Χριστίνα Τσίγκου: «Επιστολές στην Νίκη Καραγάτση και τον Παντελή Βούλγαρη»
Καλλιτέχνες σαν τη Χριστίνα Τσίγκου έρχονται στη σκηνή με το ταλέντο της ζωτικής αγωνίας της ύπαρξης, που μοιάζει όμως με έναν συνεχή δημιουργικό θάνατο. Μέσα από αυτές τις επιστολές, ανεξάρτητα από την ηλικία και την κλονισμένη υγεία της, αποκαλύπτεται αυτό που στον επίλογό του γράφει ο Θανάσης Νιάρχος, ότι η Χριστίνα Τσίγκου ήταν ένας μίσχος από γρανίτη.
Προσπαθώντας να οργανώσει τη ζωή της στο επίπεδο των βασικών στοιχείων της καθημερινής επιβίωσης, αλλά και στο επίπεδο της ερωτικής αγωνίας για καλλιτεχνική δημιουργία που αγκάλιαζε θέατρο, σκηνοθεσία, μιμική, κείμενα και τραγούδια, αυτή η πολυτάλαντη περσόνα έκανε διαρκώς «ένα μικρό μεγάλο πράγμα, λίγο, αλλά μεγάλο»!
Αυτή η ακίνητη υπερδραστηριότητά της –ας μου επιτραπεί αυτή η έκφραση– την έκανε να είναι μια περιπλανώμενη, αναρχική, όμως τακτική λενινίστρια, που ζούσε στα όρια του moral και immoral, στις παρυφές της σκέψης και της δράσης.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, χρειάζεται πολλή «θεωρία» για να μπορείς να ζεις χωρίς αυτήν, πρέπει να έχεις λουστεί την πολυπλοκότητα για να ζεις και να παίζεις απλά, να έχεις πολλή εικονική ικανότητα για να ταξιδεύεις ελεύθερα στο ανεικονικό και την αφαίρεση. Τα λόγια της, κι αυτό φαίνεται στις επιστολές της, ήταν αναγκαία, έμοιαζαν με αδρές, αυστηρές σκηνικές οδηγίες για δουλειές, για παραστάσεις που δόθηκαν ή ματαιώθηκαν, ταξίδια που πραγματοποιήθηκαν ή σχεδιάστηκαν να αποτύχουν. Άλλωστε, όλη η δουλειά της τέχνης είναι πάνω στο κενό.
Η Τσίγκου έβλεπε τον θάνατο ως «Ω, οι ωραίες μέρες» και του το ’λεγε. Παρατηρούσε τον θάνατο που υπήρχε στο κοσμικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον της εποχής της. Έβλεπε τον διαμεσολαβητικό παράγοντα να διογκώνεται ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το έργο. Έδιωχνε όμως τις σκιές, προσπαθώντας να μην αναλύει πολύ, αντιμετωπίζοντας με ρεαλισμό την ωμότητα. Αν στην ατάκα του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν «περιμένουμε άδικα, δε θα έρθει κανείς» η απάντηση είναι «μα και πουθενά δεν έχουμε να περιμένουμε κάποιον ή κάτι», αυτό που απομένει είναι μια στιγμή άπειρης διάρκειας, δηλαδή ένας μεγάλος χρόνος που χωράει μέσα στο λίγο, η ζωή και η κίνηση μέσα στην παντοδυναμία της μονοτονίας, «η κωμική επίφαση στο έντονα υπογραμμισμένο δραματικό υπόστρωμα».
Τα λόγια της […] ήταν αναγκαία, έμοιαζαν με αδρές, αυστηρές σκηνικές οδηγίες για […] ταξίδια που πραγματοποιήθηκαν ή σχεδιάστηκαν να αποτύχουν. Άλλωστε, όλη η δουλειά της τέχνης είναι πάνω στο κενό.
Η Χριστίνα Τσίγκου σαν Ουίνι έδωσε στατικά τη σοφία του λίγου, «το γέλιο μαζί με το δάκρυ, την απορία του βλέμματος, τον δισταγμό του αισθήματος, την ευφρόσυνη στιγμή της μνήμης, το πανηγύρι της καρδιάς και την ασωτία του νου που περιδινείται στο σίφουνα των αναμνήσεων».
Με αυτό το φανατικό, λιτό πρόσωπο, τη σπουδαία μιμική της απειροελάχιστης κίνησης, αποφεύγοντας κάθε τέχνασμα και φιλαρέσκεια, ο Κωστής Σκαλιόρας τονίζει ότι δεν υποβίβαζε ποτέ το «επεισοδιακό» ως τη γραφικότητα και δεν υπογράμμιζε με τρόπο μονοσήμαντο το «βαρύνον».
Ο Θανάσης Νιάρχος στον επίλογό του λέει πως «η Τσίγκου μαζί με το βαθύ καλλιτεχνικό της χνάρι, μας κληροδότησε το υπόδειγμα του πλάνητα καλλιτέχνη ο οποίος δε στεριώνει πουθενά». Ο Νιάρχος επιμελήθηκε απλά και κυκλωτικά, δηλαδή έμμεσα, το πορτρέτο της με κείμενα των Τσαρούχη, Βούλγαρη και Φασουλή, που μαζί με τις επιστολές της Τσίγκου, μέσα δεκαετίας του ’60 μέχρι αρχές του ’70, δίνουν το νόημα της απουσίας τιμής και μνήμης σε υπέροχους ανθρώπους που τίμησαν τον τόπο και την τέχνη.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο, για να θυμηθούμε τον Αλεξανδρινό, που η Τσίγκου γεννήθηκε το 1920 στο Κάιρο, τέλειωσε Γαλλικό Γυμνάσιο και σπούδασε θέατρο στο Παρίσι, στη σχολή του Σαρλ Ντιλέν. Μάλιστα πριν αποφοιτήσει έπαιξε στις Μύγες του Σαρτρ κι αμέσως μετά στο Νεκροί δίχως τάφο του ίδιου. Αυτή, λοιπόν, η ζιζανιώδης φίλη του Σάμουελ Μπέκετ, σκηνοθέτησε κι έπαιξε σε έργα των Μπίχνερ, Κοκτό, Μπέρναρ Σο, Μιραμπό, Ουγκό και άλλων. Όμως το 1957 έπαιξε στο Τέλος του παιχνιδιού, ενώ δούλεψε με τον Ρονκόνι και τον Παζολίνι. Στην Ελλάδα σκηνοθέτησε κι έπαιξε το Ω, οι ωραίες μέρες και το Τέλος του παιχνιδιού. Πέθανε στις Σπέτσες το 1973.
Ο Κώστας Καλημέρης είναι κριτικός λογοτεχνίας.
Επιστολές στην Νίκη Καραγάτση και τον Παντελή Βούλγαρη
Χριστίνα Τσίγκου
Επιμέλεια: Θανάσης Θ. Νιάρχος
Μετρονόμος
88 σελ.
ISBN 978-618-5010-60-7
Τιμή: €10,00
πηγή : diastixo.gr