Δώρα Μέντη: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

2018-11-29 19:26

Δώρα Μέντη: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Η Δώρα Μέντη γεννήθηκε στα Κύθηρα το 1966. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όπου και ανακηρύχθηκε διδάκτορας (1991). Εργάστηκε για πολλά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Στο βασικό συγγραφικό της έργο συγκαταλέγονται τα βιβλία: Μεταπολεμική πολιτική ποίηση (Εκδόσεις Κέδρος, 1995), Ο προσωπικός μύθος (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004), Πρόσωπα και προσωπεία (Εκδόσεις Gutenberg, 2007). Πρόσφατα, επιμελήθηκε τις ποιητικές ανθολογίες Και με τον ήχον των για μια στιγμή επιστρέφουν (Εκδόσεις Gutenberg, 2016) και Το γλωσσάριο των ανθέων (Εκδόσεις Πικραμένος, 2018). Η συνέντευξη δόθηκε με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο, Η Αθήνα από τον 19ο στον 20ό αιώνα, που κυκλοφόρησε φέτος από τις Εκδόσεις Gutenberg.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Η Αθήνα από τον 19ο στον 20ό αιώνα;

Η αρχική ιδέα συνδέεται ασφαλώς με την παλαιότερη θεματική ανθολογία μου Η Αθήνα από τον 19ο στον 21ο αιώνα (Εκδόσεις Πατάκη, 2009). Tο νέο μου βιβλίο αποτελεί καρπό δεκάχρονης ερευνητικής εργασίας γύρω από τη λογοτεχνική μνήμη που διαθέτει η πόλη και συγκροτείται από οκτώ δοκίμια, τα περισσότερα από τα οποία έχουν ανακοινωθεί σε επιστημονικά συνέδρια. Μέσα από επιλεγμένα λογοτεχνικά κείμενα μελετώ διάφορα στάδια από τα οποία πέρασε η Αθήνα αρχικά ως τοπόσημο και στη συνέχεια ως πρωτεύουσα πόλη με ρυθμιστικό ρόλο στη ζωή των Νεοελλήνων. Το ενδιαφέρον είναι στραμμένο κυρίως στη μεταπολεμική περίοδο, εστιάζοντας στην ηλικία της διαμόρφωσης σε δεκαετίες κρίσιμων κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων, όπως του ’60 και του ’70.

Η σύγχρονη ιστορία της πόλης αρχίζει από τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Γιατί επιλέχθηκε ως πρωτεύουσα η Αθήνα;

Η επιλογή της Αθήνας ήταν απολύτως στοχευμένη, προκειμένου να αναδειχθούν οι αρχαίες ρίζες του ελληνικού πολιτισμού επάνω στις οποίες θα στηριζόταν η νεότερη Ελλάδα. Η έννοια της επιδιωκόμενης αυτής ιστορικής συνέχειας αποτελούσε όχι μόνο τον κεντρικό συμβολισμό για το νέο κράτος, αλλά και τη βασική κατεύθυνση για τη δημιουργία εθνικής συνείδησης, υπερβαίνοντας όμως τις διαδοχικές εποχές και την τοπική ιστορία της πόλης.

Ποια θα ήταν η εξέλιξή της, άραγε, αν δεν είχε γίνει πρωτεύουσα;

Υποθέτω ότι η Αθήνα θα είχε «ανακαλυφθεί» ευρύτερα ως προσκύνημα. Θα είλκυε επομένως το αρχαιολογικό και το αρχαιογνωστικό ενδιαφέρον περιηγητών από τη Δύση και την καθ’ ημάς Ανατολή. Εδώ ήταν οι ρίζες, άρα και η αναζήτηση ταυτότητας. Μπορεί να μην είχε κερδίσει την αίγλη και την προοπτική της ανάπτυξης, θα είχε κερδίσει όμως χρόνο περισυλλογής και αναδόμησης. Η Αθήνα ως πόλη σίγουρα θα επανέκαμπτε. Θα μπορούσε να βρεθεί όμως μια άλλη βάση για το εθνικό ιδεολόγημα και τα ποικίλα κοινωνικοπολιτικά παρελκόμενα μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια;

Κατά τον 19ο αιώνα, η Αθήνα αναδείχθηκε ως προσκύνημα των ομογενών. Για ποιο λόγο;

Οι λόγοι ήταν πρωτίστως συναισθηματικοί, ρομαντικοί και ουτοπικοί. Οι ομογενείς, Φαναριώτες και Έλληνες της διασποράς, επισκέπτονταν την Αθήνα γεμάτοι από εθνικό και αρχαιολατρικό πόθο να γνωρίσουν τις ρίζες τους και να δώσουν το παρών στο νέο ξεκίνημα του ελληνισμού. Οι πρώτοι έτρεφαν φιλοδοξίες ένταξης και προσφοράς που, αν και δημιούργησαν τριβές, δεν ακυρώνουν το πατριωτικό συναίσθημα. Πέρα από την εθνική συγκίνηση που προκαλούν οι αρχαιότητες της Αθήνας στους Έλληνες της διασποράς, αναγνωρίζουμε και τη βαθύτερη ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού, την έννοια της ταυτότητας σε συνδυασμό με την εθνική υπερηφάνεια, η οποία, βέβαια, συχνά καταβαραθρώνεται όταν προκύπτει η άμεση επαφή όχι με την ιδεατή, αλλά με την πραγματική Ελλάδα.

Πώς πήρε η Αθήνα τον τίτλο «κλεινόν άστυ»;

«Κλειναί Αθήναι» και «το κλεινόν άστυ των Αθηνών» αποτελούν μερικές από τις προσωνυμίες που αποδόθηκαν, προκειμένου να τονίσουν τόσο τις αρχαίες καταβολές όσο και την ένδοξη ιστορία της πόλης. Η προσωνυμία «κλεινόν άστυ» χρησιμοποιείται ευρύτερα ως κλισέ και η σημασία της ποικίλλει ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Η νεοελληνική χρήση της, εάν δεν παραπέμπει σε νοσταλγούς της παλιάς, και όχι τόσο της αρχαίας, εποχής, έχει περισσότερο ειρωνική σημασία και υποδηλώνει μια εξωτερική εντύπωση, έναν ευφημισμό που ελάχιστα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Η πρωτεύουσα από τον 19ο μέχρι τον 21ο αιώνα πέρασε διάφορα στάδια πυκνής ιστορικής δράσης και αδράνειας. Σε τι βοήθησαν αυτά τα στάδια στην ανάπτυξή της;

Βοήθησαν; Η σημερινή εικόνα του ιστορικού μας κέντρου δεν μας δίνει αυτή την εντύπωση. Πολλές φορές η πόλη έμεινε ανυπεράσπιστη εις τον ρου των γεγονότων, των τάσεων και των φάσεων της ζωής, έχασε τον οικιστικό της χαρακτήρα και απώλεσε την αισθητική της πρόσοψη. Πολλές παρεμβάσεις και ουσιαστική αδιαφορία γκρέμισαν ουσιαστικά την τοπική ιστορία, διέβρωσαν οργανικά την ταυτότητα.

Διέξοδος που θα μας φέρει σε επαφή με την πόλη που ζούμε αλλά δεν τη γνωρίζουμε πραγματικά ούτε την αισθανόμαστε δική μας, και συνάμα ο μόνος τρόπος για να υπερβούμε τη σημερινή ευτέλεια, που μακαρίζει την ατομική άγνοια και επαναπαύεται στη συλλογική αδράνεια.

Η Αθήνα και η υπόλοιπη χώρα, ενώ προωθούσε την τουριστική της εικόνα, κατεδάφιζε τα ιστορικά κέντρα των πόλεων. Δεν αποτελεί αντίφαση η χώρα να έχει τέτοιο πολιτικό ανορθολογικό σχεδιασμό;

Θεμελιακή αντίφαση, που έχει σχεδόν κυριαρχήσει σε όλες τις εκφάνσεις του νεοελληνικού μας βίου. Μας αφορά όλους, έχει σαφώς κοινωνικοπολιτική προέλευση και οφείλεται πρωτίστως σε έλλειμμα παιδείας, σε ανάδειξη ενός φαίνεσθαι επάνω σε μια κενή σύγχρονη παρουσία. Το πρόβλημα, άλλωστε, δεν θεραπεύτηκε όταν ήρθαν οι «καλύτερες μέρες» της ευημερίας και της ανάπτυξης. Η αλλοτρίωση απλώς προστέθηκε στις εγγενείς αντιφάσεις μας και έβλαψε εξίσου την εικόνα της πόλης. Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, προ και κατά τη διάρκεια της περιβαλλοντικής, οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης, έγιναν θετικές σκέψεις και αξιόλογα βήματα, η προβληματική εικόνα παραμένει. Μα η πόλη μάς στεγάζει όλους με αντοχή. Η Αθήνα στενάζει, αλλά αντέχει! Και επειδή τη ζω καθημερινά, δύσκολα μπορώ να φανταστώ άλλη πόλη στην Ελλάδα ή στον κόσμο που θα άντεχε περισσότερο μια παρακμιακή διαδρομή χωρίς να βλέπει την προοπτική εξόδου από το τούνελ.

Τα οκτώ δοκίμια του βιβλίου έχουν άξονα τον χώρο και τη χρονικότητά του. Γι’ αυτό η μελέτη σας περιστρέφεται γύρω από την αναπαράσταση των όψεων της Αθήνας σε λογοτεχνικά κείμενα;

Η μελέτη μου είναι στραμμένη κατά κύριο λόγο σε λογοτεχνικά κείμενα που επέλεξα ως φορείς ιστορικής και ανθρωπολογικής μνήμης. Με ενδιαφέρουν κυρίως συγκεκριμένοι συγγραφείς και κείμενα που δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε το δίκτυο επικοινωνίας και λειτουργίας της πόλης από τον 19ο ως τον 20ό αιώνα, με έμφαση σε κρίσιμες μεταβατικές εποχές και δεκαετίες διαμόρφωσης του νεοελληνικού βίου. Η επιλογή των ποιητικών και των πεζογραφικών κειμένων βασίζεται επίσης στα κριτήρια της λογοτεχνικής αξίας και της αντιπροσωπευτικότητας που έχουν αυτά για τη ζωή και το έργο κάθε συγγραφέα.

Σε ένα κεφάλαιο αναφέρεστε στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Αλήθεια, πώς έβλεπε μέσα από τη γραφή την Αθήνα ο Σκιαθίτης συγγραφέας;

Τα αθηναϊκά διηγήματα του Παπαδιαμάντη φέρνουν ουσιαστικά στο προσκήνιο την ελληνική αστική ηθογραφία. Οι ήρωές του, ταπεινοί και καταφρονεμένοι οι περισσότεροι, ελάχιστα διαφέρουν από τους Σκιαθίτες συμπατριώτες του. Ο χώρος της κοινωνικής παρατήρησης είναι σε καθημερινή βάση ο κλειστός πυρήνας των λαϊκών συνοικιών. Η προσοχή του κατά κύριο λόγο έλκεται από τα δρώμενα που εκτυλίσσονται στους δρομίσκους της Πλάκας και του Θησείου, επικεντρώνεται στην ενδοχώρα του Ψυρρή, στη Βλασσαρού και το Γεράνι, με κεντρικότερα σημεία αναφοράς την περιοχή της Καπνικαρέας και τις παρόδους κοντά στην οδό Ερμού και την οδό Μητροπόλεως, απολήγοντας σε πιο απόκεντρα μέρη, στη Δεξαμενή και στις νοτιοδυτικές εσχατιές της πόλης. Πρωταγωνιστεί η Αθήνα που προλαβαίνει να δει και να γνωρίσει μετά το πέρας της επαγγελματικής του απασχόλησης, όταν το δειλινό τρέχει για να προλάβει λίγο φυσικό τοπίο.

Ο Κωστής Παλαμάς, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, η Μέλπω Αξιώτη και ο Ανδρέας Φραγκιάς έχουν απεικονίσει με τα κείμενά τους την εποχή τους. Αυτά τα κείμενα, πέρα από την περιγραφή, δεν περιέχουν και στοιχεία της κοινωνικής και πολιτικής τους προσέγγισης στην κοινωνία;

Αναφέρεστε σε λογοτέχνες, κείμενα των οποίων έχω επιλέξει στην αθηναιογραφική προσέγγιση του βιβλίου μου. Ξεχωριστή είναι η περίπτωση του Παλαμά, στο ποιητικό, δοκιμιογραφικό και δημοσιογραφικό έργο του οποίου αποτυπώνεται όχι μόνο το κοινωνικοπολιτικό μα και το διαχρονικά ιστορικό διάγραμμα της πόλης, το υψηλό μαζί με τις έκδηλες αντιφάσεις του. Από τη μια μεριά ο Παλαμάς αναδεικνύει την ιδεατή πόλη ως σύμβολο του αναγεννημένου νεοελληνικού πολιτισμού, «η Αθήνα ζαφειρόπετρα, της γης το δακτυλίδι», και από την άλλη την αποδίδει στις πραγματικές της διαστάσεις, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή μετάβασης από τα τέλη του 19ου ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι άλλες λογοτεχνικές εκδοχές που αναφέρετε αποτυπώνουν στοχευμένα μια ιστορική περίσταση της πόλης, τα Δεκεμβριανά: σε ποιητικά και αυτοβιογραφικά του κείμενα ο Βρεττάκος, σε πεζογραφικά και χρονογραφικά της κείμενα η Αξιώτη. Η αριστερή οπτική γωνία των δύο συγγραφέων διασταυρώνεται μάλιστα με τα επόμενα μελετήματα, το πρώτο, το οποίο δείχνει τη συνολική απήχηση που είχαν τα γεγονότα του Δεκέμβρη του ’44 στη νεοελληνική ποίηση, και το δεύτερο, το οποίο εξετάζει τις δυσκολίες που συνάντησαν οι επιζώντες με την επιστροφή τους στην πόλη κατά τη δεκαετία του ’50, όπως προκύπτει από το πεζογραφικό έργο του Φραγκιά και του Αλέξανδρου Κοτζιά.

Η Αθήνα λειτούργησε και ως πεδίο συγκρότησης κοινωνικών ταυτοτήτων, πεδίο εκδίπλωσης ιδεολογιών και πρακτικών εξουσίας και αντίστασης. Τι «οφέλη» προήλθαν από αυτή την εξέλιξη;

Αυτός είναι ο κλήρος της πρωτεύουσας πόλης, αλλά και το εγγενές πρόβλημα του μικροαστκού μας βίου: η υδροκέφαλη Αθήνα που λειτουργεί μονοδιάστατα ως κέντρο λήψης αποφάσεων και κάλυψης αναγκών. Σειρήνα που εκμαυλίζει επί σειρά ετών με τα τραγούδια της, τρέφει και τρέφεται από τις σάρκες του εποικισμού της. Υπάρχουν οφέλη από τους πληθυσμούς και τα ήθη που διασταυρώνονται και χρωματίζουν τη, συχνά γκρίζα, εικόνα της; Ποια είναι τα όρια σε αυτή την εξέλιξη; Η απάντησή μου είναι καταφατική, πιστεύω ότι η πόλη ανήκει στην Ευρώπη, μπορεί ακόμα να απορροφήσει, να αφομοιώσει και να ισορροπήσει ανάμεσα στις ομάδες που την επιλέγουν για να ζήσουν, αν καταφέρει να περιορίσει την κοινωνική «αγανάκτηση» και διαγράψει οριστικά τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» που μας θυματοποιούν, ενώ μας γοητεύουν.

Η Αθήνα στενάζει, αλλά αντέχει! Και επειδή τη ζω καθημερινά, δύσκολα μπορώ να φανταστώ άλλη πόλη στην Ελλάδα ή στον κόσμο που θα άντεχε περισσότερο μια παρακμιακή διαδρομή χωρίς να βλέπει την προοπτική εξόδου από το τούνελ.

Οι σημερινοί Αθηναίοι ενδιαφέρονται να διαβάσουν βιβλία που αναφέρονται στην ιστορία της Αθήνας;

Ναι, διαφαίνεται έντονα η τάση να αναδειχθεί η τοπική ιστορία μέσα από βιβλία, λογοτεχνικούς και ιστορικούς περιπάτους σε επιλεγμένες διαδρομές της πόλης, μερικές από τις οποίες συγκεντρώνουν πλήθη από ετερόκλητο κοινό. Το ευχάριστο είναι ότι, επιφανειακά τουλάχιστον, υπάρχει ενδιαφέρον, δυσάρεστη όμως είναι η διαπίστωση ότι το κοινό έχει συνήθως μια προχωρημένη ηλικία και αρκετά συγκεχυμένες εντυπώσεις γύρω από τις δράσεις αυτές. Ευελπιστώ ότι θα διαμορφωθεί με τον καιρό μια περισσότερο ευοίωνη προοπτική, που θα είναι γέννημα ουσιαστικής ανάγκης για παιδεία και διά βίου μάθηση σε μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας. Πιστεύω ότι αυτή είναι η μοναδική διέξοδος από τον λαϊκισμό, την κενολογία και τη φαντασιοπληξία που ενδημικά μας κατατρύχει. Διέξοδος που θα μας φέρει σε επαφή με την πόλη που ζούμε αλλά δεν τη γνωρίζουμε πραγματικά ούτε την αισθανόμαστε δική μας, και συνάμα ο μόνος τρόπος για να υπερβούμε τη σημερινή ευτέλεια, που μακαρίζει την ατομική άγνοια και επαναπαύεται στη συλλογική αδράνεια.

Ποιο βιβλίο από αυτά που έχουν γραφεί για την Αθήνα θα προτείνατε να διαβάσουν οι αναγνώστες μας;

Το βιβλίο των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη, Αθήνα – Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία (Εστία, 2012).

 

Η Αθήνα από τον 19ο στον 20ό αιώνα
Η μνήμη της πόλης και η σύγχρονή της λογοτεχνική αναπαράσταση
Δώρα Μέντη
Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
202 σελ.
ISBN 978-960-01-1948-0
Τιμή €10,00
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr