Δημήτρης Σκύλλας: «The Great Transition» στο Κέντρο Πολιτισμού – Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Με αφορμή την παγκόσμια πρεμιέρα της νέας του μουσικής σύνθεσης «The Great Transition», η οποία είναι βασισμένη στον πίνακα «Tοwards the Forest» του Έντβαρτ Μουνκ, ο Δημήτρης Σκύλλας μοιράζεται για πρώτη φορά βαθιά προσωπικές σκέψεις γύρω από τη σύλληψη και τη δημιουργία του νέου έργου.
Βουτιά μέσα Σου
Δεν είχα σκοπό να γράψω αυτό το έργο. Λέω την αλήθεια. Εδώ και μήνες σκεφτόμουν περήφανα πως το μεγαλύτερο έργο που θα έχω συνθέσει ως τώρα θα είναι και το πρώτο των τριάντα μου, τα προσχέδια τα ετοιμάζω εδώ και αρκετό καιρό. Νόμιζα ότι θα εισχωρήσω στη νέα μου δεκαετία, αυτήν μεταξύ νιάτων και ωριμότητας, με ήχο ενενήντα οργάνων. Πιο λαμπρά δε γίνεται. Και τελικά το όργανο είναι ένα, αυτό με το οποίο ξεκίνησα να βγάζω μουσική όταν ήμουν πέντε χρονών. Το έργο αυτό δεν ξεκίνησε συνειδητά. Βρισκόμουν σε διακοπές δίπλα απ’ το νερό της Βαρκελώνης. Ένα απόγευμα με φως μοβ έντονο, σαν τοπίο που μοιρολογούσε αλλά με ζεστασιά, και ενώ έβλεπες το τσιμέντο να δονείται από το πένθιμο χρώμα και τη νοσταλγία, τρεις νότες ήχησαν τόσο φωτεινά και εμβληματικά στον ορίζοντα, που χωρίς καν να προλάβω να το επιλέξω, έγιναν η νέα μου πραγματικότητα. Δεν άντεξα. Κάτι έπρεπε να κάνω. Για μια στιγμή, αθάνατη και ατελείωτη στη σύλληψη, πίστεψα πως ήσουν εσύ.
Σε ψάχνω. Παντού. Ακόμα. Σαρκικά και μεταφυσικά. Νιώθω ότι σε έψαχνα από πάντα κι ακόμα δεν μπορώ να σε αγγίξω. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Πέρασα όλο το καλοκαίρι νομίζοντας πως είσαι δίπλα μου, δεν μπορούσα όμως να σε δω καθαρά. Ούτε εκείνες τις τρεις νότες της Βαρκελώνης είδα καθαρά, όμως με διαπέρασαν και τις κράτησα σφιχτά. Σε ψάχνω από την αρχή του πρώτου καλοκαιριού που θυμάμαι, κι όμως αυτό το τελευταίο καλοκαίρι είχε κάτι νέο μέσα του. Όπου υπήρχε φως ήσουν κι εσύ εκεί. Έψαχνα σαν τρελός να [σε] βρω την καρδιά του καύσωνα, ΕΜΦΑΝΙΣΟΥ [φώναζα]. Η Αθήνα τον Ιούλιο καιγόταν μα το δικό μου μυαλό ήταν απερίγραπτα ρευστό. Από πίστη και λίμπιντο. Προσευχόμουν να σε βρω. Όποιος με είδε εκείνες τις μέρες θα θυμάται πως μόνο(ς) περπατούσα στους φωτεινούς δρόμους και μιλούσα σε γνωστούς και αγνώστους και τους έλεγα για ποίηση, ηδονή και μεταφυσική αγάπη. Τους μιλούσα για τον Προυστ και τον Αντρέα Εμπειρίκο, για ύμνους του 12ου αιώνα σε μοναστήρια και για τους νέους ήχους που γεννιούνται στη σκέψη μου. Κοιτούσα επίμονα τις δύο φιγούρες ενός πίνακα να βαδίζουν προς το δάσος. O Μεγάλος Ζωγράφος φρόντισε καλά να μη μας δείξει τα πρόσωπά τους. Είναι καλύτερα έτσι. Ίσως να έβλεπα ξαφνικά τα δικά μας πρόσωπα [ευχόμουν, φοβόμουν, φανταζόμουν]. Κι αν δεν αποκτήσεις ποτέ μόνιμο πρόσωπο; Κι αν δεν έχεις πρόσωπο; «Κύριε Ελέησον» έλεγα στον εαυτό μου, στους δικούς μου ανθρώπους, στα πεντάγραμμα που κατακτούσα περήφανα, στο πιάνο μου, το πρώτο μου, το σκούρο και ενίοτε σκοτεινό, και στο σώμα μου που αισθανόταν τη νέα διάσταση να ξεκινά και να ανυψώνεται. Οι τρεις νότες είχαν γίνει πλέον θάλασσα. Ήταν ένα στάδιο πριν γίνει(ς) τυφώνας, σαν αυτόν που κρυβόσουν πάντα και έπρεπε να γράψω χίλιες νότες για να φανερώσω αστραπιαία την εικόνα σου, ή την ψευδαίσθηση αυτής.
Κάθε νότα βάδιζε όλο και πιο μέσα σου, όλο και πιο κοντά στη συντέλεια του κόσμου. Ημέρα της Κρίσης. Είναι η κάθε μέρα που αντιλαμβάνομαι πως ο δρόμος για να είμαι κοντά σου μπορεί να είναι ατελείωτος. Γι’ αυτό έκανα το μόνο πράγμα που ήξερα καλά. Έγραφα μουσική.
Κάθε φράση ήταν μια ακόμα μικρή τελετή που κοιτούσε προς τα πάνω. Τα εσωτερικά μου όργανα έψαλλαν κι αυτά μέσα στον καύσωνα της ιδέας σου. Βρισκόσουν σε κάθε μονοπάτι που επέλεγα, κάτω από τα πλατάνια, στους ψηλούς βράχους και σε κάθε κρύο μπλε σύμπαν που βουτούσα για λίγα λεπτά για να μουδιάσω απόλυτα και να νιώσω ότι θα παγώσουμε τον Χρόνο, θα τον νικήσουμε. Κι εσύ γινόσουν η μουσική μου, ή η μουσική μου γινόταν εσύ, ή για σένα. Γιατί ήσουν σε όλα. Καμπάνες. Παντού καμπάνες. Σε κάθε μονοπάτι και σε κάθε ζωτικό παλμό. Στα βουνά, στα υπόγεια, στα κέντρα και στα άκρα, καμπάνες στο φως, στον ουρανό και στο στομάχι μου, το πιο τρομακτικό και ηδονιστικό όλων. Και κάθε χτύπος ήταν ακόμα ένα βήμα προς το απίστευτο μαρτύριο και την απόλυτη λύτρωση, πως κάποια μέρα είτε θα ανήκω σε σένα είτε θα εξαφανιστώ οριστικά και άηχα.
Τώρα που ακόμη αναπνέω, κοιτώ ξανά τις δύο φιγούρες να βαδίζουν προς το δάσος. Αναρωτιέμαι αν ξέρουν τι συμβαίνει. Αν γνωρίζουν πραγματικά ο ένας για τον άλλον. Αν υπάρχει αμοιβαία έλξη και αγάπη ή αν στο τέλος η μία φιγούρα θα κατασπαράξει την άλλη. Αναρωτιέμαι αν νιώθουν τη δόνηση στον αέρα. Τις μικρές κρυμμένες μελωδίες και τους ρυθμούς μετάβασης. Μα πάνω απ’ όλα αναρωτιέμαι βαθιά εάν ακούνε εμένα τον ίδιο, που γι’ αυτούς έπλεξα ένα αφάνταστο ισοκράτημα πίστης για να τους οδηγήσει στη δική τους, στη δική μας Εδέμ.
Πληροφορίες για το έργο
Το έργο θα κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα του από την πολυσυζητημένη πιανίστρια Αλεξία Μουζά-Arenas στο Διεθνές Φεστιβάλ Πιάνου 2017 που διεξάγεται στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο Κέντρο Πολιτισμού – Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στις 26 Νοεμβρίου, ώρα 20:30
Για εισιτήρια και περισσότερες πληροφορίες στο: https://www.nationalopera.gr/gr/event/diethnes-festival-pianou-2017/
Κέντρο Πολιτισμού – Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Εθνική Λυρική Σκηνή – Εναλλακτική Σκηνή
Λεωφ. Συγγρού 364, Καλλιθέα,
Εικαστικό: Edvard Munch, «Tοwards the Forest»
πηγή : diastixo.gr