Διονύσης Καρατζάς: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Διονύσης Καρατζάς γεννήθηκε το 1950 στην Πάτρα. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Ένωσης Δημιουργών Ελληνικού Τραγουδιού (Ε.Δ.Ε.Τ.). Υπήρξε βασικός συνεργάτης του πατρινού περιοδικού Υδρία από το 1973 έως το 1985 και ιδρυτικό μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής του Συμποσίου Ποίησης έως το 1985. Έχει δημοσιεύσει πολλές ποιητικές συλλογές. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά, και έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Ηλία Ανδριόπουλο, τον Γιώργο Ανδρέου και άλλους συνθέτες.
Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Στη ζωή μου μερικά πράγματα τα έκανα ανάποδα. Πρώτα τα αρνήθηκα και μετά τα λάτρεψα. Μέχρι τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, δεν ήθελα ούτε να ακούσω για γραφή και ανάγνωση. Και τα δύο τα θεωρούσα τιμωρία. Τα είχα συνδέσει με την αυστηρότητα των κανόνων που επέβαλλαν η οικογένεια και το κατηχητικό εκείνων των χρόνων. Ακόμη και για δώρο μού έπαιρναν θρησκευτικό βιβλίο. Καθυστερημένα διάβασα Ιούλιο Βερν και Πηνελόπη Δέλτα. Στην εφηβεία μου, μία από τις «επαναστάσεις» μου ήταν να διαβάσω Καζαντζάκη και άλλους «αιρετικούς» ή «απαγορευμένους» Έλληνες και ξένους, όπως Ρίτσο, Ελύτη, Βρεττάκο, Βάρναλη, Μαλαρμέ, Μποντλέρ κ.ά.
Ποιοι ποιητές σάς επηρέασαν;
Προχωρώντας προς το πανεπιστήμιο, γνώρισα τη μαγεία της δημοτικής ποίησης και πια, ως φοιτητής, μελέτησα τον Όμηρο, τους Προσωκρατικούς και τον Σολωμό. Από αυτούς έμαθα ότι τα πράγματα δεν έχουν αξία γι’ αυτό που φαίνεται ότι είναι, αλλά γι’ αυτό που τα κάνει να είναι. Με άλλα λόγια, έμαθα να αναζητώ αιτίες, δυνάμεις, εσωτερικές κινήσεις, αισθητικές αξίες, τον εαυτό μου ως μόριο του Σύμπαντος. Με τέτοια προοπτική βάθους ή ελευθερίας προσπάθησα να δοκιμαστώ στην ποίηση.
Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στη συγγραφή;
Άρχισα να γράφω σκέψεις και στίχους στην εφηβεία μου. Είχα ανάγκη να εκφράζω τις ανησυχίες και τους καημούς μου. Με βοηθούσε ψυχικά και συναισθηματικά η Πάτρα με τους δρόμους της, που οδηγούν στη θάλασσα, δηλαδή στο ταξίδι και στο όνειρο. Σιγά σιγά κατάλαβα ότι μπορώ να γράφω ποιήματα βαθαίνοντας στα βιώματά μου και αφαιρώντας κάθε περιττό, σε επίπεδο γλώσσας, που θα με εμπόδιζε να δημιουργώ εκπλήξεις στον ίδιο τον εαυτό μου. Έτσι, εκπαιδεύτηκα στην τεχνική του ποιητικού λόγου: αφαίρεση και πύκνωση, με στόχο την έκπληξη και την έκσταση. Το 1972, φοιτητής στην Αθήνα, στη Φιλοσοφική Σχολή, εξέδωσα την πρώτη ποιητική συλλογή μου, Ξημέρωμα στη γη. Είχαν προηγηθεί κάποιες δημοσιεύσεις ποιημάτων μου με διάφορα ψευδώνυμα, σε περιοδικά και εφημερίδες.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί η ποιητική συλλογή Ακοιμήτων;
Παλαιότερα, είχα διαβάσει για τη Μονή των Ακοιμήτων, η οποία ονομάστηκε έτσι γιατί οι μοναχοί προσεύχονταν νυχθημερόν. Έγραψα το ποίημα «Στον λόφο των Ακοιμήτων» και, όταν ολοκλήρωσα τη συλλογή, κράτησα για τίτλο τη γενική της ιδιότητας, όπως λέμε οι φιλόλογοι, «Ακοιμήτων», που εκφράζει τη διαρκή εγρήγορση, μήνυμα πάντα επίκαιρο, ιδίως σήμερα λόγω της κρίσης. Και η Μαρία Κοσσυφίδου με τις φωτογραφίες της, παίζοντας με τις σκιές, τόνισε το μήνυμα της αναζήτησης της αλήθειας και της ελευθερίας. Επέλεξα την πεζόμορφη δομή των ποιημάτων, γιατί ήθελα η ποιητική δύναμη και συγκίνηση να μην περιοριστεί στη λέξη ή στον στίχο.
Γράφετε «ό,τι ξεχνιέται ή φεύγει, ποτέ δεν χάνεται αν έχει αγαπηθεί». Πώς η αγάπη καταφέρνει να αντιστέκεται μέσα στη φθορά του χρόνου;
Κατ’ αρχάς, ο χρόνος ούτε παλιώνει, ούτε μας γερνάει. Παίζει μόνο, αλλάζοντας σχήματα και μορφές. Εμείς, αντίθετα, γερνάμε από τα λάθη μας κι από την άγνοιά μας, ή μας γερνάνε άνθρωποι ανιαροί και άχρηστα πράγματα. Αίσθηση φθοράς υπάρχει όπου υπάρχει έλλειμμα αγάπης και ελευθερίας. Η αγάπη είναι διάθεση και αλήθεια, δεν είναι πρόθεση και πόζα. Κατακτάται μέσα μας και αντανακλάται στον περίγυρό μας με συνείδηση ευθύνης. Η αγάπη είναι η ενοποιητική δύναμη της κοινωνίας και αποτελεί αξιακό μέτρο προόδου και δημοκρατίας. Με την αγάπη τίποτα δεν χάνεις, μόνο κερδίζεις…
Στο ποίημα «Ο πατέρας μου» γράφετε: «Ο πατέρας μου πέθανε όταν οι νεκροθάφτες απεργούσαν». Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα ή ανήκει στη σφαίρα του φανταστικού;
Πράγματι, όταν πέθανε ο πατέρας μου, οι νεκροθάφτες απεργούσαν. Θυμάμαι ότι πέθανε Σάββατο και, τελικά, τάφηκε την Τετάρτη. Η απεργία είχε λήξει τη Δευτέρα, αλλά στην ταφή τηρήθηκε σειρά προτεραιότητας. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, μου έδωσε την έμπνευση να γράψω στο ποίημα όσα ήξερα, και όπως ήθελα, για τον πατέρα μου.
Μετά την ποιητική συλλογή Ακοιμήτων (Μετρονόμος), εκδώσατε και την ποιητική συλλογή Έτσι κι αλλιώς (University Studio Press). Ποιες οι διαφορές μεταξύ τους;
Το Έτσι κι αλλιώς περιέχει όσα ποιήματα από τη συλλογή Πότε μίλα πότε φίλα (Μεταίχμιο, 2002) μελοποίησε ο συνθέτης Πέτρος Σατραζάνης και συνοδεύεται από το CD, είναι δηλαδή βιβλίο-CD. Στη συλλογή Ακοιμήτων, τα ποιήματά μου είναι πεζόμορφα και έχουν διαφορετική θεματική από τα παλαιότερα, Πότε μίλα πότε φίλα.
Στην εποχή μας με τα τόσα προβλήματα, μπορεί ακόμη η ποίηση να μας βοηθήσει να ανεβούμε λίγο ψηλότερα;
Η ζωή δεν είναι για τους άβουλους και τους βολεμένους, αλλά για τους νέους κάθε ηλικίας που κυνηγούν με πάθος το φως, αφήνοντας πίσω σκιές και φόβους. Απέναντι στη βαρβαρότητα του σύγχρονου πολιτισμού, τον οποίο εκμεταλλευτήκαμε για να ικανοποιήσουμε εγωισμούς και συμφέροντα, η τέχνη, και ειδικότερα η ποίηση, διαθέτουν την υγρασία της πνευματικότητας, που μπορεί να μαλακώνει τη σκληρότητα της μονομέρειας και να κινητοποιεί ευαισθησίες. Η ποίηση δεν ερμηνεύει, ούτε σχολιάζει. Αξιοποιεί τη μεταφορά, την εικόνα, τον συνειρμό και, με τον εσωτερικό ρυθμό της γλώσσας, αποκαλύπτει αλήθειες και συγκινεί.
Κατ’ αρχάς, ο χρόνος ούτε παλιώνει, ούτε μας γερνάει. Παίζει μόνο, αλλάζοντας σχήματα και μορφές. Εμείς, αντίθετα, γερνάμε από τα λάθη μας κι από την άγνοιά μας, ή μας γερνάνε άνθρωποι ανιαροί και άχρηστα πράγματα.
Διαβάζουν οι νέοι ποίηση;
Δεν διαθέτω στατιστικά στοιχεία για να συγκρίνω και να έχω αντικειμενική άποψη. Από τις επισκέψεις μου σε βιβλιοπωλεία και σε χώρους εκδηλώσεων, συμπεραίνω ότι υπάρχουν αρκετοί που ενδιαφέρονται για την ποίηση. Ίσως, και λόγω νεότητας. Ωστόσο, πιστεύω ότι πιο πολύ γράφουν στίχους και ποιήματα από ανάγκη έκφρασης και επικοινωνίας. Και αυτό είναι καλό, ανεξάρτητα από την αξία τους.
Πολλά από τα ποιήματά σας έχουν μελοποιηθεί από τους συνθέτες Μίκη Θεοδωράκη, Ηλία Ανδριόπουλο, Γιώργο Ανδρέου, Γιάννη Γερογιάννη… Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Η μελοποίηση ποιημάτων μου προέκυψε απρόσμενα και αβίαστα. Είναι μεγάλη τιμή για μένα η συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος αγάπησε την ποίησή μου και συνέθεσε τέσσερις κύκλους τραγουδιών με τα λόγια μου. Έμαθα κοντά του πολλά, από το πώς ακούει κάτω από τις λέξεις νοήματα και μουσική, μέχρι ότι η μελωδία απηχεί την αρμονία του Σύμπαντος. Ο Ηλίας Ανδριόπουλος και άλλοι συνθέτες άντλησαν υλικό από τις ποιητικές συλλογές μου. Ξεχωριστή ήταν η συνεργασία μου με τον Γιώργο Ανδρέου. Έγραψα στίχους για τραγούδια, προσπαθώντας να κρατήσω μέσα τους το ποιητικό μου ύφος και ήθος. Το ίδιο έκανα και με τον Γιάννη Γερογιάννη. Δεν ξέρω αν η ποίησή μου απόκτησε υπεραξία με τη μελοποίησή της. Ξέρω, όμως, ότι γνώρισα πολλούς σημαντικούς δημιουργούς και πολλές χαρές, που λειτούργησαν ως κίνητρα για να παιδεύω περισσότερο τη γραφή μου.
Χρησιμοποιείτε υπολογιστή; Ποια είναι η γνώμη σας για την τεχνολογία;
Την τεχνολογία, γενικά, τη θεωρώ ευλογία για όσους τη χρησιμοποιούν με λογισμό και σύνεση. Εγώ έχω συνηθίσει να γράφω, να σβήνω και να ξαναγράφω, αγγίζοντας το χαρτί. Αυτό με βοηθάει και στην οργάνωση του αρχείου μου σε φακέλους. Έτσι, μπορώ να ξεφυλλίζω, όποτε χρειαστώ κάτι, τις σελίδες και να κερδίζω μνήμες και συναισθήματα. Συνειδητά, λοιπόν, δεν έχω υπολογιστή.
Ποιους ποιητές θα μας προτείνατε να διαβάσουμε σήμερα;
Αποφεύγω να προτείνω συγκεκριμένους ποιητές. Προτείνω, ωστόσο, την αγάπη στον λόγο και στο όνειρο. Ό,τι και να διαβάζει κανείς, μέσα του θα βρει το λίγο ή το πολύ που θα τον συγκινήσει και θα του απελευθερώσει αισθήματα, συναισθήματα και σκέψεις. Δεν μου αρέσει ο ρόλος του καθοδηγητή.
Πριν από λίγα χρόνια, η ποίηση ή τα βιβλία εκδίδονταν μόνο σε έντυπη μορφή. Σήμερα που υπάρχει οικονομικό πρόβλημα, το Ίντερνετ δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μια διέξοδο ή μια κατάθεση ψυχής για τους στίχους των νέων που γράφουν ποίηση;
Θα συμφωνήσω ότι το Ίντερνετ αποτελεί διέξοδο για μια κατάθεση ψυχής για όσους γράφουν ποίηση. Φοβάμαι, όμως, ότι μέσα στον πληθωρισμό πληροφοριών, μηνυμάτων και εξομολογητικών κειμένων αμφίβολης ειλικρίνειας, που διακινούνται στο διαδίκτυο, χάνεται η μυστική προσωπική σχέση δημιουργού και αναγνώστη και αλλοιώνεται η ευαισθησία. Με το βιβλίο, με την έντυπη μορφή του, έχεις την αίσθηση ζωντανού σώματος, που το αγγίζεις, αναζητώντας σε κάθε σελίδα τα κρυφά του βάθη.
Η ποίηση δεν ερμηνεύει, ούτε σχολιάζει. Αξιοποιεί τη μεταφορά, την εικόνα, τον συνειρμό και, με τον εσωτερικό ρυθμό της γλώσσας, αποκαλύπτει αλήθειες και συγκινεί.
Ποια ποιητική συλλογή έχετε δίπλα στο μαξιλάρι σας;
Ποτέ δεν διαβάζω ξαπλωμένος στο κρεβάτι, και μάλιστα βράδυ. Είμαι πρωινός τύπος. Λατρεύω να ξυπνώ προλαβαίνοντας την αυγή. Είναι μαγική ώρα! Συχνά προσφεύγω σε κάποιο δημοτικό δίστιχο ή σε κάποιο ποίημα του Σεφέρη, του Ελύτη, της Δημουλά, του Καρούζου. Μου αρέσει, επίσης, να διαβάζω ποιητικές συλλογές νέων, που δοκιμάζουν τη γραφή και τις αγάπες τους. Και χαίρομαι που συναντώ δυνατούς στίχους και ολοκληρωμένα ποιήματα. Βέβαια, μόνιμος σύντροφος είναι το λεξικό της γλώσσας μας. Καίτοι φιλόλογος, αγαπώ να ανακαλύπτω νοηματικές αποχρώσεις των λέξεων.
Ένα αγαπημένο ποίημα;
Πολλά αγαπημένα ποιήματα έχω, ή πολλά ποιήματα ζηλεύω και θα ήθελα να είχα γράψει εγώ. Τα κρατάω σαν φυλαχτά, που με προστατεύουν από κάθε ανούσιο και ανιαρό. Επιτρέψτε μου να τα κρατήσω έτσι. Γιατί, αλλιώς, θα νιώσω ότι αδικώ αγάπες.
Ακοιμήτων
Διονύσης Καρατζάς
φωτογράφιση: Μαρία Κοσσυφίδου
Μετρονόμος
32 σελ.
ISBN 978-618-5010-50-8
Τιμή €7,42
πηγή : diastixo.gr