Διονύσης Χαριτόπουλος: «Έρωτες στη Μεταπολίτευση»
Δεν θα κουραστούμε να το λέμε, να το γράφουμε, να το επικοινωνούμε, να αναρωτιόμαστε το πώς ο συγκεκριμένος πεζογράφος με κάθε καινούργιο του έργο καταφέρνει να μας εκπλήσσει και να μας αναστατώνει θετικά, να επισημαίνουμε τις ψυχαγωγικές του στιγμές και τούτο, πάνω απ’ όλα, διότι κάθε είδους γραφή, κάθε είδους τεχνική, κάθε είδους αφήγηση που συναντάται στον Χαριτόπουλο είναι όχι απλώς ενδιαφέρουσα αλλά, πολύ περισσότερο, συναρπαστική. Και φυσικά δεν χρειάζεται ο Χαριτόπουλος εμβριθείς αναλύσεις (παρότι ο ίδιος ανατέμνει σε βαθμό χειρουργείου τα πολιτικοκοινωνικά, ιδεολογικά και επαγγελματικά πλαίσια της χρυσής εικοσαετίας 1970-1990, όχι μόνο για τη διαφήμιση, την οποία ο ίδιος υπηρέτησε, αλλά ολόκληρου του κράτους) για να απολαύσουμε το κείμενό του –το οποίο κατ’ ευφημισμό επιγράφεται ως μυθιστόρημα–, δεν χρειάζεται να μπούμε στον κόπο να ερμηνεύσουμε μια εποχή, η οποία ξεκινά από τη Χούντα και φτάνει μέχρι τα όρια της κατάρρευσης της χώρας, γιατί μπροστά μας ξανοίγεται μια προσωπική ιστορία, η οποία περιέχει βιώματα, ερεθίσματα, εμπειρίες, φαντασία, υπερβολή και προπαντός καθημερινότητα, έτοιμη –ας μου επιτραπεί η λέξη– να καταναλωθεί, να αφομοιωθεί, να σαρκάσει, να ειρωνευτεί, να αστειευτεί, να καταγγείλει, να περιγράψει, να αποκαλύψει, να συμβουλέψει, να διαρθρώσει, να κριτικάρει, να διαβαστεί. Έως του σημείου –αναγνωστικά, εννοώ– να προσλάβει κανείς τα όριά της σαν απολύτως αληθή, σαν εντελώς ρεαλιστικά, όχι αληθοφανή, απλώς ψιλομαγειρεμένα στην κουζίνα του συγγραφέα, απλώς πιο περιποιημένα απ’ τη σκληρή τους πρωτογενή ύπαρξη αλλά και την ηδονή, που αισθησιακές γυναίκες κυριολεκτικώς μπορούν να προσφέρουν, αλλά και από τα επεισόδια, που η συγκεκριμένη εργασία χαρίζει (συνήθως όχι χωρίς ανταλλάγματα) έτσι ώστε, είτε έτσι είτε αλλιώς, είτε ως άμεση λογοτεχνία, είτε ως λογοτεχνική μετατροπή, είτε ως τέχνη, είτε ως ντοκουμέντο, το βιβλίο του Χαριτόπουλου να κινείται ως κλεψύδρα, ως μοιρογνωμόνιο.
Η γραφή του Χαριτόπουλου είναι άμεση, καίρια, ευθύβολη, απλή, απέριττη, απαλλαγμένη από κάθε είδους γλωσσικά στολίδια, σχεδόν μονομερής. Κάτι που φυσικά έχει κατακτήσει χρόνια τώρα (πάνω από 40) που γράφει και δημοσιεύει, με την πέρα από κάθε αμφιβολία συμβολή του τεράστιου ταλέντου σε αυτόν τον τομέα, ταλέντο που στην πορεία έγινε εγχειρίδιο παράθεσης, έγινε ευφάνταστη μανιέρα αφήγησης, έγινε τρόπος εκφοράς πεπατημένης εκδοχής. Τι πραγματεύεται όμως ο πεζογράφος στους Έρωτες της Μεταπολίτευσης; Κατ’ αρχάς, ιστοριοποιεί σε τρίτο πρόσωπο, η ουσία όμως είναι πως συγγραφέας και αφηγητής ουσιαστικά ταυτίζονται, γιατί αυτό το τόσο εξόφθαλμο γεγονός αναδεικνύει ζητήματα πραγματικά, τα οποία υπέστησαν την κατάλληλη επεξεργασία, προκειμένου να λειτουργήσουν λογοτεχνικά. Ένας νεαρός, λοιπόν, ο οποίος δεν βολεύεται με καρέκλες –δημόσιες και ιδιωτικές–, που αναζητά στη ζωή του κάτι που να έχει σχέση με το γράψιμο, στο οποίο ο ίδιος βασανίζεται από δεκατριών χρονών, προσλαμβάνεται ως κειμενογράφος στη διαφήμιση. Στη συγκεκριμένη εμπειρία μετρά ακριβώς μια εικοσαετία, κατά τη διάρκεια της οποίας γνωρίζεται με αφεντικά, διευθυντές, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, φωτογράφους, μοντέλα και σκηνογράφους. Ο ίδιος άκρως πολιτικοποιημένο αλλά όχι κομματικοποιημένο άτομο, παρακολουθεί τα πολιτικά πράγματα με έντονο ενδιαφέρον, ενώ παράλληλα διατηρεί σχέσεις με διάφορες γυναίκες, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εντάσσονται σε αυτό το κύκλωμα, στο οποίο και διακινούνται τεράστια χρηματικά ποσά. Έρχεται σε επαφή με μεγαλοεμπόρους, βιομήχανους, εφοπλιστές, βιοτέχνες και με σχεδόν το σύνολο των επιχειρηματιών της περιόδου, με τους οποίους συνεργάζεται από κάποια στιγμή και μετά και ως ελεύθερος επαγγελματίας. Το τέλος της περιγραφής (καθαρά λογοτεχνικό) μας βάζει για μια ακόμη φορά στον αισθαντικό κόσμο του Χαριτόπουλου, ενώ ο ήρωας, αποφασίζοντας να αποχωρήσει από τη δουλειά, σχεδόν παροπλίζεται σε κάποιο εξοχικό, το οποίο είχε την πρόνοια να κατασκευάσει, δεν παύει όμως να γράφει και να εκδίδει, γιατί ουσιαστικά αυτή είναι η ιδιότητα με την οποία ο κόσμος θα ήθελε να τον αποκαλεί. Ο Χαριτόπουλος όχι μόνο πιάνει τον σφυγμό της Μεταπολίτευσης, όχι μόνο αναπλάθει τις ιδέες και τα συμπεράσματα που σαφώς εξάγει για την περίοδο, όχι μόνο είναι ένας γνήσιος παρατηρητής των τεκταινόμενων αλλά, πολύ πιο πάνω, μας δίδει στοιχεία που αγνοούμε, που μας τα διηγήθηκαν ή που τα προσλάβαμε μόνοι μας και είχαν αξία, είχαν σημασία, είχαν προοπτική.
Η γραφή του Χαριτόπουλου είναι άμεση, καίρια, ευθύβολη, απλή, απέριττη, απαλλαγμένη από κάθε είδους γλωσσικά στολίδια, σχεδόν μονομερής.
Ο Χαριτόπουλος, τηρουμένων των αναλογιών, των εποχών και των γλωσσικών προσαρμογών, συγγενεύει με εκείνους τους μοιραίους του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, οι οποίοι έγραφαν με όλη τους την έμπνευση, δημοσιεύοντας σε περιοδικά και εφημερίδες προς το ζην, κατέχοντας ολόκληρη την εικόνα των αποβλήτων της κοινωνίας, των κλοσάρ, των ζητιάνων, των άστεγων, των ανθρώπων που δυστυχώς δεν πρόκοψαν, με τα φούμα τους και τα τσιγαριλίκια, με τα τραγούδια τους, την περιπλάνησή τους στο λιμάνι του Πειραιά, τέλος με τη μεγάλη τους αφέλεια για το τι πραγματικά ζητά κάποιος στη διάρκεια του βίου του. Ο Χαριτόπουλος, όπου υπάρχει αλήτης, αλάνι, μάγκας, σκυλάς, όπου υπάρχει πορνεία δεκαπεντάχρονων κοριτσιών που σπρώχνονται από επιτήδειους νταβατζήδες στη δουλειά, όπου υπάρχει απόκληρος, θα στρέψει το βλέμμα του με μεγάλη προσήλωση και αγάπη, με μεγάλη συμπόνοια και οίκτο, προκειμένου να τον αναδείξει, να τον βγάλει από το τέλμα και να του δώσει κάποιο νόημα (όπως έκανε ο Χατζιδάκις με τον Βαμβακάρη και τους υπόλοιπους στην καταπληκτική εκδήλωση της εμφυλιακής Αθήνας προς τιμήν του ρεμπέτικου), να του πει πως δεν είναι μόνος, πως υπάρχουν άνθρωποι που τον σκέφτονται και τους συγκινεί η ιδιοσυγκρασία του, πως μπορεί να σταθεί ισότιμα με όλους, αφού όπως αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας οι έχοντες χρήματα, εξουσία, παλάτια, πολυτελή αυτοκίνητα είναι απείρως πιο λεκιασμένοι και λερωμένοι, είναι απείρως πιο βρόμικοι, και όλα όσα έχουν τα έκαναν με απατεωνιές. Ο Χαριτόπουλος είναι ο συγγραφέας των λούμπεν (και λούμπεν υπάρχουν ακόμη και στα αστικά στρώματα), αγαπά τις γυναίκες και ξέρει πώς να τους φερθεί, δεν λέει ονόματα αυτών με τις οποίες βγαίνει, δεν κάνει περιγραφές χθεσινών ερωτικών περιπτύξεων, δεν κάνει κουβέντα (όπως οι άντρες συνηθίζουν) για τις ερωτικές του περιπέτειες. Ακόμη και το σκηνικό των ερωτικών στιγμών γίνεται με τρόπο άκρως διακριτικό, άκρως υπαινικτικό, χωρίς την παρατηρούμενη υπερβολή, η οποία και θα μπορούσε να χαλάσει την προσωπική του ευγενή παρουσία στον συγκεκριμένο χρόνο. Ο Χαριτόπουλος είναι εντέλει το μάτι και το αυτί μιας κοινωνίας – και της υψηλής, αλλά κυρίως της εργατιάς του λιμανιού, εκεί όπου το έγκλημα είναι υπόθεση καθημερινή, όπου οι μάγκες κάνουν το κομμάτι τους, όπου οι πόρνες αναζητούν πελάτη, όπου οι εξαρτημένοι κάνουν χρήση (έστω και αν σήμερα δεν είμαστε στο ’60, αλλά στην εποχή της Cosco).
Έρωτες στη Μεταπολίτευση
Διονύσης Χαριτόπουλος
Τόπος
142 σελ.
ISBN 978-960-499-306-2
Τιμή €11,00
πηγή : diastixo.gr