, πλούσιος ή να με αναγνωρίζουν όταν περπατώ στον δρόμο. Δεν «κλέβω». Γράφω ακριβώς ό,τι νιώθω και αποτυπώνω στο χαρτί ό,τι βλέπει η φαντασία μου. Δεν είναι σκοπός μου να γίνω μέρος ενός μηχανισμού που παράγει fast food για τους αναγνώστες.
Ο Ρίτσαρντ, η Λόρα και ο καθηγητής Τζόζεφ. Ένα τρίγωνο με επαφές που φέρνουν αναπάντητα ερωτήματα. Γιατί είναι από την αρχή προβληματική η σχέση τους;
Πιστεύω ότι κάθε ανθρώπινη σχέση –μεταξύ γονέων και παιδιών, αδερφών, εραστών, συναδέλφων, εννοώ κάθε είδους διάδραση μεταξύ ατόμων ή μίας ομάδας ατόμων– είναι προβληματική από τη φύση της, γιατί ένας άνθρωπος δεν λειτουργεί μόνος του αλλά λειτουργεί πολύπλοκα και μαζικά, όπως λέει και η Βιρτζίνια Γουλφ. Υπάρχουν δύο διαφορετικές χημικές ουσίες που ενώνονται και μετατρέπονται στο τέλος σε μια χημική αντίδραση που μπορεί να έχει και καταστροφικές συνέπειες υπό ορισμένες συνθήκες. Πάρτε για παράδειγμα τους Μπόνι και Κλάιντ: πριν συναντηθούν, η πρώτη ήταν μία απλή σερβιτόρα στο Ντάλας και ο δεύτερος ένας ασήμαντος κλέφτης. Μαζί όμως αποτέλεσαν ένα δίδυμο-δυναμίτη. Αυτό συμβαίνει διότι, όταν αλληλεπιδρούμε με άλλους ανθρώπους, δεν συμπεριφερόμαστε όπως πραγματικά είμαστε αλλά όπως οι άλλοι περιμένουν από μας, για να γίνουμε αποδεκτοί στην κοινωνία. Ο Γιουνγκ αυτό το κοινωνικό πρόσωπο το όρισε ως persona.
Στο μυθιστόρημά σας υπάρχει μια ιστορία και μέσα από αυτή ψάχνουμε τις σχέσεις με την πραγματικότητα. Γιατί ο εκδότης, από ενθουσιώδης που είναι στην αρχή, γίνεται τόσο διστακτικός;
Προφανώς, επειδή συνειδητοποιεί ότι στο τέλος η φαντασία υπερνικά την πραγματικότητα. Η ιστορία του Ρίτσαρντ Φλιν, η υποκειμενική οπτική του για το τι συνέβη τότε, έχει πια χαραχθεί. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν γνωρίζουμε την αλήθεια για το τι συνέβη εκείνη τη νύχτα στο σπίτι του καθηγητή, εκτός από το γεγονός ότι σκοτώθηκε. Σε αντίθεση με τη μυθοπλασία, η πραγματικότητα είναι σαν το ελβετικό τυρί, τις τρύπες του οποίου πρέπει να γεμίσουμε χρησιμοποιώντας τη φαντασία μας.
Ο φόνος του καθηγητή Τζόζεφ Βίντερ και η διαλεύκανσή του είναι μια υπόθεση που, δυστυχώς, έμεινε στο συρτάρι της αστυνομίας. Για ποιον λόγο, άραγε, δεν βρέθηκαν οι δράστες;
Στο τέλος, ο αναγνώστης ανακαλύπτει ποιος σκότωσε τον καθηγητή και πώς. Αυτό που δεν ξέρουμε με σιγουριά είναι το γιατί. Γι’ αυτό λέω ότι το βιβλίο μου δεν ασχολείται τόσο με το ποιος, αλλά περισσότερο με το γιατί. Από την ιστορία του Άβελ και του Κάιν ο φόνος –δηλαδή οι συνθήκες κάτω από τις οποίες κάποιος είναι ικανός να σκοτώσει τον συνάνθρωπό του– απέκτησε τεράστια σημασία για τους φιλόσοφους, τους ψυχολόγους, τους εγκληματολόγους και, φυσικά, τους συγγραφείς. Από τότε το έγκλημα κατέχει εξέχουσα σημασία λόγω του μη αναστρέψιμου χαρακτήρα του – όταν σκοτώσεις κάποιον, δεν υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις για να το διορθώσεις. Ο φόβος μας για τον φόνο είναι μια από τις βαθύτερες εκφράσεις του μεγάλύτερου φόβου μας, του φόβου για τον θάνατο.
Μπορεί η αστυνομία να προλάβει να διερευνήσει με επιτυχία τα τόσα περιστατικά που συμβαίνουν καθημερινά στον κόσμο μας;
Προφανώς, όχι. Για το περίπου 20% των φόνων οι δράστες παραμένουν άγνωστοι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ιντερπόλ. Αλλά υπάρχει τεράστια διαφορά στον τρόπο που δουλεύει η αστυνομία στην πραγματικότητα από τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Γι’ αυτό και οι αστυνομικοί που γνωρίζω δεν διαβάζουν τέτοια βιβλία.
Στο μυθιστόρημά σας υπάρχουν πολλές ανατροπές. Είναι αυτό το στοιχείο απαραίτητο, ώστε ένα μυθιστόρημα να πετύχει και να γίνει γνωστό;
Δεν έχω ιδέα. Ρωτήστε τον James Patterson και τον Jo Nesbo, που είναι πραγματικά διάσημοι σε όλο τον κόσμο. Εγώ πάντα ονειρευόμουν να γίνω συγγραφέας – όχι να γίνω διάσημος, πλούσιος ή να με αναγνωρίζουν όταν περπατώ στον δρόμο. Δεν «κλέβω». Γράφω ακριβώς ό,τι νιώθω και αποτυπώνω στο χαρτί ό,τι βλέπει η φαντασία μου. Δεν είναι σκοπός μου να γίνω μέρος ενός μηχανισμού που παράγει fast food για τους αναγνώστες.
Το ψέμα είναι βασικό μέρος του φυσικού ανοσοποιητικού μας συστήματος. Οι εγκέφαλοί μας δεν είναι σχεδιασμένοι για να κάνουν διάκριση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Γι’ αυτό είναι δυνατόν να γελάσουμε ή να κλάψουμε κατά τη διάρκεια μιας ταινίας ή διαβάζοντας ένα βιβλίο, ακόμα κι αν γνωρίζουμε ότι αυτό που βλέπουμε ή διαβάζουμε δεν είναι αλήθεια.
Μέσα από τη μορφή του καθηγητή Βίντερ, μας δίνετε και μια εικόνα των σωφρονιστικών καταστημάτων. Οι μέθοδοί τους που αναφέρετε στο βιβλίο έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα;
Ναι, δυστυχώς έχουν. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ειδικά κατά τη δεκαετία του ’50 και του ’60, διεξάγονταν ψυχολογικά πειράματα στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, τα οποία είναι ακόμα πιο σκληρά από αυτά που περιγράφω στο βιβλίο μου. Αυτά είναι πολύ γνωστά σήμερα, καθώς το απόρρητο άρθηκε τη δεκαετία του ’90. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι φάκελοι ελέγχθηκαν σε μεγάλο βαθμό πριν δοθούν στη δημοσιότητα.
Πολλές φορές οι ήρωές σας φαίνεται σαν να κρύβονται και να προτιμούν να λένε ψέματα. Μήπως η αλήθεια μπορεί να δημιουργήσει απροσδόκητες καταστάσεις;
Το ψέμα είναι βασικό μέρος του φυσικού ανοσοποιητικού μας συστήματος. Οι εγκέφαλοί μας δεν είναι σχεδιασμένοι για να κάνουν διάκριση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Γι’ αυτό είναι δυνατόν να γελάσουμε ή να κλάψουμε κατά τη διάρκεια μιας ταινίας ή διαβάζοντας ένα βιβλίο, ακόμα κι αν γνωρίζουμε ότι αυτό που βλέπουμε ή διαβάζουμε δεν είναι αλήθεια. Αλλά κάποιες φορές δεν έχει να κάνει με το να λες ψέματα. Μπορεί όντως να ξεχάσουμε τι συνέβη σε κάποιο χρονικό σημείο, αλλά η φαντασία μας μεταμορφώνει αυτό το γεγονός σε κάτι άλλο, στη δικιά μας διαφορετική πραγματικότητα. Δεν είμαστε ακριβώς ψεύτες, απλώς τα μυαλά μας είναι ικανά να ερμηνεύσουν ξανά την πραγματικότητα ή ακόμα και να επανεγγράψουν ένα συγκεκριμένο γεγονός.
Μου άρεσε που καταγράψατε την εμπειρία που είχατε με την έκδοση του βιβλίου σας. Πώς νιώθετε τώρα που το μυθιστόρημα μεταφράζεται σε τόσες γλώσσες;
Φυσικά και νιώθω όμορφα, αλλά είμαι και σκεπτικός ταυτόχρονα. Όπως σας είπα, δεν θέλω να γίνω ένα βιομηχανικό προϊόν, το οποίο πωλείται σαν ένα σαπούνι ή ένα χάμπουργκερ σε ένα μέρος που λέγεται βιβλιοπωλείο. Αν αυτό συνέβαινε, θα έχανα τον θεμελιώδη σκοπό της συγγραφής μου, που είναι να έχω μία τίμια σχέση με τους αναγνώστες μου αλλά και με τον εαυτό μου.
Έχετε επισκεφθεί την Ελλάδα;
Τι ερώτηση! Φυσικά και έχω έρθει στην Ελλάδα πολλές φορές τα τελευταία τριάντα χρόνια. Περνούσα τα καλοκαίρια μου στη χώρα σας από την εφηβεία μου. Το 2008 ανακάλυψα τις Σποράδες και ειδικά τη Σκόπελο, που είναι ένα από τα αγαπημένα μου μέρη στον πλανήτη γη. Τα τελευταία χρόνια βρίσκομαι εκεί κάθε καλοκαίρι.
Τι θα θέλατε να προτείνετε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που λάβατε υπ’ όψιν σας και το δικό μου βιβλίο. Υπάρχουν τόσο πολλά βιβλία σήμερα, αλλά τόσο λίγος χρόνος. Δεν ξέρω αν έχω ταλέντο, δεν ξέρω αν έχω κάτι σημαντικό να σας πω, δεν ξέρω αν οι ιστορίες μου είναι ενδιαφέρουσες, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν σας είπα ψέματα και δεν προσπάθησα να σας χειραγωγήσω, προσποιούμενος ότι ξέρω κάτι το οποίο δεν ξέρω ή ότι είμαι κάτι το οποίο δεν είμαι.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Θοδωρής Ιντζέμπελης
Το βιβλίο των κατόπτρων
E.O. Chirovici
μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης
Εκδόσεις Πατάκη
342 σελ.
ISBN 978-960-16-7564-0
Τιμή €15,50
πηγή : diastixo.gr