Χρήστος Δεσύλλας: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

2017-06-13 18:49

Χρήστος Δεσύλλας: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Χρήστος Δεσύλλας γεννήθηκε στην Πάτρα και έζησε εκεί τα εφηβικά του χρόνια. Σπούδασε με υποτροφία σε πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, όπου τελείωσε και τις μεταπτυχιακές σπουδές του ως χημικού. Εκεί ασχολήθηκε με την έρευνα, ενώ ταυτόχρονα δίδαξε σε δυο πανεπιστήμια. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από παραμονή ενός έτους στην Ολλανδία, όπου εξειδικεύτηκε στον τομέα των τροφίμων και ανέλαβε τη διεύθυνση βιομηχανίας βρεφικών τροφών. Από το 1988, ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα και είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Έχει ταξιδέψει σε σαράντα χώρες, μια πολύτιμη εμπειρία όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, που τον βοηθάει στο γράψιμο των βιβλίων του. Έχει εκδώσει έντεκα μυθιστορήματα, (Το πρώτο Αχ, Αντριανή!... και το τελευταίο Μαντάμ Στεφανί), πέντε παιδικά, (Το Λουκουμοδάσος, Το Βροχοπούλι, Το μυστικό της σπηλιάς των πειρατών, Ο Κορκοφίγκος στη χώρα των σοφών, Ο Κορκοφίγκος και οι κολλητοί του), δυο συλλογές διηγημάτων, μία νουβέλα και ένα θεατρικό.

Ποια ήταν η αφορμή για να γραφτεί το μυθιστόρημα Μαντάμ Στεφανί;

Κάθε γυναίκα και μια ιστορία, ιδιαίτερα εκείνες που σκοπό στη ζωή τους έβαλαν να αναρριχηθούν και να φθάσουν εκεί που ακόμη και μια εφήμερη δόξα θα ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες τους. Τα μυθιστορήματά μου στην πλειοψηφία τους έχουν συνήθως γυναίκες ηρωίδες με έντονο τον ερωτισμό, το πάθος, τις σχέσεις, την περιπέτεια. Αυτό γίνεται συνειδητά γιατί πιστεύω στον έρωτα. Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον με γυναίκες που με λάτρεψαν η κάθε μια με τον δικό της τρόπο, κι εγώ πάντα ανταπέδιδα την αγάπη τους, μοιράζοντας ακόμη και συγχωροχάρτια στις «παραστρατημένες» που έκαναν τον έρωτα θεό επειδή τον ένιωθαν και όχι όταν πληρώνονταν. Όπως καταλαβαίνετε, λοιπόν, δεν χρειάζεται να υπάρχει ιδιαίτερη αφορμή για να γράψω μιαν ακόμη ξεχωριστή ιστορία σαν αυτή της Μαντάμ Στεφανί. Μου αρέσει να ανακαλύπτω τα ερωτικά μυστήρια των γυναικών και να τα φέρνω στην επιφάνεια. Πολλές φορές το περιεχόμενό τους είναι σκληρό, δεν το αλλάζω γιατί και η ζωή είναι σκληρή, αποφεύγω τα μελό.

Έχετε στηριχτεί σε κάποια αληθινή ιστορία;

Πρέπει να υπάρχει πάντα κάποια βάση στην ιστορία που γράφω την οποία θα έχω προσωπικά βιώσει ή ακούσει, διαφορετικά μου είναι αδύνατον να δημιουργήσω ένα μυθιστόρημα από το τίποτα –με εξαιρέσεις, φυσικά–, και αυτό επειδή θεωρώ πως, ό,τι είναι αληθινό, είναι και πιστευτό. Αφορμή λοιπόν η Στεφανία, ένα κορίτσι της γειτονιάς μου με έντονα όμορφα χαρακτηριστικά την οποία γνώρισα όταν εκείνη βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία, όμως τα ακούσματα που είχα ήταν καθημερινά, λες και οι γειτόνοι κρατούσαν ημερολόγιο για τη ζωή της, εξαιτίας της έντονης προσωπικότητάς της και των μεγαλεπήβολων ονείρων της. Η μυθοπλασία φυσικά κι εδώ είναι υπαρκτή, όμως απόλυτα αληθινή είναι η ζωή της φίλης της Λουίζας που είναι συμπρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημα, δυο καλλονές με ευωδιαστά ονόματα, που η δεύτερη έγινε το σκαλοπάτι για ν’ ανεβεί η Στεφανία καλλιτεχνικά και κοινωνικά στην κοσμική Ρώμη.

Αφορμή λοιπόν η Στεφανία, ένα κορίτσι της γειτονιάς μου με έντονα όμορφα χαρακτηριστικά την οποία γνώρισα όταν εκείνη βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία, όμως τα ακούσματα που είχα ήταν καθημερινά, λες και οι γειτόνοι κρατούσαν ημερολόγιο για τη ζωή της, εξαιτίας της έντονης προσωπικότητάς της και των μεγαλεπήβολων ονείρων της.

Στη ζωή υπάρχουν οι μοιραίες γυναίκες. Πώς νιώθει μια γυναίκα όταν ακροβατεί ανάμεσα στη στέρηση και την ηδονή;

Δεν νομίζω πως μπορώ να απαντήσω αντικειμενικά, σαν άντρας, στην ερώτησή σας, αφού τα συναισθήματα είναι διαφορετικά στα δύο φύλα. Θεωρώ πως το θέμα είναι πολυσύνθετο και εδώ υπεισέρχονται διάφοροι παράγοντες όπως η ψυχοσύνθεση του ατόμου, βιολογικές λειτουργίες, παιδεία, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον και τόσα άλλα. Η Στεφανία, εκεί στην αμαρτωλή, κατεστραμμένη πόλη της Πομπηίας, μέσα στα λουτρά με τους ερωτικούς πίνακες στους τοίχους, ζει τις δικές της φαντασιώσεις και αποφασίζει για τον εαυτό της πως η συνουσία δεν είναι κάτι πιο χυδαίο απ’ τον θάνατο.

Στο μυθιστόρημά σας υπάρχει το στοιχείο της αδιέξοδης αγάπης. Από την άλλη, αφήνετε μια χαραμάδα ελπίδας. Αυτή η χαραμάδα υπάρχει και στην πραγματικότητα;

Ήδη έχω αναφέρει ότι τα πρόσωπα είναι υπαρκτά και οι καταστάσεις αληθινές. Αλίμονο αν δεν υπήρχε η χαραμάδα ελπίδας στον κάθε άνθρωπο, γιατί στην αντίθετη περίπτωση θα ζούσε στο σκοτάδι της αβεβαιότητας. Η ελπίδα μάς δίνει φτερά, διατηρεί την αισιοδοξία μας περιμένοντας κάτι καλύτερο για το αύριο. Μοιάζει με γιατρικό μελλοντικό, που δεν ανακαλύφθηκε ακόμη και το περιμένουμε με μεγάλη αγωνία.

Μαντάμ Στεφανί

Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει η λύτρωση. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη ζωή;

Δεν ξέρω πώς να διατυπώσω τη σκέψη μου. Την τελική λύτρωση τη φέρνει ο θάνατος, χωρίς να υπονοώ ότι τον περιμένω, γιατί είμαι αισιόδοξο άτομο και αγαπώ τη ζωή. Οι κακοτυχίες όμως δεν μας εγκαταλείπουν, γίνονται εφιάλτες που περιμένουμε κάποτε να τελειώσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Εάν αυτό δεν συμβεί, υπάρχει η άλλη λύση, ο χρόνος που επουλώνει τις πληγές και η σκόνη της λησμονιάς που καλύπτει το κακό παρελθόν. Το τέλος ενός βιβλίου θεωρώ πως είναι διαφορετικό από το τέλος μιας ζωής, γιατί ο άνθρωπος κουβαλάει εμπειρίες πολλών χρόνων. Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά, μπορεί η λύτρωση να μην είναι εκείνη ακριβώς που περιμέναμε, όμως έρχεται από μόνη της με μια άλλη μορφή, καθόλου βασανιστική, αφού έχουμε ήδη μάθει να αγαπάμε, να διαλέγουμε, να καρτερούμε, να απορρίπτουμε και να συγχωρούμε.

Στο Μαντάμ Στεφανί αναφέρεστε στις πολιτικές αναταράξεις του Μεσοπολέμου. Τι σας γοήτευσε σ’ αυτή την εποχή;

Τι θα μπορούσε να με γοητεύσει περισσότερο από τη γενιά του 1930; Γιατί; Διότι ήταν η γενιά των Ελλήνων λογοτεχνών και καλλιτεχνών που βρέθηκαν στο αποκορύφωμα της δημιουργικής τους πορείας, με αποκορύφωμα τα δυο Νόμπελ Λογοτεχνίας που χάρισε στην Ελλάδα. Ήταν εκείνοι που έφεραν την πεζογραφία από την ειδυλλιακή επαρχία στις πόλεις, κοντά στην πραγματικότητα και τις ανησυχίες του μεταπολεμικού ανθρώπου. Μια εποχή που ήρθε σε ρήξη με το παρελθόν, αγκάλιασε τον μοντερνισμό και πάντρεψε την τέχνη του Έλιοτ με τη λαϊκή αφήγηση του Μακρυγιάννη.

Τι έχει μείνει ίδιο στην Ελλάδα από τον Μεσοπόλεμο μέχρι το 2017;

Η ιστορία μάς διδάσκει ότι τίποτα δεν παραμένει το ίδιο, όλα κάποτε αλλάζουν. Στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δυο πολέμων, υπάρχει πάντα η τάση για δημιουργία. Οι άνθρωποι προσπαθούν να εξορκίσουν το κακό παρελθόν και πορεύονται με ρότα την ανάπτυξη. Οραματίζονται ένα καλύτερο αύριο που δυστυχώς στις μέρες μας έχει γίνει ουτοπία και αυτό το γνωρίζουν οι πάντες. Επομένως το μόνο που έχει μείνει ίδιο στην Ελλάδα είναι η δυστυχία που φέρνει ο πόλεμος και, στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρομαι στον αόρατο οικονομικό πόλεμο, που έχει θύματα όχι από τα όπλα, αλλά από τις χρηματοοικονομικές αποφάσεις που παίρνουν οι σοφοί της «Ενωμένης Ευρώπης», η οποία έχει αφήσει μια πικρόξινη γεύση στους Έλληνες.

Λένε ότι η λογοτεχνία είναι πλασμένη για να ελαφρύνει το αφόρητο βάρος της καθημερινότητας. Συμφωνείτε;

Μετά βεβαιότητας αυτό ισχύει για τον δημιουργό, εννοώ τον ίδιο τον συγγραφέα, εάν κρίνω από τον εαυτό μου. Γράφοντας, παραδίνομαι στη μαγεία της περιπέτειας, ζω την κάθε στιγμή των προσώπων της ιστορίας μου, η οποία μοιάζει με αστρικό ταξίδι που με μεταφέρει σε άγνωστους κόσμους, ξεχνώντας τη μιζέρια της καθημερινότητας. Παρεμβαίνω στη ζωή κάποιου άλλου που τον έχω πλάσει στα μέτρα μου, όπως ακριβώς τον θέλω ή με εξυπηρετεί. Βέβαια! Υπάρχει ευτυχία, μια μακαριότητα, θα έλεγα. Το ίδιο ισχύει και για τον αναγνώστη, ο οποίος απολαμβάνει την ανάγνωση του βιβλίου, μόνο που η διάρκεια της απόλαυσης εκείνου κρατάει όσο και η ανάγνωση.

Σήμερα υπάρχουν εργαστήρια που διδάσκουν πώς πρέπει να γράφει ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας. Διδάσκεται άραγε η γραφή; Ποια είναι η γνώμη σας;

Κανείς δεν γεννιέται συγγραφέας, καλλιτέχνης ή οτιδήποτε άλλο. Όλα γίνονται με εκπαίδευση και τα άριστα αποτελέσματα έρχονται μετά από μακροχρόνια πείρα. Η δουλειά του συγγραφέα, όπως και πολλών άλλων, πιστεύω πως είναι μια συνεχής αναζήτηση στη μάθηση και τις τάσεις που επικρατούν, επομένως και τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής που έγιναν της «μόδας», νομίζω πως δεν βλάπτουν, αλλά προσθέτουν ένα λιθαράκι στον εκκολαπτόμενο συγγραφέα. Η γραφή δεν νομίζω πως διδάσκεται μέσα σε λίγους μήνες, ίσως κάποιες από τις τεχνικές της. Για τη σωστή γραφή, θα πρέπει να έχει προηγηθεί η κατάλληλη σπουδή, η συνεχής μελέτη λογοτεχνικών βιβλίων, ταξίδια ανά τον κόσμο που προσφέρουν εμπειρίες και εμπλουτισμό των γνώσεων. Στις μέρες μας η ζήτηση των βιβλίων είναι μικρή, αλλά οι επίδοξοι συγγραφείς όλο και πληθαίνουν, μαζί και τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής.

Σήμερα εκδίδονται παρά την κρίση πολλά λογοτεχνικά βιβλία. Υπάρχουν «εργαλεία» που βοηθούν τους αναγνώστες να επιλέξουν; Τι θα τους συμβουλεύατε;

Ας αρχίσουμε από τους δοκιμασμένους συγγραφείς, εκείνους που τα βιβλία τους κυκλοφορούν χρόνια και γεμίζουν τις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Τα βιβλία των συγκεκριμένων συγγραφέων που επιμένουν οι εκδοτικοί οίκοι να παράγουν, έχουν τύχει της αποδοχής από το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Φυσικά δεν είναι ο κανόνας και το λέω από προσωπική εμπειρία, αφού χρόνια πριν, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μου μυθιστόρημα και έγινε best seller, δεν με γνώριζε κανείς. Είναι δύσκολο να δώσω μια δική μου συμβουλή, αφού το αναγνωστικό κοινό ποικίλλει. Εύκολα μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει το θέμα που τον ενδιαφέρει από τον τίτλο και διαβάζοντας το οπισθόφυλλο, όμως το είδος της γραφής είναι εκείνο που κάνει τη διαφορά και περιπλέκει τα πράγματα, διότι η εύκολη γραφή, η ξεκούραστη, η αβίαστη για πολλούς αναγνώστες, η προσιτή στην καθημερινότητα ελκύει, όπως και τα θέματα ρουτίνας που περιγράφονται ή τα άλλα με περιεχόμενο το «σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς». Όσους προτιμούν αυτού του είδους τα βιβλία δεν τους επικρίνω, γιατί στις δύσκολες ημέρες που περνάμε, αναζητάμε κάτι που θα μας ξεκουράσει. Ας μην ξεχνάμε πως οι άνθρωποι που συστηματικά διαβάζουν έχουν το ένστικτο του καλού βιβλίου, που το αναγνωρίζουν ξεφυλλίζοντάς το και διαβάζοντας μερικές από τις παραγράφους του.

Στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δυο πολέμων, υπάρχει πάντα η τάση για δημιουργία. Οι άνθρωποι προσπαθούν να εξορκίσουν το κακό παρελθόν και πορεύονται με ρότα την ανάπτυξη. Οραματίζονται ένα καλύτερο αύριο που δυστυχώς στις μέρες μας έχει γίνει ουτοπία.

Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;

Πολλά χρόνια πίσω και πριν φύγω για την Αμερική, εκτός από τα κλασικά εικονογραφημένα, θυμάμαι ότι είχα διαβάσει τον Κόμη Δράκουλα, δανικό βιβλίο από συμμαθητή μου. Ήταν το πρώτο μυθιστόρημα που με είχε αφάνταστα επηρεάσει και συναρπάσει, αναφερόμενο στον αιμοχαρή κόμη της Τρανσυλβανίας. Αργότερα, φοιτητής σε πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, βλέποντας τους επιβάτες των μαζικών μέσων μεταφοράς στις σχετικά μακρινές αποστάσεις να διαβάζουν, άρχισα να κρατώ κι εγώ ένα βιβλίο στο χέρι, κυρίως μέσα στο μετρό. Τυχαία κάποιο βράδυ είχα παρακολουθήσει στην τηλεόραση την παγκόσμια πρεμιέρα του έργου Ο γυάλινος κόσμος του Τένεσι Ουίλιαμς με την Κάθριν Χέμπορν και τον Μάικλ Μοριόρι. Από το βράδυ εκείνο ο Τένεσι Ουίλιαμς έγινε ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Άρχισα να διαβάζω τα βιβλία του που με καθήλωσαν, όπως το Γλυκό πουλί της νιότης», Λεωφορείο ο πόθος, Ο γυάλινος κόσμος, Νύχτα της Ιγκουάνα και άλλα. Τον θεωρώ μεγάλο δραματικό συγγραφέα, που άγγιξε κάθε μόριο του σώματός μου. Είναι ο καλλιτέχνης που έσπρωξε τον ρεαλισμό προς το συναίσθημα και τον ψυχισμό. Φυσικά ακολούθησαν και άλλοι Αμερικανοί συγγραφείς που τίμησαν την παγκόσμια λογοτεχνία.

Τι σας έκανε να ξεκινήσετε να γράφετε;

Κάποτε ήμουν καλεσμένος στην εκπομπή «Άξιον Εστί» του Βασίλη Βασιλικού, ο οποίος μου είχε κάνει την ίδια ακριβώς ερώτηση και η απάντηση ήταν πως ποτέ δεν είχα τολμήσει να γράψω κάτι, με εξαίρεση τα γράμματα που έστελνα συχνά στους γονείς μου, αλλά και μια μετάφραση που είχα κάνει του θεατρικού Η μικρή μας πόλη του Θόρντον Ουάιλντερ, επειδή μου άρεσε. Όμως, διαβάζοντας λογοτεχνικά βιβλία, αφού τα τέλειωνα, στη συνέχεια έπλαθα τις δικές μου φανταστικές ιστορίες, για το πώς θα ήθελα αυτό που είχα διαβάσει να είχε τελειώσει ή για τους διαφορετικούς χαρακτήρες που θα προτιμούσα. Ιδέες που γρήγορα ξεχνιόντουσαν. Κάποιο μεσημέρι του 1988, μάλλον ασυναίσθητα, έγραψα τις δυο πρώτες σελίδες του πρώτου μου μυθιστορήματος, αγνοώντας τη δυναμική τους. Τις διάβασε η συγγραφέας Ιωάννα Καρατζαφέρη λέγοντάς μου πως αυτές οι δυο σελίδες θα μπορούσαν να γίνουν η αρχή ενός μυθιστορήματος. Την άκουσα και συνέχισα.

Ποιο μυθιστόρημα έχετε διαβάσει πάνω από μία φορά;

Ένα βιβλίο που υμνεί τον αληθινό έρωτα και με καθήλωσε ενώ βρισκόμουν σε διακοπές στη Ρόδο: Έρωτας στα χρόνια της χολέρας του Gabriel Garcia Marquez. Θυμάμαι πως το πρώτο βράδυ δεν είχα κλείσει μάτι. Η Λατινική Αμερική με είχε μαγέψει, με είχε κερδίσει όπως και η γραφή του Marquez.

Τι σας έμαθαν οι γονείς σας και το τηρείτε ακόμα;

Θα έβαζα τη λέξη «μητέρα», αντί γονείς, διότι ο πατέρας μου, ένας φαμελίτης στα δύσκολα εκείνα χρόνια, δεν μπορούσε να τα προλάβει όλα. Εκείνος μόνον φρόντιζε να μη λείπει τίποτα από την πολυμελή οικογένεια. Όλα τα άλλα τα είχε αναθέσει στην πολυτάλαντη, άξια και ικανή μητέρα μας. Θα σας πω τι πίστευε εκείνη για αξίες και ιδέες που υπηρετούσε και μετέδωσε και σε μας: αισιοδοξία, αγάπη, ελπίδα για καλύτερες μέρες, συμπόνια προς τους αδύναμους, αλλά και υπέρμαχη της μάθησης. Για εκείνη δεν υπήρχε γκρίζο, αλλά μόνον άσπρο ή μαύρο. Απεχθανόταν την ημιμάθεια και φρόντιζε το τέλειο να το κάνει τελειότερο. Ελπίζω να της έμοιασα.

 

Μαντάμ Στεφανί
Χρήστος Δεσύλλας
Χατζηλάκος
368 σελ.
ISBN 978-960-6742-54-5
Τιμή: €15,90
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr