Δημήτρης Σωτάκης: «Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο»
Ο Δημήτρης Σωτάκης είναι ένας πεζογράφος των άκρων, ένας συγγραφέας ο οποίος πάει τα θέματά του πέρα από τα όρια, φτάνοντας σε καταστάσεις που από μόνες τους πολλές φορές προκαλούν άσχημες αντιδράσεις (για αυτό τον λόγο και τα βιβλία του δεν ενδείκνυνται για αναγνώστες οι οποίοι νομίζουν πως η λογοτεχνία είναι μόνον αγάπες και έρωτες –θα το πω– και γλωσσικά γλυκίσματα). Έχοντας κατακτήσει αυτή τη μορφή παράθεσης των ιστοριών του, ο συγγραφέας είναι έτοιμος να περάσει στα έργα του οτιδήποτε το ανατριχιαστικό, το αποκρουστικό, το εμετικό πολλές φορές, παρ’ όλα αυτά για όσους γνωρίζουν, δεν είναι αφύσικο πώς η τόσο εξτρίμ ιστορίες περιέχουν ψήγματα ρεαλισμού μέσα στο αποτρόπαιο περιτύλιγμά τους. Η φαντασία, λοιπόν, η οποία ξεπερνά κάθε εμπόδιο και κάθε μέτρο, είναι το βασικό εργαλείο του με το οποίο φτάνει σε απίστευτα υψηλές λογοτεχνικές εικόνες, που συγγενεύουν ολοκληρωτικά με τρελές προσομοιώσεις, με ψυχοπαθολογικές παραμέτρους, ενίοτε με δραματικού και τραγικού χαρακτήρα στόχους, έτσι ώστε να μιλάμε για μαύρη τέχνη, για καταραμένους πρωταγωνιστές, για γκρίζες ζώνες, τέλος για τοπία που αφορούν ένα κοινό που είναι εθισμένο και στις παρανοϊκές απόψεις αλλά και στην πέρα απ’ τη λογική πεζογραφική κατάθεση. Η φαντασία, λοιπόν, είναι ο λόγος που ο Σωτάκης εκτροχιάζει το υλικό του, το οποίο όσο και αν φαίνεται ισορροπημένο, μοιάζει με το δίκιο του ψυχασθενή, ο οποίος μπορεί να πείσει τους πάντες για την αλήθεια του, πλην φυσικά του ειδικού γιατρού. Παρ’ όλα αυτά, στο υπό συζήτηση βιβλίο όλα κυλούν ομαλά, έχουμε δηλαδή μια φυσιολογική εξέλιξη του μύθου, μέχρι το σημείο της ανθρωποφαγίας –που και αυτό συναντάται στον «αναπτυγμένο» κόσμο μας– κάτι που σημαίνει πως ο συγγραφέας έριξε νερό στο κρασί του σε όλο το κείμενο, κρατώντας όμως για το τέλος την αποτρόπαια πράξη, την οποία και παραθέτει ευτυχώς χωρίς εκφραστικούς πλουραλισμούς. Άρα, και για να βγάλουμε το πρώτο συμπέρασμα, ο συγγραφέας Δημήτρης Σωτάκης γράφει έτσι όπως πολλοί συνάδελφοί του στην Αμερική, την Αγγλία και τη Σκανδιναβία –στην Ελλάδα δεν έχω εγώ προσωπικά γνώση έτερου δημιουργού τέτοιου αναρχικού επιπέδου–, παρουσιάζοντας στοιχεία από την πιο αρρωστημένη πλευρά του εγκεφάλου μας, αυτό όμως σίγουρα δεν μας εμποδίζει απ’ το να δούμε τη μέγιστη δυνατή επίδρασή της, το μέγιστο δυνατό αποτύπωμά της στην ψυχική μας διάθεση και στον πνευματικό μας κόσμο.
Η φαντασία, λοιπόν, είναι ο λόγος που ο Σωτάκης εκτροχιάζει το υλικό του, το οποίο όσο και αν φαίνεται ισορροπημένο, μοιάζει με το δίκιο του ψυχασθενή, ο οποίος μπορεί να πείσει τους πάντες για την αλήθεια του, πλην φυσικά του ειδικού γιατρού.
Τι είναι όμως το βιβλίο για το οποίο γίνεται λόγος; Θα πούμε λίγα πράγματα για να μη χαλάσουμε τη μαγεία του, αφήνοντας τον κόσμο να το απολαύσει μόνος του, ήδη τόσο από τον τίτλο όσο και από τις πρώτες σελίδες που φυλλομετρούμε μπαίνουμε στο θέμα, που θα εξελιχθεί πάντα κάτω από τη συγγραφική ιδιαιτερότητα, κάτω από την πεζογραφική ιδιομορφία. Ένας εργένης, οικονομικά ανεξάρτητος, ζει σε κάποια μικρή παραλιακή πόλη, έχοντας μια απίστευτα μεγάλη αγάπη για τη Ρουμανία και τους κατοίκους της, ανατρέχοντας σε οτιδήποτε έχει σχέση με αυτούς. Όταν ο αντιδήμαρχος τον πληροφορεί πως έφτασαν στην πόλη του δύο Ρουμάνοι, ένα ανδρόγυνο με τα δυο τους παιδιά, συγκλονίζεται και αρχίζει να τους παρακολουθεί διακριτικά. Στη συνέχεια, αφού αγοράζει δώρα, χτυπά το κουδούνι τους και εκείνοι τον υποδέχονται διστακτικά μεν, ως μάννα εξ ουρανού δε. Βρίσκει δουλειά στον άντρα, κάνει ερωμένη του τη γυναίκα, κερνά γλυκά και παγωτά στα παιδιά, γενικώς καταφέρνει να πάρει όλη την οικογένεια με το μέρος του κάνοντας εκδρομές και βόλτες, την ώρα που ο Ρουμάνος βρίσκεται στη δουλειά. Σε ταξίδι, μάλιστα, στη Ρουμανία πληρώνει αδρά ένα τεράστιο χρηματικό ποσό για να γλιτώσουν οι Ρουμάνοι ένα σπίτι από τα νύχια της εφορίας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα αποκαλύπτει τα πάντα στον Ρουμάνο, ο οποίος δεν έχει αντιληφθεί το παραμικρό και του 'ρχεται πράγματι εγκεφαλικός κόλπος. Στο τέλος, καθώς δεν μπορεί να σκεφτεί πως ο άντρας θα ζούσε σαν επαίτης, σε κάποιο χαμόσπιτο χωρίς γυναίκα, δουλειά και παιδιά, ανακοινώνει την απόφασή του. Έτσι πραγματοποιείται η απαίσια και κανιβαλιστική πράξη, η οποία και θα μείνει ατιμώρητη, αφού ποιος θα αναζητούσε έναν Ρουμάνο που έχασε σπίτι, γυναίκα και παιδιά.
Το βιβλίο Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο είναι ένα μυθιστόρημα υψηλής τέχνης, γλωσσικής ακεραιότητας, ατμοσφαιρικής έξαψης και υφολογικής προσαρμογής για γερά στομάχια, έτσι ώστε κάποιος που έχει παρακολουθήσει το μέχρι σήμερα έργο του Σωτάκη αδιαμαρτύρητα να βρει για μία ακόμη φορά τον αγαπημένο του δημιουργό.
Το βιβλίο Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο είναι ένα μυθιστόρημα υψηλής τέχνης, γλωσσικής ακεραιότητας, ατμοσφαιρικής έξαψης και υφολογικής προσαρμογής για γερά στομάχια, έτσι ώστε κάποιος που έχει παρακολουθήσει το μέχρι σήμερα έργο του Σωτάκη αδιαμαρτύρητα να βρει για μία ακόμη φορά τον αγαπημένο του δημιουργό, όχι τόσο υπερρεαλιστή στη συγκεκριμένη φάση, σίγουρα όμως πλήρη εικόνων, επεισοδίων και γεγονότων, που ακουμπούν στην πραγματικότητα, έστω και περιθωριακά, έστω και σε λεπτομέρειες οι οποίες όμως δεν λείπουν απ’ τη ζωή των σύγχρονων κοινωνιών.
Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο
Δημήτρης Σωτάκης
Κέδρος
232 σελ.
ISBN 978-960-04-4862-7
Τιμή: €12,20
πηγή : diastixo.gr