Ε. Ν. Τσιγαρίδας: «Θεοφάνης ο Κρης» κριτική του Απόστολου Σπυράκη
«Πώς να αφήσω την ιστορίαν του πανιέρου τούτου ναού αύτη επειδή είναι μεγαλοφυούς χειρός έργον, του Θεοφάνους εκείνου, του χρηματίσαντος μαθητού του πολυθρυλλήτου εκείνου Πανσελήνου αφήνω εις την ημετέραν διάκρισην να στοχασθήτε το μεγαλείον και το αρχαίον αξίωμα όπου έχει·ας κυρήττη και σιωπώσα το κάλος της και τα προνόμιά της» αναφέρει μια επιγραφή σε προσκυνητάριο της μονής της Μεγίστης Λαύρας, που αποδίδεται στον μοναχό Σάββα (1780), εγκωμιάζοντας την υψηλή ποιότητα και την ομορφιά της ζωγραφικής του Κρητικού ζωγράφου.
Στο έργο του Θεοφάνη μπορεί να δει κανείς σημάδια μιας ώριμης και εμπνευσμένης τέχνης, εμπλουτισμένης με καινούρια θεματολογία, που είναι καρπός πολύχρονης ενασχόλησης και μελέτης της βυζαντινής παράδοσης.
Ο Θεοφάνης Στρελίτζας-Μπαθάς γεννήθηκε κάποια χρονιά της τελευταίας εικοσαετίας του 15ου αιώνα. Καταγόταν από οικογένεια αγιογράφων της Πελοποννήσου που μετανάστευσε στην Κρήτη μετά την τουρκική εισβολή, παντρεύτηκε σε νεαρή σχετικά ηλικία, απέκτησε δυο γιους και μετά τον θάνατο της γυναίκας του εκάρη μοναχός. Την πρώτη μνεία της τέχνης του τη βρίσκουμε σε μια ανορθόγραφη επιγραφή της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά στα Μετέωρα, ενώ το 1535 τον συναντάμε στη Λαύρα να φιλοτεχνεί τον εσωτερικό χώρο του καθολικού της τρίκογχης, τρουλαίας βυζαντινής εκκλησίας που έχτισε ο ιδρυτής της μονής Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης στα 1004. Η δουλειά του Θεοφάνη στη μονή της Μεγίστης Λαύρας, το αρχαιότερο και μεγαλύτερο μοναστήρι, χαρακτηρίζεται από τους μελετητές έργο τεραστίων διαστάσεων και δείχνει την καταξίωσή του ως άριστου καλλιτέχνη. Στη Λαύρα ο Θεοφάνης θα αποκτήσει γι’ αυτόν και τα παιδιά του τρία αδερφάτα, δικαιώματα δηλαδή συντήρησης και διαμονής στο μοναστήρι, και στα 1543 θα μετακομίσει στις Καρυές, το διοικητικό και πνευματικό κέντρο του Όρους, όπου θα του παραχωρηθούν περιβόλια και ένα κελί με την ονομασία «Πύργος». Όσο διαμένει στις Καρυές θα αναλάβει τη διακόσμηση του καθολικού και της τράπεζας στη μονή Σταυρονικήτα και την αγιογράφηση του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στη μονή Παντοκράτορος, από το οποίο δεν σώζεται τίποτα εκτός από σπαράγματα που βρίσκονται στο μουσείο Hermitage της Πετρούπολης. Μαζί με τον γιο του Συμεών θα αγιογραφήσουν τον εξωτερικό τοίχο του καθολικού της μονής Κουτλουμουσίου, ενώ παράλληλα θα ζωγραφίσει μια σειρά από φορητές εικόνες που βρίσκονται διάσπαρτες σε μοναστήρια του Όρους και των Μετεώρων. Στα 1559 θα μεταβεί πίσω στην πατρίδα του τον Χάνδακα (Ηράκλειο), παίρνοντας μαζί του έναν σημαντικό αριθμό μετρητών και πολύτιμων αντικείμενων που έχει συγκεντρώσει όλα αυτά τα χρόνια, θα κάνει τη διαθήκη του (τεσταμέντο) στις 24 Φεβρουαρίου του 1559 στον κυρ Μανουήλ Ζάμορο, γνωστό συμβολαιογράφο της πόλης, και την ίδια μέρα θα αποβιώσει.
Η μελέτη πάνω στη ζωή και κυρίως στο έργο του μεγάλου αγιογράφου είναι έργο ζωής για τον καθηγητή Ε. Ν. Τσιγαρίδα, που έχει διατελέσει Έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων επί μακρόν στο Άγιον Όρος, ασχολήθηκε για πολλά χρόνια με τη συντήρηση και την ανάδειξη του μνημειακού πλούτου της βόρειας Ελλάδας, ενώ έχει οργανώσει τη συντήρηση πολυάριθμων φορητών εικόνων, κωδίκων, χειρογράφων και τοιχογραφιών σε μονές, ναούς και αρχοντικά. Σ’ αυτόν τον τόμο μάς δίνει μια πληρέστατη και εξαιρετικά καλαίσθητη παρουσίαση των έργων του Θεοφάνη του Κρητός, μαζί με λεπτομέρειες που βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει την αξία τόσο των τοιχογραφιών όσο και των φορητών εικόνων, που αποτελούν μερικά από τα καλύτερα δείγματα της βυζαντινής αγιογραφικής παράδοσης.
Στο έργο του Θεοφάνη, σύμφωνα με τους ειδικούς, μπορεί να δει κανείς σημάδια μιας ώριμης και εμπνευσμένης τέχνης, εμπλουτισμένης με καινούρια θεματολογία, που είναι καρπός πολύχρονης ενασχόλησης και μελέτης της βυζαντινής παράδοσης όπως αυτή αποτυπώθηκε τα χρόνια των Παλαιολόγων στις εκκλησιές του Πρωτάτου, του Βατοπεδίου, του Χιλανδαρίου και άλλων μοναστηριών. Ταυτόχρονα, εξαιτίας της κρητικής καταγωγής και παιδείας του, ήταν σε θέση να αφομοιώσει επιρροές Δυτικών καλλιτεχνών της Αναγέννησης, όπως ο Ραφαήλ, του οποίου ο απόηχος έφτανε μέχρι τη βενετοκρατούμενη Κρήτη, επιρροές που ενσωμάτωσε στην εργασία του με σχετική άνεση. Μετά από μια περίοδο αναζήτησης, κατάφερε να εισάγει μια σειρά από καινοτομίες και τεχνικές οι οποίες τον διαφοροποιούν ριζικά από τη λεγόμενη σχολή της βορειοδυτικής Ελλάδας που έχει σαν κέντρο τα Ιωάννινα, ενώ κατάφερε με τη σταθερή προσήλωσή του στις αρχές και το ύφος της βυζαντινής ζωγραφικής να αποτελέσει πρότυπο για τους μεταγενέστερους καλλιτέχνες της ορθόδοξης ανατολικής εκκλησίας και των Βαλκανίων.
Σε μια εποχή σκοτεινή για τον ελληνισμό, μετά την κατάρρευση της Κωνσταντινούπολης, οι πιο προικισμένοι ζωγράφοι της βυζαντινής παράδοσης, σαν τον Θεοφάνη, κατάφεραν να συνεχίσουν την καλλιτεχνική εξέλιξη στον ελλαδικό χώρο αναζητώντας άλλες εστίες πνευματικής δραστηριότητας, όπως ο Μυστράς, τα Μετέωρα, η Κρήτη και πάνω απ’ όλα το Άγιον Όρος. Μελέτες σαν αυτή του συγγραφέα ρίχνουν το λαμπρό τους φως σ’ αυτές τις περιόδους, φέρνοντας σε γνωριμία τον αναγνώστη με τα πολύτιμα στοιχεία του ένδοξου βυζαντινού πολιτισμού μας, που αιώνες τώρα περιμένουν υπομονετικά την αξιοποίηση και την ανάδειξή τους.
Θεοφάνης ο Κρης
Κορυφαίος ζωγράφος του 16ου αιώνα
Ε. Ν. Τσιγαρίδας
Κυριακίδη
288 σελ.
ISBN 978-960-599-089-3
Τιμή: €59,50
Πηγή : diastixo.gr