Cine Δράση- Δράμα η δράμα; Να το ξανακάνουμε;
Όσοι βρεθήκαμε το Σαββατοκύριακο 18-19 Φεβρουαρίου στο ΤΥΠΕΤ για την προβολή των βραβευμένων ταινιών του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, που, για τρίτη συνεχή χρονιά, διοργάνωσε το Cine-Δράση, ζήσαμε μια αντιφατική εμπειρία: Από τη μια, είδαμε ταινίες απογοητευτικές και άνισες, που ή δεν είχαν τίποτα να πουν ή πραγματεύονταν το θέμα τους φλύαρα, αργά, επικεντρώνοντας σε λεπτομέρειες και αποδυναμώνοντας το βασικό στοιχείο που πραγματεύονταν. Από την άλλη, είδαμε και φιλμ υψηλού επιπέδου, εμπνευσμένα, με κατασκευαστική αρτιότητα, εξαιρετικές ερμηνείες, που με ευαισθησία, ρεαλισμό και ποίηση παρουσίαζαν το θέμα τους και εξερευνούσαν με τόλμη νέους δρόμους κινηματογραφικής γλώσσας και αφήγησης!
Την πρώτη ημέρα του διημέρου, από ένα σημείο και μετά, είχαμε την αίσθηση ότι παρακολουθούσαμε τα ίδια και τα ίδια: το δύσκολο θέμα της άνοιας και των ανήμπορων γεροντικών κορμιών, ανθρώπους που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν ούτε με αυτούς που αγαπούν και φροντίζουν, την ίδια ζοφερή εικόνα μιας κατακλυσμένης από άνεργους, άστεγους και μετανάστες Αθήνας. Ίσως επειδή έχουμε διαμορφώσει την πεποίθηση ότι και η απλή ακόμη συμμετοχή μιας ταινίας σε ένα Φεστιβάλ, όπως της Δράμας, αποτελεί διάκριση, πόσο μάλλον η βράβευση της, τρέφαμε περισσότερες ελπίδες να παρακολουθήσουμε κάτι ξεχωριστό. Αλλά αυτό που βλέπαμε στην οθόνη, μας κούρασε και μας απογοήτευσε. Τόσο, που οι λιγότερο υπομονετικοί, όσοι δεν τους ενδιέφεραν οι πειραματισμοί σε «καινούριες» φόρμες και θεματολογίες ή όσοι δεν διέθεταν απεριόριστες ψυχικές και αισθητικές αντοχές, άρχισαν σιγά-σιγά να αποχωρούν, με αποτέλεσμα η πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που επακολούθησε, και στην οποία συμμετείχαν ο δικαίως βραβευμένος με τον «Χρυσό Διόνυσο» για την ταινία του «Κύβος» Αλέξανδρος Σκούρας και ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, βραβευμένος εξίσου δικαίως με το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας (για την ταινία «TWIST»), να ολοκληρωθεί με λίγους θεατές.
Όσοι όμως κάναμε την «αποκοτιά» να πάμε στο ΤΥΠΕΤ και τη δεύτερη ημέρα, αποζημιωθήκαμε με το παραπάνω! Βρεθήκαμε μπροστά σε μια διαφορετική κινηματογραφική πραγματικότητα και παρακολουθήσαμε ταινίες, (εξαιρουμένης ίσως μίας), που διέθεταν καλλιτεχνική αρτιότητα και δυνατές ερμηνείες από γνωστούς και αγνώστους ηθοποιούς από τις οποίες ξεχώριζε αυτή του Ηλία Βαλάση, πρωταγωνιστή της ταινίας του «Γενέθλια» του Δημήτρη Κατσιμίρη που κέρδισε Τιμητική Διάκριση Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας και καταχειροκροτήθηκε.
Εδώ το εύρος της θεματολογίας ήταν μεγαλύτερο. Ταινίες για τις δυσλειτουργικές οικογένειες, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, την καθημερινή τραγωδία των προσφύγων, τη λυτρωτική σχέση του ανθρώπου με τη φύση, τη δύναμη της φιλίας, την απώλεια, το φόβο της ανυπαρξίας, την έλλειψη επικοινωνίας, τον απρόσωπο και καταπιεστικό κρατικό μηχανισμό. Ταινίες που μας αποζημίωσαν, που βρήκαν τον τρόπο να μας συγκινήσουν, όπως συνέβη και με την εξαιρετική συζήτηση που ακολούθησε των προβολών, διάρκειας πάνω από μιάμιση ώρα, με την οποία ολοκληρώθηκε το διήμερο. Τέσσερις νέοι σκηνοθέτες, από μακρινά σημεία της Αθήνας, άφησαν τις δραστηριότητές τους αυτό το κυριακάτικο απόβραδο και ήρθαν στο Βριλήσσια, να συναντήσουν το κοινό τους και να συζητήσουν μαζί του για τις ταινίες τους αλλά και για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου και του Φεστιβάλ Δράμας: Ο βραβευμένος με τον Αργυρό Διόνυσο για «Το νανούρισμα της Μαρίας» Ντίνος Παναγόκος, ο Νίκος Αυγουστίδης («Ummi») που τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, «ΝΤΙΝΟΣ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗΣ», ο παλιός γνώριμος του Cine-Δράση Δημήτρης Νάκος, που η ταινία του «Η Αλίκη στο καφέ» διακρίθηκε και στο διεθνές διαγνωστικό τμήμα και ο Δημήτρης Κατσιμίρης, απάντησαν σε κάθε ερώτηση των θεατών και τους προκάλεσαν να εκφράσουν τις δικές τους παρατηρήσεις.
Είναι φυσικό, μετά τις προβολές και την ψυχρολουσία από την ποιότητα πολλών ταινιών, να προκληθεί προβληματισμός για το αν αξίζει να επιμένουμε σε τέτοιες δραστηριότητες. Η αλήθεια πάντως είναι, ότι συλλογικότητες όπως το Cine-Δράση, επιβάλλεται να φέρνουν το κοινό σε επαφή με τις νέες κινηματογραφικές παραγωγές, ανεξάρτητα αν κάποιες από αυτές δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μας, αν δεν συγκινούν ή ακόμη και αν απογοητεύουν τους θεατές. Γιατί η προβολή τους, εκτός από την ανάγκη ψυχαγωγίας, (με ό,τι αυτή η λέξη περιλαμβάνει), υπηρετεί και ορισμένες άλλες ανάγκες:
Καταρχήν, υπηρετεί την ανάγκη οι, γενικά υποτιμημένες, ταινίες μικρού μήκους να συναντήσουν το κοινό τους. Μετά την κατάργηση, γύρω στο 2000, της υποχρέωσης των αιθουσαρχών να δείχνουν πριν από κάθε προβολή και μια ταινία μικρού μήκους, το κοινό τους περιορίστηκε δραματικά και απέμειναν να τις παρακολουθούν οι ελάχιστοι που παρακολουθούν τα Φεστιβάλ και οι λίγο περισσότεροι, τις εκδηλώσεις που οργανώνονται από τις ανά την Ελλάδα κινηματογραφικές λέσχες. Η γνώμη όμως του κοινού, θετική ή αρνητική, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη βελτίωση του έργου του σκηνοθέτη, και αυτή μόνον έτσι μπορεί να διαμορφωθεί. Επομένως, αυτές οι πρωτοβουλίες ενισχύουν και στηρίζουν τους συντελεστές των ταινιών, τα Φεστιβάλ, τον ίδιο τον ελληνικό κινηματόγραφο.
Οι άνθρωποι που αγαπάμε το σινεμά, νοιαζόμαστε για το μέλλον της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής. Δεν έχουμε αυταπάτες. Ξέρουμε ότι και αυτός ο χώρος έχει τις ίδιες παθογένειες που χαρακτηρίζουν ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Και εδώ ίσως, ελλοχεύουν σκάνδαλα, οικονομικά ή άλλα, σαν αυτό της ΑΕΠΙ ή άλλα, μη οικονομικά, όπως η αδυναμία επί δύο σχεδόν χρόνια να οριστεί υπεύθυνος στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (το ίδιο ακριβώς θέμα υπάρχει τώρα για το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος). Ξέρουμε ότι κι εδώ δεν βασιλεύει η αξιοκρατία, ότι η επιλογή, όσο και να φαίνεται αντικειμενική και δημοκρατική, συχνά εξυπηρετεί άλλους σκοπούς και επιβραβεύει «ημέτερους» και όχι ικανούς και ταλαντούχους. Ξέρουμε επίσης, ότι υπάρχουν στοιχεία αλήθειας στην άποψη ότι το Φεστιβάλ Δράμας, που εφέτος κλείνει τα σαράντα του χρόνια, γέρασε. Τι να πει όμως τότε κανείς για το Βερολίνο που έκλεισε τα 67 και για τις Κάννες που κλείνουν σε λίγο τα 70 τους χρόνια;
Αν υπάρχει μια γερασμένη νοοτροπία ή ένα γραφειοκρατικό καθεστώς, απαραίτητη προϋπόθεση για να ανατραπεί είναι η γνώση και η συμμετοχή. Και εάν αυτούς τους δύσκολους καιρούς χρειάζεται να βγάλουμε ένα συμπέρασμα, αυτό θα πρέπει να είναι ότι δεν μπορούμε πλέον να αφήνουμε τις τύχες μας, σε κανέναν τομέα της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, ούτε της πολιτιστικής ζωής της χώρας, στα χέρια ειδικών και ειδημόνων. Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει αν δεν αναλάβουν κάθε φορά οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Και ο πολιτισμός, η πολιτιστική παραγωγή του τόπου, είναι κάτι που μας αφορά όλους.
Μαρίνα Παπαχριστοδούλου
*Στη φωτογραφία, οι σκηνοθέτες της δεύτερης ημέρας. Από αριστερά: Δημήτρης Κατσιμίρης, Νίκος Αυγουστίδης, Ζωή Μπουλέρου (Cine-Δράση), Δημήτρης Νάκος και Ντίνος Παναγόκος.