Δημήτρης Χριστόπουλος: «Σπουδή στο κίτρινο»
Πέντε χρόνια μετά την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, Δημόσιες ιστορίες (Πηγή, 2013), ο Δημήτρης Χριστόπουλος επανέρχεται με 18 νέες ιστορίες και τον τίτλο Σπουδή στο κίτρινο. Στ’ αλήθεια, πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο σύνολο με μυθιστορηματική πρόθεση. Αυτό δηλώνει η ιδιαίτερα δουλεμένη δομή του: Η μια ιστορία, συχνά, παίρνει τη σκυτάλη από καταληκτική φράση της προηγούμενης, ενώ, στη διασπασμένη σε διηγήματα αφήγηση, τα ίδια πρόσωπα περνούν από τη μία ιστορία στην άλλη. Με το τελευταίο, μάλιστα, πολύ ενδιαφέρον κείμενο: «Συνηθισμένοι άνθρωποι», ο συγγραφέας, αφενός επιβεβαιώνει αυτή του την πρόθεση κλείνοντας με ένα προσκλητήριο στα πρόσωπα των ιστοριών του, και, αφετέρου, δηλώνει τα χαρακτηριστικά εκείνα που έλκουν το βλέμμα του αφηγητή του: «Ήταν κι άλλοι σαν αυτούς. Άνθρωποι που δεν ξόφλησαν, προπολεμικοί, μεταπολεμικοί, τωρινοί. Άνθρωποι που δεν συμμορφώθηκαν. Άνθρωποι που αρνήθηκαν να πεθάνουν. Άνθρωποι που ξέφυγαν κι έμειναν. Όλοι εμείς. Στο κατώφλι μιας καινούριας μέρας. Μονάχα μια στιγμή κοντοστάθηκαν, να τους προφτάσει η ψυχή τους». Πρόσωπα καθημερινά, χτυπημένα από τη μοίρα και τους ανθρώπους, που φτάνουν στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσης και αγωνίζονται να ξανασηκωθούν. Η κοινωνική διαστρωμάτωση που αδικεί τους αδύνατους είναι το θέμα που προτιμά ο συγγραφέας, όπως και στην προηγούμενη συλλογή του. Ως προς τη μορφή δε, ο συνδυασμός παραδοσιακής και νεωτερικής γραφής παρατηρείται και εδώ, με ισχυρό δομικό υλικό την επανάληψη και την αλληλοδιείσδυση της αφήγησης από το ένα διήγημα στο άλλο.
Με το μότο από τον John Steinbeck, εξάλλου: «Είμαστε ζώα μοναχικά. Όλη μας τη ζωή παλεύουμε για λίγο λιγότερη μοναξιά. Και μία από τις πανάρχαιες μεθόδους μας είναι να λέμε μια ιστορία, παρακαλώντας να βρεθεί ένας ακροατής που θα πει (και θα το πιστεύει): “Α, ναι, έτσι ακριβώς είναι, ή πάντως έτσι το αισθάνομαι κι εγώ”», ο Χριστόπουλος εκφράζει επίσης την επιθυμία του για εμπλοκή του αναγνώστη σε όσα η δική του ματιά επέλεξε να αφηγηθεί.
Η ποικιλοτρόπως αρνητική, κατά κανόνα, σημασιοδότηση του κίτρινου, που ξεκινά από τον τίτλο, απλώνεται στις κίτρινες μέρες του φθινοπώρου, τα κίτρινα στάχυα του πυρωμένου καλοκαιριού, το κίτρινο σκάφος με τους λαθρεπιβάτες, το κίτρινο τρόλεϊ της καθημερινής τριβής, την κίτρινη σκόνη της λήθης ή εκείνη στις γαλαρίες του Βελγίου, ή την άλλη στην ατμόσφαιρα «που σμπαράλιαζε τα νεύρα», το κίτρινο του δόλου της προδοσίας, της φιλοδοξίας, της απιστίας αλλά και το ηλιακό ζεστό και φωτεινό κίτρινο∙ ακόμη, το ίδιο χρώμα, σε όλο το ομώνυμο με τον τίτλο της συλλογής διήγημα που επικεντρώνεται, κυρίως, στο κίτρινο του ηλιοτροπίου από τα έργα του Βαν Γκογκ, αλλά και την ψύχωση του καλλιτέχνη με τα κίτρινα στην τελευταία περίοδο της ζωής του. Αυτή η απαρίθμηση των σημάτων που εκπέμπει το κίτρινο χρώμα, και κατέγραψα επιλεκτικά από ένα εκτενέστατο σύνολο, δεν επιδιώκει τίποτε άλλο από το να υπογραμμίσει ότι ο όρος «σπουδή» στον τίτλο έχει τη σημασία της συστηματικής αντιμετώπισης ενός θέματος, και όχι της βιασύνης. «Εγώ επέλεξα τη χρωματική αξία του κίτρινου, για να εκφράσω με λέξεις αυτό που θεωρώ πως είναι η εποχή μας» δήλωσε ο συγγραφέας σε συνέντευξή του.
Οι περισσότερες από τις ιστορίες του Χριστόπουλου διαδραματίζονται στις υποβαθμισμένες και ταλαιπωρημένες συνοικίες του Πειραιά. Εκεί στην άκρη του λιμανιού και πίσω από τον Άγιο Διονύση. Δραπετσώνα, Κερατσίνι, Πέραμα, Ταμπούρια, Ιχθυόσκαλα, Λιπάσματα και πιο πέρα, Ελευσίνα. Κάποιες, λίγες, αλλού. Άνθρωποι του μόχθου και της ανέχειας, της σακατεμένης ζωής και της μιζέριας, αλλά, παρ’ όλα αυτά, της άσβηστης ελπίδας για το καλύτερο. Η κρίση, η ανεργία, ο αγώνας για επιβίωση, το φάσμα της επερχόμενης πείνας. Οι φίλοι, η γειτονιά, η παρέα, οι τραυματισμένες διαπροσωπικές σχέσεις. Άνθρωποι, τόποι και καταστάσεις με βιωματικό υπόβαθρο. «Πιστός θαμώνας κι εγώ αυτού του λιμανιού του νόστου και της πέτρας που η αρμύρα του σκουριάζει το αίμα, αναλώθηκα στην άμπωτη του χρόνου, μεταγγίζοντας τον πόνο μου στάλα-στάλα στο λευκό χαρτί […] Με ρωτάνε: “πιστεύεις;” Τους λέω: Δεν πιστεύω στην αγάπη∙ αγαπώ. Δεν πιστεύω στο καλό∙ κάνω στους άλλους το καλό. Δεν πιστεύω στο επέκεινα∙ γράφω. Το άγραφο. Μού ’γινε συνήθειο πια, δεν κρίνω, δεν κατακρίνω, δεν υποκρίνομαι, μόνο βλέπω όλη μέρα μ’ εκείνο το βλέμμα που γίνεται καθρέφτης για να μπορέσω να δω καλύτερα τον εαυτό μου, έχοντας σπουδάσει για χρόνια την ερημιά και την απόγνωση των άλλων, τις πληγές που μας κάνουν θηρία», λέει ο αφηγητής του Χριστόπουλου, στο εκτενές αφήγημα-νουβέλα «Όλα καλά», με αυτοαναφορική –σίγουρα– χροιά για τον συγγραφέα.
«Η κοινωνική διαστρωμάτωση που αδικεί τους αδύνατους είναι το θέμα που προτιμά ο συγγραφέας, όπως και στην προηγούμενη συλλογή του. Ως προς τη μορφή δε, ο συνδυασμός παραδοσιακής και νεωτερικής γραφής παρατηρείται και εδώ, με ισχυρό δομικό υλικό την επανάληψη και την αλληλοδιείσδυση της αφήγησης από το ένα διήγημα στο άλλο».
Στο παραπάνω διήγημα, που προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις, ιδιαίτερα έντονο το καταγγελτικό ύφος που παραπέμπει σε στρατευμένη γραφή και υποστηρίζεται από την αντίστοιχη γλώσσα. Προσπαθημένες λέξεις και μια διάθεση στη ρίζα της ποιητική και ταυτόχρονα επιθετική, εξεγερμένης εφηβείας της μεταπολίτευσης. Στις εκτενέστερες ιστορίες χρειαζόταν, κατά τη γνώμη μου, αφαίρεση, για να περιοριστεί η υπερβολή και να καταλαγιάσει κάπως η οργή για όσα άδικα συνέβαιναν και συμβαίνουν στον τόπο μας. Αυτή η με ποιητικούς ανασασμούς έκφραση ξεκινά από το πρώτο κιόλας διήγημα, στο οποίο η καλύτερη στιγμή είναι ο διάλογος στο καράβι, του Γεράσιμου Μαρκίδη, πρωταγωνιστή, με τον ανατολίτη Μααμούν.
Άφθονες εμβόλιμες διακειμενικές αναφορές, συχνά τεκμηριωμένες με παραπομπή (Παπαδιαμάντης, Καζαντζάκης, Ρίτσος, Καββαδίας, Σεφέρης, Ελύτης, Σαχτούρης, Καρούζος, Πατρίκιος, Πούλιος κ.ά.)∙ ενδιαφέροντα βιοφιλοσοφικά αποστάγματα και «η αριθμητική των ήχων» μέσα από τραγούδια λαϊκά (Καζαντζίδη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου, Σοφίας Σιδέρη, Στράτου Διονυσίου, Αγγελόπουλου) αλλά και Παπάζογλου, Μηλιώκα και Σάκη Ρουβά, όπως και Beatles, Metallica, Leonard Cohen, Jim Morrison, επιβεβαιώνουν τη σκευή του φιλολόγου και την εγρήγορση του αισθαντικού ανθρώπου, ο οποίος παρακολουθεί τη ζωή και απολαμβάνει τη δημιουργία από όπου και αν προέρχεται. Εξάλλου, είναι γνωστό το «ένθεο πάθος» του Χριστόπουλου για τη δουλειά του. Ένας δάσκαλος ανήσυχος, δραστήριος και δημιουργικός. Που ενδιαφέρεται όχι μόνον για την προκοπή τη δική του και των μαθητών του, αλλά και όλου του κλάδου των εκπαιδευτικών, με βιβλία-βοηθήματα και ειδικές αναρτήσεις στο διαδίκτυο∙ άξιος μαθητής του μέντορά του Νικήτα Παρίση, στον οποίο και έχει αφιερώσει τις ιστορίες του.
Κάτι που πρέπει να τονιστεί, είναι η γλωσσική δεινότητα του Χριστόπουλου, που κινείται με άνεση και γνώση στη διαχρονία της γλώσσας και των λογοτεχνικών κειμένων. Δυνατές στιγμές της συλλογής τα: «Cum Juda», «Λερωθείτε, κάνει καλό», «Ο ιππότης της ασφάλτου», «Στο υπόγειο με τους αγίους» και «Συνηθισμένοι άνθρωποι».
Σπουδή στο κίτρινο
Δημήτρης Χριστόπουλος
Το Ροδακιό
235 σελ.
ISBN 978-618-5248-10-9
Τιμή €15,90
πηγή : diastixo.gr