Διάστιχο-Συνέντευξη του Γιάννη Ξανθούλη
Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης. Εκτός από μυθιστορήματα, έγραψε βιβλία και θεατρικά έργα για παιδιά, καθώς και θέατρο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος (είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ) σε εφημερίδες και στο ραδιόφωνο. Ανάμεσα στα πιο γνωστά μυθιστορήματά του είναι: Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα (1984), Το πεθαμένο λικέρ (1987), Το ροζ που δεν ξέχασα (1991), Η εποχή των καφέδων (1992), Οικογένεια Μπες-Βγες (1994), Το τρένο με τις φράουλες (1996), …ύστερα ήρθαν οι μέλισσες (1998), Ο Τούρκος στον κήπο (2001), Το τανγκό των Χριστουγέννων (2003), Ο θείος Τάκης (2005), Του φιδιού το γάλα (2007), Κωνσταντινούπολη – των ασεβών μου φόβων (2008), Δεσποινίς Πελαγία (2010), Ο γιος του δάσκαλου (2012). Βιβλία του έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη κι έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, Την Κυριακή έχουμε γάμο, κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα και βρίσκεται ήδη στην 5η έκδοση.
Όλα αρχίζουν με την ηθελημένη εξαφάνιση ενός 75χρονου παππού με την εμμονή σφηνωμένη στο κεφάλι ότι «την Κυριακή έχουμε γάμο». Πώς σας έκατσε αυτός ο ήρωας; Μήπως τον ανταμώσατε σε κάποια βόλτα σας στην πόλη, με ένα κοριτσάκι παρέα να του αφηγείται ιστορίες «για ιπτάμενες γάτες, φανταστικούς δολοφόνους, ιαματικές παιωνίες»;
Ο ήρωας, δηλαδή η ώριμη φάση του, δεν είναι τόσο μακριά από μένα. Ένας άντρας 68 χρονών, όπως εγώ, εκτός που θεωρείται και είναι «ηλικιωμένος», μπορεί να νιώσει την αισθηματική ανησυχία ενός 73χρονου παππού. Εξάλλου, συμβαίνει να έχω και μια εγγονή που αποζητά ιστορίες αληθινές.
«Επιμένετε» να τοποθετείτε τις ιστορίες σας στην τεχνοκολόρ αλλά όχι και τόσο αγνή δεκαετία του ’50, ίσως γιατί η σημερινή είναι δυσβάσταχτη; «Ο κόσμος του σήμερα ακατάληπτος»; Ασφυκτιάτε καμιά φορά στη σημερινή πατρίδα μας, αισθάνεστε ότι θα ζούσατε πιο ανθρώπινα κάπου αλλού;
Η ιστορία, είτε σαν «επίσημη Ιστορία» είτε σαν γεγονός απλό ή ιδιωτικό, αποκτά για μένα ενδιαφέρον μόνο από αποστάσεις ασφάλειας. Και ειδικά αν έχω, που έχω, επίγνωση του κλίματος της εποχής, όπως η δεκαετία του ’50. Η Ελλάδα σήμερα, και χωρίς τον στίχο του Σεφέρη, μας πληγώνει από παντού. Είναι ανθρώπινη και απάνθρωπη ισότιμα. Οι προτεραιότητές της είναι εξωφρενικές και, όσο για την περίφημη «πολιτική βούληση», εκεί φτάνουμε στην ακραία γελοιότητα και υποκρισία. Θέλω να ζω σε αυτήν τη χώρα όπου γεννήθηκα, όχι όμως σαν σκίτσο γελοιογραφίας.
Θέλω να ζω σε αυτήν τη χώρα όπου γεννήθηκα, όχι όμως σαν σκίτσο γελοιογραφίας.
Το βιβλίο σας κοσμεί ένα ωραίο, λυπημένο, κομμάτι παλαιομοδίτικο, εξώφυλλο, που είναι κι αυτό δικό σας έργο. Ζωγραφίζετε επί βάσης καθημερινής;
Ζωγραφίζω συστηματικά τα τελευταία χρόνια. Ξεδίνω, μιμούμενος τους παλιούς «μικρογράφους», διασκεδάζω την αμηχανία μου γιατί σίγουρα δεν είμαι ζωγράφος, επινοώ σχέδια που δεν βρίσκονται στην κανονική ζωή, βάζω χρώμα στη ζωή μου, που δεν είναι πολύχρωμη πια. Αν κι αμφιβάλλω αν ξεπέρασα ποτέ την γκάμα του γκρίζου.
Γενικά η καθημερινότητά σας πώς είναι; Εκτός από το γράψιμο...
Τίποτα το φαντασμαγορικό. Μπορούν να σας το πιστοποιήσουν η οδός Ιπποκράτους, η οδός Σκουφά και η οδός Σόλωνος, που την προτιμώ.
Στα έργα σας ταξιδεύετε πάντα με τρένο. Τα βαπόρια δεν τα αγαπάτε καθόλου;
Το τρένο υπάρχει στη ζωή μου από τότε που με θυμάμαι. Τα σπίτια όπου έζησα βρίσκονταν σε απόσταση ανάσας από τις σιδηροδρομικές γραμμές. Τα βαπόρια ανήκουν σε άλλους.
«Οι γονείς μας» –γράφετε κάπου στο βιβλίο σας– «συμπληρώνονται μόνο με τη φαντασία. Τα μυστικά τους δεν τα μαθαίνουμε ποτέ». Μην είναι καλύτερα έτσι; Πιο βολικό για όλους;
Πιθανότατα. Ξέρουμε λίγα ή λίγο περισσότερο από λίγα για τους γονείς μας… Συχνά, ελάχιστα. Παλιά αυτό δεν με απασχολούσε, όμως τώρα που έθεσα τους ήρωές μου προ των ευθυνών τους, το σκέφτομαι διαφορετικά…
Θα ήταν ωραίο να μεταφερόταν κι αυτή η ιστορία σας στο σινεμά. Και στον ρόλο του Ιορδάνη να ήταν ο Χάρβεϊ Καϊτέλ… Τι λέτε;
Ο Χάρβεϊ Καϊτέλ μου φαίνεται πολύ «machο» για Ιορδάνης… αλλά, εντάξει, δεν μου πέφτει κι άσχημα…
Μιας κι ο λόγος για τον κινηματογράφο: Συνεχίζετε να χώνεστε στις σκοτεινές αίθουσες, να βλέπετε ταινίες; «Ο Ιορδάνης, πίσω από το παρμπρίζ, ένιωθε ότι έβλεπε σινεμά…»
Βλέπω λιγότερο σινεμά στις αίθουσες, δυστυχώς. Πενθώ πεισματικά τον «Απόλλωνα» και το «Αττικόν» στη Σταδίου.
Αλήθεια, έχετε ρωτήσει ποτέ κάποιον από το νεαρό κοινό σας αν οι αναζητήσεις μέσω Ερυθρού Σταυρού, που στοίχειωσαν τα δικά μας παιδικά χρόνια, κάτι τους λένε, κάπως τους συγκινούν;
Ανήκω σε άλλη εποχή, όπως και το νεαρό, υποθετικά, κοινό μου, που δεν έχουμε και πολλά κοινά. Οπότε… αν νοιάζονται για τον Ερυθρό Σταυρό, ας ξεκινήσουν από τον Ερρίκο Ντυνάν κι ας προχωρήσουν στις αναζητήσεις.
Κλείνοντας: Στην αγαπημένη σας Πόλη σκοπεύετε να πάτε σύντομα; Τα ταξίδια σάς θέλγουν το ίδιο και σήμερα;
Πάντα θέλω να ταξιδεύω στην Κωνσταντινούπολη αλλά, όπως λέει κι ένας φίλος, «σήμερα τα ταξίδια φέρνουν ξίδια».
Την Κυριακή έχουμε γάμο
Γιάννης Ξανθούλης
Διόπτρα
376 σελ.
Τιμή € 15,50
Πηγή : diastixo.gr