Δημήτρης Νόλλας: «Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου

2017-03-07 15:32
Δημήτρης Νόλλας: «Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου


Η συγκεντρωτική έκδοση των διηγημάτων του Δημήτρη Νόλλα αναμφισβήτητα αποτελεί εκδοτικό γεγονός, αφενός γιατί έτσι παρακολουθούμε τη λογοτεχνική του πορεία σε συνάφεια και σύνδεση με την Ιστορία της χώρας, αφετέρου γιατί γινόμαστε μάρτυρες μιας αληθινά εξελικτικής διαδρομής στον χώρο της μικρής φόρμας – φόρμα που ο Νόλλας υπηρέτησε και διακόνησε με τον καλύτερο τρόπο. Έτσι, τώρα μπορούμε άνετα να εκτιμήσουμε τόσο τις ιστορικές παραμέτρους που χαρακτήρισαν το έργο του, όσο και την αγάπη με την οποία δούλεψε αφηγηματικά αριστουργήματα στην τεχνική, το ύφος και τα θέματα, που χωρίς υπερβολή θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη μας.

1) Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να σημειώσουμε το γεγονός ότι απ’ όλα τα διηγήματα μόνον ένα στη συλλογή, το διήγημα «Στον τόπο», είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Κανένα σε δεύτερο, όλα σε τρίτο. Ο Νόλλας αφηγείται –ταυτιζόμενος ή όχι με τον αφηγητή είναι μια ερώτηση, το σίγουρο όμως είναι πως σχεδόν τον ακούμε διαβάζοντας τις ιστορίες του–, με τρόπο μάλιστα που να γίνεται πιστευτός στο μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής μετατροπής, να γίνεται οικείος και ένας από εμάς, να γίνεται αγαπητός ασχολούμενος με μύθους δικούς μας, όχι κατ’ ανάγκη προσωπικούς, πάντως σίγουρα συλλογικούς. Το πρώτο λοιπόν συμπέρασμα που βγαίνει έχει να κάνει με το γεγονός πως ο συγγραφέας αποτολμά να μας διαβάσει τα γραπτά του, βγάζοντας το εγώ απ’ έξω και τονίζοντας την ιδιότητά του του παραμυθά, ο οποίος όμως πατά αληθινά πολύ γερά πάνω στη γη.

2) Ένα άλλο σημείο που πρέπει να σταθούμε έχει να κάνει με τη φιλοσοφική διάθεση που εκπνέουν τα γραπτά του Νόλλα, ιδίως στα δύο πρώτα του έργα, Πολυξένη και Νεράιδα της Αθήνας. Γιατί το λέμε αυτό; Διότι πολύ απλά έχουμε παράθεση γεγονότων, καθόλου πρόζα, ελάχιστους διαλόγους, πολλή πεζογραφική φόρμα. Απ’ τα Θολά τζάμια και μετά ο συγγραφέας αρχίζει να θεατρικοποιεί τις εμπνεύσεις του, να κινηματογραφεί τα στιγμιότυπα, να εξωτερικεύει συναισθήματα, να ανοίγεται αισθητικά, να ελευθερώνεται από το βάρος της αφήγησης, να λυτρώνεται από το σώμα του θέματος. Βέβαια τα δύο αυτά λογοτεχνικά έργα αποτελούν την προμετωπίδα, τη μηχανή του τρένου που θα τραβήξει το υπόλοιπο έργο που θα ακολουθήσει, αποτελούν στυλοβάτες μιας προσπάθειας που δεν ξεκίνησε, θα έλεγε κανείς, δειλά, έχει όμως όλα τα χαρακτηριστικά –έστω και αν ο Νόλλας ήταν τριάντα τεσσάρων χρονών– της πρώτης εμπειρίας, άρα ακόμη τροχοδρομούσε και τα ερεθίσματά του αλλά και τα μηνύματα που ήθελε να στείλει. Η προσωπική μας άποψη είναι ότι, παρά το γεγονός ότι ο Νόλλας έγραψε πολλά άλλα έργα από εκείνη την εποχή, η ουσία είναι –καθώς η ποιότητα δεν ταλαντεύονταν, ήταν πάντα υψηλή– ότι εκεί στηρίχθηκε, εκεί ακούμπησε, και από εκεί εκκινούσε στη συνέχεια για να δημιουργήσει τις επόμενες συλλογές του. Χωρίς να ξεχνάμε βέβαια πως, δυο ακόμη σημαντικά στοιχεία, το ολιγοσέλιδο των διηγημάτων αλλά και η καθόλου κραυγαλέα έξοδός τους, παίζουν τον ρόλο τους: γνήσιος εκφραστής της Μεταπολίτευσης, όπου η αφαίρεση ήταν το σημαντικότερο εργαλείο δουλειάς όλων των καλλιτεχνών, και παράλληλα το σβήσιμο της ανάγνωσης, και όχι οι κραυγές εκείνες τις οποίες εις μάτην κάποιοι επινόησαν, ο πεζογράφος Δημήτρης Νόλλας πραγματοποιεί ένα μεταμοντέρνο, μινιμαλιστικό και πολυεπίπεδο ποιοτικά κατόρθωμα λογοτεχνικό, παρέα με τους σχεδόν συνομηλίκους του Βαλτινό και Παπαδημητρακόπουλο, οι τεχνικές σχέσεις με τους οποίους έχουν και πολλά κοινά σημεία.

Γνήσιος εκφραστής της Μεταπολίτευσης, όπου η αφαίρεση ήταν το σημαντικότερο εργαλείο δουλειάς όλων των καλλιτεχνών, και παράλληλα το σβήσιμο της ανάγνωσης, και όχι οι κραυγές εκείνες τις οποίες εις μάτην κάποιοι επινόησαν, ο πεζογράφος Δημήτρης Νόλλας πραγματοποιεί ένα μεταμοντέρνο, μινιμαλιστικό και πολυεπίπεδο ποιοτικά κατόρθωμα λογοτεχνικό.

3) Κάτι άλλο που δεν θα έπρεπε να διαφύγει της προσοχής μας είναι το δεδομένο πως σχεδόν στο σύνολο των διηγημάτων ο χώρος στον οποίο συμβαίνουν τα περιστατικά είναι κλειστός. Καφέ, καφενεία, καφετέριες, κακόφημα μπαρ, καμπίνες από νταλίκες, κλειστά αυτοκίνητα. Θα αναρωτηθεί ίσως κάποιος που δεν γνωρίζει τον πεζογράφο από κοντά, μήπως είναι ένας άνθρωπος κλειστοφοβικός, που προσπαθεί να απαλλαγεί απ’ την κλειστοφοβία, μιλώντας συνεχώς έτσι, βάζοντας τους ήρωες να λειτουργούν σε περιορισμένους χώρους, μέσα από τζάμια, θέτοντας τον εαυτό του στη υπηρεσία και του υποκόσμου αλλά και των παραβατών. Θα έλεγα ακριβώς το αντίθετο. Ο Νόλλας είναι ένας άνθρωπος που έζησε χρόνια στο εξωτερικό, που έκανε πολλές δουλείες, που μιλά ξένες γλώσσες, που βρέθηκε στις περισσότερες απ’ τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά και σε μικρότερες πόλεις, που εν κατακλείδι εδώ και πενήντα χρόνια ζει ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, όπου ενίοτε γράφει, όταν η πατρίδα του δεν του δίνει τα ανάλογα εφόδια. Όλους αυτούς τους κλειστούς χώρους ο Νόλλας τούς αγαπάει ιδιαίτερα, γιατί πιστεύει πως εκεί μπορεί κανείς, ανάμεσα σε αργόσχολους και φιλόσοφους, παράνομους και εγκληματίες, ναυάγια της ζωής και παρανοϊκούς, να αντλήσει υλικό ζωής αλλά και μυθοποιίας, υλικά από τα οποία θα εμπνευστεί και παράλληλα θα ενσωματώσει, καθώς είναι πολίτης του κόσμου.
Δημήτρης Νόλλας: «Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες» κριτική του Χρίστου Παπαγεωργίου

4) Και βέβαια τεράστιο κρότο στο έργο του Νόλλα κάνει η έννοια του ξένου, της ξενότητας, της διαφορετικότητας. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει στο επίμετρο η φιλόλογος και κριτικός της λογοτεχνίας Τιτίκα Δημητρούλια, ο Νόλλας προοδευτικά, ιδεολογικά, με αριστερές ιδέες, μάχεται αυτό το φαινόμενο, έχει δεχθεί όλα αυτά τα χρόνια στο πετσί του τον ρατσισμό και πρόλαβε να γράψει για τους ναζί, αλλά και για την προσφυγιά ανθρώπων που έρχονται στην πολιτισμένη Ευρώπη, κάτι που οι Έλληνες κυριολεκτικά βίωσαν τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, αλλά και σήμερα με τη λαίλαπα των μνημονίων και την οικονομική κρίση. Ο Νόλλας, βαθιά ριζοσπαστικός, με πρωτοπόρες απόψεις και με ουδέτερη διάθεση ως άτομο και καλλιτέχνης, μας παρουσιάζει το έργο όλων αυτών των υπανθρώπων, που βιάζουν, εκβιάζουν, παρανομούν κάτω από το μάτι του νόμου, παραβαίνουν ενίοτε τους κανόνες της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου, προβαίνουν σε εγκληματικές πράξεις και διαδίδουν μια ιδεολογία, μάνα της οποίας είναι οι χιτλερικές αντιλήψεις περί των έμψυχων όντων, ενώ παράλληλα καλούν σε δράσεις διατήρησης των χαρακτηριστικών μιας καθαρής φυλής. Ο Νόλλας ηλικιακά πρόλαβε να γράψει γι’ αυτή την κατρακύλα του ανθρώπινου είδους, ουσιαστικά χωρίς να δραπετεύσει απ’ την προσωπική του εμπειρία με τους πολιτισμένους βόρειους συμμάχους μας, και παράλληλα αφήνει με το έργο του παρακαταθήκη για περιορισμό των συγκεκριμένων ιδεών, και για πλήρη απελευθέρωση απ’ αυτές, για να υπάρξει ένα μέλλον το οποίο δεν θα στοιχειώνει από τα φαινόμενα του παρελθόντος με απρόβλεπτες συνέπειες.

5) Άπειρες φορές έχει τεθεί το ερώτημα αν ο Νόλλας είναι καλύτερος ως διηγηματογράφος ή μυθιστοριογράφος. Απάντηση κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει. Γιατί τόσο στα διηγήματα όσο και στο μυθιστόρημα είναι το ίδιο ανατρεπτικός, το ίδιο πρωτοποριακός, το ίδιο απρόβλεπτος. Άρα διαβάζουμε ολόκληρο το αφηγηματικό του έργο με την πρόθεση να δούμε την πορεία του μέσα στα χρόνια, με τα ιστορικά συμβάντα, με τις κοινωνικές αναταράξεις, με τις πολιτισμικές αντιμαχίες, με τις ουσιαστικές καλλιτεχνικές διαμάχες και χωρίς υπερβολή το απολαμβάνουμε, σκεφτόμενοι παράλληλα και τη γενικότερη φτώχεια των ημερών, πραγματική και συμβολική, οικονομική και λογοτεχνική.

Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες
Τα διηγήματα 1974-2016
Δημήτρης Νόλλας
Ίκαρος
568 σελ.
ISBN 978-960-572-137-4
Τιμή: €17,90
001 patakis eshop

 

 

 

πηγή : diastixo.gr