Χρήστος Χωμενίδης: «Όσο πιο δυνατά με έδερνε, τόσο πιο δυνατά του τραγουδούσα»
Ο Χρήστος Α. Χωμενίδης, στο βιβλίο του με τίτλο Όσο πιο δυνατά με έδερνε, τόσο πιο δυνατά του τραγουδούσα, μας «συστήνεται» εκ νέου μέσα από αυτόνομα διηγήματα. Κάθε κείμενό του έχει τη δομή και την εξέλιξη μιας αυτοτελούς ιστορίας, το σύνολό τους, ωστόσο, αποτελεί μια σπονδυλωτή αυτοβιογραφία.
Γόνος αστικής οικογένειας –εγγονός του εκτελεσθέντος δι’ απαγχονισμού για τα πολιτικά του πιστεύω Χρήστου Χωμενίδη, γραμματέα του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας και ιδρυτικού μέλους του ΕΑΜ–, ο Χρήστος Α. Χωμενίδης μοιάζει να είναι και αυτός μπολιασμένος με την πολιτική, όχι σαν άσκηση εξουσίας αλλά σαν γνώση ιστορική. Γνώση που αναφύεται μέσα από τις σελίδες του με ιστορικές παρεμβολές από το 1821 αλλά περισσότερο από τον Εμφύλιο και τη Μεταπολίτευση, καθώς και με αναφορές προσώπων που επηρέασαν τις ιστορικές και κοινωνικές εξελίξεις. Τα ιστορικά γεγονότα μοιάζουν στα χέρια του με τραπουλόχαρτα: ανάλογα με το θέμα της αφήγησης τραβά το κατάλληλο χαρτί για να εξιστορήσει και να ερμηνεύσει τις ρίζες των δεινών μας.
Ως εκ τούτου, δικαίως υπάρχει ο υπότιτλος «Συλλογική αυτοβιογραφία», διότι είναι η εικόνα της ζωής όλων μας. Δεν λείπει κανείς!
Και αυτό το «Σοφό παιδί» από την πρώτη σελίδα του βιβλίου κοιτά στα μάτια τον αναγνώστη σαν να τον έχει μπροστά του, του μιλά στον ενικό εξαφανίζοντας κάθε απόσταση. Με αμεσότητα και απλότητα αρχίζει την αφήγηση. Ορμητικός, ρεαλιστής και χειμαρρώδης, χτίζει σε κάθε διήγημα έναν ολόκληρο κόσμο και μιλά για τη ζωή του. Κάποιες στιγμές γίνεται συγκινητικός –ποτέ μελό– αποδίδοντας τιμή, σεβασμό, εύσημα αλλά και τριαντάφυλλα στην Κλυτώ που δεν δικαιώθηκε εν ζωή. Το ίδιο ρεαλιστής και ταυτόχρονα ανθρώπινος και πλήρης συναισθημάτων, συνεχίζει να αφηγείται τα γεγονότα της ζωής που τον ανάγκασαν να καταρρίψει τον μύθο του Αϊ-Βασίλη – τοποθετώντας τον εαυτό του στη θέση του.
Αναφέρεται στον Ανδρέα αναγνωρίζοντας τον ρόλο του στην κοινωνική εξέλιξη και ελευθερία του ατόμου –με την αποποινικοποίηση της μοιχείας–, σχολιάζοντας ταυτόχρονα και τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται η Ελλάδα να σύρεται από την Κατοχή στη Μεταπολίτευση και κατόπιν στην αλόγιστη σπατάλη και τον δανεισμό. Η εφηβεία του, ανάμεικτη με παιδικότητα και με κάτι άγνωστο, έχει σημαντική θέση στις αφηγήσεις του, ενώ συνυπάρχει και με την απερίσκεπτη «εφηβεία» της Ελλάδας τότε που συσσώρευε το σημερινό κακό. Ταυτόχρονα με την εσωτερική του έκρηξη αφήνει να διαφαίνεται και μια άλλη έκρηξη γύρω του: της Ελλάδας. Υπερασπίζεται όλους όσοι σαν μύθοι παρέμειναν στο μυαλό μας διαμορφώνοντάς μας από τότε μέσα από τη μουσική, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τα βιβλία, τα θερινά σινεμά: Ελύτης, Μάνος Χατζηδάκις, Μέριλιν Μονρόε, Τσε Γκεβάρα, Μαντόνα, Γκάλης, Λαμπρούκος, Καραγάτσης, Μίκης, Κακογιάννης, τα περιοδικά Κλικ και Βαβέλ, Άντι Γουόρχολ... ο πρώτος πληρωμένος έρωτας. Μετέπειτα η λογοτεχνία –με τον Φύλακα στη Σίκαλη– τον σημαδεύει και μπαίνει πολύ δυνατά στη ζωή του. Τέλος, εισάγεται στη Νομική. Με πολύ διακριτικό χιούμορ αφηγείται πώς –σαν ασκούμενος δικηγόρος τότε– παρακολουθούσε την παρωδία/τραγωδία κάποιων δικηγόρων που αγόρευαν προσπαθώντας όχι τόσο να αθωώσουν τους πελάτες τους, όσο να τους πείσουν ότι τουλάχιστον εκείνοι προσπάθησαν. Σαν πολιτικοί!
Τα ιστορικά γεγονότα μοιάζουν στα χέρια του με τραπουλόχαρτα: ανάλογα με το θέμα της αφήγησης τραβά το κατάλληλο χαρτί για να εξιστορήσει και να ερμηνεύσει τις ρίζες των δεινών μας.
Λίγο αργότερα, παντρεμένος όντας, η ζωή τού δείχνει το πιο σκληρό της πρόσωπο μέσα σε έξι μήνες. Ακόμη και τότε, ακομπλεξάριστος, αφηγείται, αυτοσαρκάζεται αφήνοντας τη ζωή να τον τσακίζει κυριολεκτικά, ενώ αυτός με διαφυγή τον έρωτα της αντιστέκεται. Όσο πιο δυνατά τον έδερνε η ζωή, τόσο πιο δυνατά της τραγουδούσε. Και όσο και αν η ζωή πλησίαζε τον θάνατο, εξακολουθούσε να χορεύει γύρω τους γεμάτη ορμές και επιθυμίες.
Η οικονομική κρίση και αυτή παρούσα, οι χαμαιλέοντες, οι σπογγοκωλλάριοι των διάφορων πολιτικών. Επίσης, οι μετανάστες, οι άστεγοι, η τρομοκρατία και οι τρομοκράτες δεν λείπουν από τις αφηγήσεις του, δίνοντας και την άλλη εικόνα της Αθήνας. Όπως, επίσης, η αδυναμία των κυβερνήσεων να καθαρίσουν τον τόπο στα Εξάρχεια από τα εγκλήματα και τον τρόμο που εδρεύει εκεί. Η κοινωνία, μετά την εποχή του life style, μοιάζει να είναι μπουκωμένη αγανάκτηση και να ποζάρει γυμνή. Χωρίς κανένα ιδεολογικό βάρος. Παρών και ο «ανιδιοτελής» κόσμος τής δήθεν δημοσιογραφίας, αποτελεί ένα κομμάτι των δικών μας ευθυνών. Αναφέρεται και στην Ελλάδα «της μπέλ επόκ», πριν την κρίση. Πιστεύει στην υποχρεωτική θητεία, που μαθαίνει πειθαρχία και όρια στη χύμα διάθεση της εποχής.
Επίσης πιστεύει πως το πάθος είναι σαν το ταγκό. It takes two. Πιστεύει στους πολυμήχανους, ευρηματικούς, εμπνευσμένους και ακούραστους «μάστορες» της ζωής: ράφτες, φαναρτζήδες, γιατρούς, ηθοποιούς, ιδεολόγους πολιτικούς, οι οποίοι διακατέχονται από πάθος προσφέροντας την πείρα, την αφοσίωση και τον έρωτα σε ό,τι κάνουν, έτσι ώστε από τα χέρια τους να βγαίνει το καλύτερο.
Πολιτικό άτομο, όχι πολιτικοποιημένο, του επιτρέπεται να κρίνει γιατί έχει το προσόν της γνώσης της ελληνικής ιστορίας από το 1821 έως σήμερα, με την αλληλεγγύη να δίνει νόημα στη ζωή μας και την κατάθλιψη να είναι η μάστιγα του σήμερα. Του αρέσει η Αθήνα, η ασχήμια των Αθηναίων τον ενοχλεί.
Όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας υπάρχουν στα διηγήματά του, κάνοντας τον συγγραφέα, καθώς αφηγείται την ιστορία του, να αφήνει την Ελλάδα να λέει τη δική της. Και παραμένοντας δίκαιος και αντικειμενικός προς όλους, προβάλλει τα εμφανή απογυμνώνοντας τα βαθύτερα και ουσιώδη.
Βαθειά Έλληνας, θαυμάζει το πνεύμα, την ιστορία, τη γη της χώρας και διαπιστώνει τη βιασύνη ορισμένων που δεν αξιοποιούν και δεν προστατεύουν τίποτα. Αναφέρεται και στην ιδιαίτερη σχέση πολιτικών και πολιτών, απονέμοντας ευθύνες ένθεν κακείθεν.
Ο θάνατος σαν γεγονός και σαν «Τελευταίο αντίο» έχει επίσης χώρο στις αφηγήσεις του, όχι γιατί είναι η κοινή μοίρα αλλά γιατί ο θάνατος είναι μέρος της ζωής. Και καλεί: αντισταθείτε ενδίδοντας στη ζωή.
Και, τέλος, μια επιστολή προς την κόρη του Νίκη - Κλυτώ για τη θέση της στη ζωή.
Ο Χρήστος Α. Χωμενίδης, στο βιβλίο του αυτό, άμεσος, άνετος, αφηγείται με την ίδια ζωντάνια, θέτοντας πάντα σαν υπόβαθρο τα πολιτικά γεγονότα που διαμόρφωσαν την κάθε εποχή. Σε κάθε κείμενό του διακρίνονται εισαγωγή, ανάπτυξη και κατάληξη σαν μια άριστη αποτύπωση τεκμηριωμένου δημοσιογραφικού άρθρου ή κείμενο ενός εμπνευσμένου συγγραφέα.
Εμφανίζεται χειμαρρώδης, αιρετικός, γοητευτικός, ποιητικός, χιουμορίστας, σε μια χωρίς φτιασίδια γραφή, όπου αφηγείται ανέντακτος. Αποκαλύπτει μια προσωπικότητα πλήρη συναισθημάτων, ευαίσθητη και αδιαπραγμάτευτα ρεαλιστική, περιγράφοντας θέματα σε βάθος και εμπλουτίζοντάς τα με πληροφορίες διευρύνοντας τον ορίζοντά τους και ερμηνεύοντας ταυτόχρονα τις ρίζες των αιτιών τους. Όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας υπάρχουν στα διηγήματά του, κάνοντας τον συγγραφέα, καθώς αφηγείται την ιστορία του, να αφήνει την Ελλάδα να λέει τη δική της. Και παραμένοντας δίκαιος και αντικειμενικός προς όλους, προβάλλει τα εμφανή απογυμνώνοντας τα βαθύτερα και ουσιώδη.
Το εξώφυλλο –σαν παλιομοδίτικη κινηματογραφική αφίσα– κάνει το βιβλίο όλο να είναι η ταινία ή μάλλον το ντοκιμαντέρ της δικής μας ζωής. Ένα βιβλίο βαθιά ανθρώπινο και πολιτικό που θ’ αγαπήσετε.
Όσο πιο δυνατά με έδερνε, τόσο πιο δυνατά του τραγουδούσα
Συλλογική αυτοβιογραφία
Χ. Α. Χωμενίδης
Πατάκης
382 σελ.
ISBN 978-960-16-7601-2
Τιμή: €17,70
πηγή : diastixo.gr