Δημήτρης Αλεξίου: «Τα πρόσωπα της Εκάτης» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Τα Πρόσωπα της Εκάτης του Δημήτρη Αλεξίου είναι δώδεκα γοητευτικά, επικά με τον τρόπο τους, ποιήματα, πένθιμα με άλλον τρόπο. Δίνουν εικόνες που μετατοπίζονται σε χώρο και χρόνο, διατρέχουν ουρανό και θάλασσα, πάνω και κάτω από τη γη, για να φέρουν το πικρό μήνυμα. Σαν να ολοκληρώνουν μια διαδρομή, κυριολεκτική και μεταφορική, μια περιπέτεια του νου και της ψυχής αλλά και του πάσχοντος σώματος. Η αφορμή είναι του παρόντος, αλλά η επεξεργασία είναι και του προ τ’ εόντος και του μέλλοντος. Είναι δηλαδή το πάθος σύγχρονο αλλά και πανάρχαιο, έχει τις ρίζες του στο μύθο κι έχει κλαδιά στο τώρα και στο πέραν. Είναι μεγάλο και βαρύ, γι’ αυτό ο ποιητής επιλέγει τα μεγάλα μεγέθη• Σύγχρονη αιτία, αρχαίο το ένδυμα, μακρά αφήγηση ή δραματοποίηση, σαν απόσπασμα αρχαίου δράματος αναπαλαιωμένου, κομμός. Και λόγω του τίτλου, παραλλαγές της Εκάτης σε Κόρη και αντιστρόφως. Καθρέφτης και είδωλο.
Πάνω σ’ αυτόν τον καμβά ο Αλεξίου, κρατώντας γερά το μίτο που τον συνδέει με το μύθο, θα παίξει με τέχνη τις παραλλαγές του. Θα αναζητήσει τη βαθιά προαιώνια ρίζα. Θα βιώσει το αρχαίο δράμα από την αρχή, σε όλη του την έκταση και τη διαχρονία. Η Κόρη που έτρεξε στη γη και χάθηκε στον Άδη ήταν η χαρά του και είναι το πένθος του.
Τα Πρόσωπα της Εκάτης του Δημήτρη Αλεξίου είναι δώδεκα γοητευτικά, επικά με τον τρόπο τους, ποιήματα, πένθιμα με άλλον τρόπο. Δίνουν εικόνες που μετατοπίζονται σε χώρο και χρόνο, διατρέχουν ουρανό και θάλασσα, πάνω και κάτω από τη γη, για να φέρουν το πικρό μήνυμα.
Στην αρχή, με την κυνηγημένη από την Ήρα Ιώ θα μπορούσε να την παραβάλει. Το ποίημα αναπτύσσεται σε ισοδύναμα δίστιχα ανάμεσα στη «Φωνή» και την «Ηχώ», σαν προσχηματικός διάλογος, του οποίου ο στόχος είναι να δώσει το λεγόμενο και το συμπληρωματικό αντιφώνημά του, που χωρίς αυτό θα χανόταν. Φωνή: Έφευγα,/ οιστρηλατημένη Ιώ/ ήμουν. [...] ως τη στιγμή/ που το χέρι σου/ με άγγιξε. [...] Ακούω/ τον χτύπο της καρδιάς μου,/ ζω.[...] Ηχώ: Το φως/ θαμπώνει τα μάτια μου. [...] «Ανάχωμα στις μέριμνες/ η άγνοια του μέλλοντος» και μαζί Φωνή και Ηχώ: Τέσσερα χέρια πλεγμένα/ δοσμένα στη χαρά. Και η έκσταση έχει δοθεί και το πάθος και το μέλλον ως εχθρικό άγνωστο. Γιατί η περιπλάνηση θα περάσει από τόπους-ορόσημα, τόπους-σημεία που η γη ανασαίνει θεότητα και πόνο. Εκεί θα σταθεί και εκεί ο ποιητής θα θρηνήσει: Σούνιο, Ελευσίνα, Αιγόσθενα, Νεμέα, Ασίνη, Ύδατα Στυγός, Ηραίον, Κυνόσουρα, Αμφιαράειον, Τίρυνθα. Αγιονόρι, Επίδαυρος, Ραμνούς, Σαλαμίνα, Κεραμεικός. Η περιπλάνηση της Ιούς θα φέρει στο φως μια άλλη• της Δήμητρας: «Τοιχογραφίες παλίμψηστες» όμως θα μπερδέψουν τους χρόνους. Σταθερό σημείο/ η βελόνα της πυξίδας/ που δείχνει την καρδιά σου. Οι νεοσσοί, ο οικουρός όφις, ο γύπας «που ακόρεστα τρώει τα σπλάχνα του προδότη θεού», το όχημα που τρέχει με πατημένο το γκάζι, κι η Κόρη που φεύγει και ξεφεύγει από αυτό που ζει και από αυτό που την κυνηγάει: Η τέταρτη ταχύτητα/ μπαγκέτα/ διευθύνει την ορχήστρα. Ρέκβιεμ/ στο χωρισμό μας. Η κόρη φεύγοντας υποχρεώνει τον ποιητή σε μια ανάλογη με τη δική της περιπλάνηση. Οδυνηρή αναζήτηση σαν εκείνη για την οποία γράφει ο Σικελιανός: Για τον καημό της κόρης της λεγόταν/ Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της/ πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία («Ιερά Οδός»). Και τα τεκμήρια αυτής της ψυχικής περιπλάνησης είναι τα Τσιγάρα πολλά σβησμένα/ στα περιθώρια των τάφων που έδειχναν/ ασφαλέστερα από το ρολόι σου [...] τις ώρες που παρέμεινες εκεί. Ο Μίλτος Σαχτούρης βλέπει: «Τσιγάρα να καίνε σαν κεριά» σε μια δική του ψυχική περιπέτεια («Ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον Πόρο»). Δεν είναι τα αναμενόμενα κυπαρίσσια που δείχνουν «Μεσάνυχτα» και πένθος, όμως είναι μεσάνυχτα η ώρα που το ποίημα αρχίζει. Και τα «τσιγάρα» είναι αναχώματα στην αδημονία. Και η αναμονή δεν ευοδώνεται. Η υπόσχεση Θα ταξιδέψουμε.../ και θα γυρίσουμε μαζί δεν τηρείται: «Πήγες μόνη και μόνη γύρισες».
Η «Κόρη του φωτός απούσα» τρέχει με το αυτοκίνητο, τα πόδια της κινούνται σαν της «ανυφάντρας σε αργαλειό». Έβλεπα/ όλη την έκτασή τους/ μέχρι το όρος της Αφροδίτης, Στον μπούστο σου/ όλα τα κουμπιά λυτά, «Γιορτινά». Είναι μια εικόνα σαν ξεκολλημένη από την τοιχογραφία, σαν να ζωντάνεψε στο παρόν αυτό που ήδη προϋπήρχε, σαν να αξιοποίησε τα μέσα της εποχής για να αναφανεί, ωραία και ερωτική, φεύγουσα όμως. «Στον καιρό της ήταν η πρώτη μέρα της Δημιουργίας», λέει ο ποιητής. Στον μεγάλο πόνο/ το μόνο αναλγητικό είναι ο έρωτας λέει εκείνη. Και μας την περιγράφει πόντο πόντο, ήχο ήχο, ντυμένη στα μοβ: Ωρολογιακή βόμβα/ έτοιμη να εκραγείς στα χέρια μου/ ήσουν, Το κορμί σου./ Ατελείωτο ηδονοδρόμιο της γλώσσας μου. Ερωτική και θανατική, τους παλιούς και νέους φίλους της, αυτόχειρες και μη, καλεί: «Αντίνοος, Μακρής, Ιππόλυτος, Δέλτα, Πουλαντζάς, Εμπεδοκλής, Καρυωτάκης, Σίλβια Πλαθ, Βιρτζίνια Γουλφ... και το δικό σου». Από κοντά και ο Βιζυηνός, τρελός για την Μπετίνα. Όλοι πικραμένοι από τη ζωή, σε παράκρουση από φιλοσοφία, από απελπισία, από έρωτα.
Κατάλογος τόπων προηγήθηκε, κατάλογος ονομάτων ακολούθησε, κατάλογος νεών στην Ιλιάδα, η «Ασίνη» εκεί αλλά ο βασιλιά άφαντος. Η Κόρη διαβάζει, απλώνοντας τα χέρια της σαν περισπωμένη, σαν να ελέγχει τα πέρατα, όπου έμελλε να πάει. Διαβάζει τώρα εκείνο που γράφτηκε τότε και φτάνει στο απώτερο του μύθου, ξεσηκώνοντας τις οιμωγές του σύμπαντος πάθους. Δεν είναι ο βασιλιάς που λείπει από την Ασίνη, είναι η κόρη που τον αναζητούσε σαν να έψαχνε τη σκοτεινή σπηλιά της νυχτερίδας να της δείξει το δικό της δρόμο. Και το αρχαίο δράμα συνεχίζεται, είναι το ίδιο που άρχισε κάποτε και η ατελεύτητη πορεία του διασχίζει τους αιώνες αναπαλαιώνοντάς το ή δείχνοντάς μας πως όλα, αρχαία και σύγχρονα, μυθικά και ανθρώπινα, ίδια πάθη είναι. Και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας και η επιφάνεια της παλίμψηστης τοιχογραφίας κρύπτει την απεικόνισή τους. Γιατί η σύγχρονη θεά γκρεμίστηκε στη λεωφόρο Σουνίου: Οι κολόνες του ναού/ μυροφόρες πενθούσες/ μοιράστηκαν σε ημιοχόρια [...] Έφυγες/ ακολουθώντας τον ψυχοπομπό... με τα ίδια μοβ ρούχα, θρηνεί ο ποιητής της.
Μια Νέκυια είναι η παρούσα συλλογή. Μια Νέκυια που δεν έχει ανάγκη την κάθοδο στον Άδη, γιατί ο Άδης είναι εδώ, εδώ που κάποτε ήταν παράδεισος. Γιατί Ο έρωτας όταν γυρίζει ανάποδα/ γίνεται κόλαση, Ακόμη και τα πουλιά στο λυκόφως/ κελαηδούν πένθιμα.
Τα πρόσωπα της Εκάτης
Δημήτρης Αλεξίου
Προμετωπίδα: Γιώργος Λαζόγκας
Διάττων
64 σελ.
ISBN 978-960-6811-63-0
Πηγή : diastixo.gr