Χρίστος Κυθρεώτης: «Εκεί που ζούμε»

2019-07-25 19:04

Χρίστος Κυθρεώτης: «Εκεί που ζούμε»

Μετά τους τεράστιους μεταπολεμικούς και μεταπολιτευτικούς πεζογράφους, οι οποίοι πέραν των έντονων προβληματισμών τους στο πολιτικό πεδίο, ασχολήθηκαν επισταμένως και με την κοινωνική διάσταση του σύγχρονου, ελεύθερου και μεταχουντικού ελληνικού κράτους, έρχονται τώρα οι νεότεροι, σαραντάρηδες, ίσως και μικρότεροι, να θέσουν τη δική τους πινελιά πάνω στη δεκαετή κρίση που όλοι βιώσαμε, πάνω σε αυτή την περίεργη οικονομική και πολιτισμική κατάρρευση, που είτε μας την επέβαλαν, είτε μόνοι μας ριχθήκαμε στα κάτεργα, δεν παύει να είναι δύσκολη και παραμορφωτική. Ένας τέτοιος πεζογράφος είναι ο καταγόμενος από την Κύπρο Χρίστος Κυθρεώτης, ο οποίος, με το δεύτερο μόλις βιβλίο του και το πρώτο μυθιστόρημα, κυριολεκτικώς κάνει φύλλο και φτερό την Ελλάδα της κρίσης αλλά και εκείνη της ψεύτικης ευμάρειας, την οποία και κατακρίνει όχι τόσο με πολιτικούς όρους, όσο με κοινωνική ανάλυση.

Ο Κυθρεώτης, κάνοντας το εξής πρωτότυπο (όχι όμως πρωτοφανέρωτο), να περιγράψει δηλαδή τις δραστηριότητες ενός σχετικά νέου δικηγόρου μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο (το μυθιστόρημα αρχίζει όταν ο ήρωας το πρωί πίνει τον καφέ του στο μπαλκόνι του σπιτιού του βλέποντας την πόλη να ξυπνά και τελειώνει τα ξημερώματα της επόμενης ερχόμενος πίσω στο διαμέρισμά του, μετά την επίσκεψη στο νοσοκομείο, όπου φιλοξενείται το πτώμα της πελάτισσάς του, που εξέπνευσε το μεσημέρι, παρέα με τον γιο της), οφείλει να διακτινιστεί στο παρελθόν, να μιλήσει για τους έρωτες και τους χωρισμούς του, για τις σπουδές του, για τις σχέσεις με τους χωρισμένους γονείς του και την αδελφή του, για τη δουλειά του κ.λπ., επιχειρώντας παράλληλα μια εις βάθος ανατομία στο δικηγορικό επάγγελμα, το οποίο, όπως και να το δει κανείς, μετά το πανεπιστήμιο δεν είναι και το πλέον ιδανικό, που κάποιος θα ονειρευόταν να ασκήσει. Άρα τα ευτράπελα των δικαστηρίων, ο θάνατος της κατηγορουμένης, το ραντεβού με τη Στέλλα, η μεταφορά του γεωτρύπανου στον Ορχομενό, η γιορτή που δίνει η Άννα στο μπαρ και οι εμμονές του Κώστα για την αντίπαλη συνήγορο και, τέλος, το νεκροτομείο, ασφαλώς και θα ήταν πολύ λίγα για να πραγματοποιούσε το ογκώδες μυθιστόρημα που ο Κυθρεώτης ήθελε να κάνει, έτσι πεταγόμαστε στο παρελθόν, το αξιολογούμε, το διαλευκαίνουμε, το αναφέρουμε, το αναλύουμε μαζί του, υποτασσόμενοι στη στέρεη δομή του και στη μεταμοντέρνα κατασκευή του.

Ολόκληρο το μυθιστόρημα κινείται σε πολύ υψηλά πεζογραφικά στάνταρ, μερικά σημεία όμως είναι απίστευτα συναρπαστικά.

Ας πιαστούμε από αυτό το τελευταίο για να πάμε παρακάτω. Είναι αληθινά απίστευτη η δεινότητα με την οποία ο Κυθρεώτης δομεί το έργο του, είναι απίστευτα εντυπωσιακή η κατασκευή του (παρότι η γλώσσα είναι απλά και σύγχρονα ελληνικά, τα οποία αντιτίθενται σε κάθε είδους διανοουμενισμό), είναι σφοδρότατα αναλυτική η παράθεση (μιλάμε δηλαδή για ένα εκατό τα εκατό πεζό κείμενο), είναι μεγάλη η ροή της αφήγησης, έτσι ώστε δεν αφήνει κανένα περιθώριο χάσματος ή κενού, που θα μπορούσε να χαλάσει μια εικόνα μιας θεσπέσιας δημιουργίας. (Θέλω εδώ να επισημάνω πως δεν υπερβάλλω για λόγους που ίσως μόνο εγώ γνωρίζω, το αντίθετο, μιλώ ρεαλιστικά για ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουν όλοι οι αναγνώστες, οι οποίοι και ενδιαφέρονται για τη σύγχρονη λογοτεχνία. Επίσης, δεν υπερβάλλω αλλά λέω την αλήθεια για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, και για τον λόγο ότι είναι μόλις το πρώτο, άρα την όποια συγκατάβαση και επιείκεια που θα έπρεπε να δείξουμε, δεν μας αφήνει το ίδιο το έργο να κάνουμε πράξη.) Το πώς λοιπόν το συγκεκριμένο βιβλίο είναι δομημένο, η όποια του ατμόσφαιρα, το ύφος που αλλάζει ανάλογα με το συμβάν, ο ρυθμός του, η έντονη εικονοπλασία, η κινηματογραφική του χροιά, η εποχή που προσανατολίζει και εκείνη που αποτελεί παρελθόν και, τέλος, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία δεν παραπέμπει φυσικά σε προσωπικά βιώματα όσο σε στοιχεία που συλλέχτηκαν, όλα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο συγγραφέας είναι ένας γνήσιος παραμυθάς, ένας αφηγητής διαστάσεων, ένας γλωσσομαθής κοινωνικών συνιστωσών, ένας πεζογράφος που τηρεί τις συνθήκες που υποσχέθηκε και ένας γραφιάς, ο οποίος τις ώρες που εργάζεται είναι σίγουρο πως στο μυαλό του υπάρχει πάντα η ψυχαγωγική πλευρά των αναγνωστών του, η δική τους απόλαυση.

Ολόκληρο το μυθιστόρημα κινείται σε πολύ υψηλά πεζογραφικά στάνταρ, μερικά σημεία όμως είναι απίστευτα συναρπαστικά. Για παράδειγμα, ό,τι κινείται γύρω και μέσα στα δικαστήρια, όλα όσα λαμβάνουν χώρα στον ναό της δικαιοσύνης, το χαλαρό αφηγηματικό ύφος που χαρακτηρίζει και τη λειτουργία αλλά και τους λειτουργούς της δικαιοσύνης, όλο αυτό που θα μας οδηγήσει από το πρωί μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης είναι πράγματι απολαυστικό. Στη συνέχεια, ό,τι έχει σχέση με τον πατέρα και τη μεταφορά του παράνομου γεωτρύπανου, το ταξίδι στο Χαλκούτσι, οι άνθρωποι που συναντά, η καλυμμένη εντιμότητα του πατέρα για την τελευταία του πριν από τη συνταξιοδότηση ευθύνη, η πορεία προς τον Ορχομενό, η παράδοση, η επιστροφή, οι ταραγμένες σχέσεις πατέρα και γιου. Τέλος, ό,τι έχει να κάνει με τον θάνατο της Δημητριάδου, ο γιος της, η εμμονή του ενάντια στην ενάγουσα δικηγόρο, καθώς τη θεωρεί υπαίτια για τον θάνατο της μητέρας του και εν κατακλείδι ο ερχομός τους στο νοσοκομείο και, μετά την απαιτούμενη γραφειοκρατία, στο νεκροτομείο, όπου βλέπουν τη θανούσα για τελευταία φορά πριν από την κηδεία της. Αυτά τα σημεία, στα οποία ο Κυθρεώτης δίνει τη μεγαλύτερη ενέργειά του, καθορίζουν το κλίμα ενός μυθιστορήματος το οποίο πριν από όλους πρέπει να διαβάσουν όλοι οι επαγγελματίες δικηγόροι και στη συνέχεια όλοι όσοι διατείνονται πως τα πάντα έχουν λεχθεί (εν μέρει από Έλληνες δημιουργούς) άρα εμπιστευόμαστε τους ξένους περισσότερο, πράγμα το λιγότερο ψευδές, καθώς οι νεότεροι δουλεύοντας εξωστρεφώς μας φανερώνουν κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους, που και άγνωστες μας είναι αλλά και προχωρημένες όταν –και αυτό ισχύει στο έπακρο– δεν είναι περιχαρακωμένες.

xkithrΌταν ξεκινάς την περιπέτεια της ανάγνωσης ενός ογκώδους μυθιστορήματος τετρακοσίων σαράντα σελίδων (ακόμη και αν έχεις υπ’ όψιν σου τα εύσημα που ακολουθούν τον συγγραφέα), ξέρεις πολύ καλά πως η διαδικασία δεν θα είναι πολύ εύκολη, ο αντίπαλος θα είναι σκληρός και ανελέητος, θα είναι απρόβλεπτος και ίσως δυσοίωνος. Με αυτή τη λογική απαιτείται κάποιος χρόνος για να μπεις στο πετσί του έργου, να καταλάβεις δηλαδή προς τα πού το πάει. Όταν φτάσετε λοιπόν εκεί (δηλαδή ίσα με το πέρας του πρώτου κεφαλαίου), ο δρόμος που ανοίγεται μπροστά σας είναι όχι απλώς λεωφόρος, αλλά ταχείας κυκλοφορίας. Μην κόψετε ταχύτητα, απλώς να έχετε τις αισθήσεις σας σε επιφυλακή, προκειμένου να απολαύσετε ένα ταξίδι που διαρκεί μια μέρα και καμιά τριανταπενταριά χρόνια ακόμα.

 

Εκεί που ζούμε
Χρίστος Κυθρεώτης
Εκδόσεις Πατάκη
440 σελ.
ISBN 978-960-16-8252-5
Τιμή €17,90
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr