Χριστίνα Οικονομίδου: «4 εποχές στον δρόμο» κριτική της Γιώτας Καραγιάννη
Περίπου δεκαπέντε χρόνια πριν, άρχισα να παρακολουθώ τα βιβλιοκριτικά κείμενα της Χριστίνας Οικονομίδου στο «Βήμα», για βιβλία εσωτερικής και εξωτερικής παραγωγής, και ορμώμενη από αυτά προμηθεύτηκα τα πρώτα της βιβλία ποίησης, Η γυναίκα και το δέντρο της σιωπής/Μύθοι και Ωδίνες (1994) και Χειρονομίες της Αισθητικής (1997) από τις εκδόσεις Απόπειρα∙ δεν υπήρχε άλλωστε και τόσο μεγάλο εκδοτικό ποιητικό boom από νέους τη δεκαετία εκείνη. Και συνέχισα να την παρακολουθώ στα κριτικά της κείμενα αλλά και όταν αποφάσισε να ξαναπιάσει εκδοτικά το νήμα της ποίησης με το Matthew και Shirley (2009, Απόπειρα), πιθανώς γιατί είχε κάτι να προσθέσει στο ρητορικό ερώτημα μέσα μου: «Τι έχει να πει η ποίηση για την αλήθεια που δεν το λέει η επιστήμη;». Για το συγκεκριμένο ποιητικό βιβλίο της 4 εποχές στον δρόμο, με τη λοξή ματιά που συνεχίζω να έχω προς την ποίηση, θα στραφώ εδώ σε δύο κεντρικές παρατηρήσεις που βαπτίζω ως εξής:
Παρατήρηση 1η: Τα τελεσίδικα Υστερόγραφα Χρησμοί
Παρατήρηση 2η: Οι Δημόσιοι-Ιδιωτικοί Χώροι, μια κοινωνιο-διαλεκτική του χώρου για τις σχέσεις
Θα ξεκινήσω λοιπόν, από τα αγαπημένα μου:
Παρατήρηση 1η: Τα τελεσίδικα αυτά Υστερόγραφα Χρησμοί, τα ύστερα της γραφής της, στο βιβλίο των 99 σελίδων δεν αριθμούνται, εκτός από τα διπλά, του «Έναστρου» και της «Βιβλιογραφίας (Αφιερώσεις)». Συνολικά, πάντως, είναι εννιά. Τα υστερόγραφα είναι μικρά, τελεσίδικα, με την ίδια απούσα – μετά τη γραφή της, να παρεισφρέει ανάμεσα στις λέξεις με τη μεστότητα ενός χρησμού:
ΥΓ. 6: Κι όμως το σώμα δεν θυμάται/ παρά αφουγκράζεται/ πιθανώς/ όσα δεν έχουν χαθεί/ όταν όλα έχουν τελειώσει. («Άνθη-κήποι»)
ΥΓ.7: Ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα/ ο σύντροφός μας, ανήμπορος ν’ αντέξει/ το βάρος της επινόησής μας,/ σφαλίζει με θόρυβο/ το παράθυρο της αφοσίωσης. («Αφοσίωση»)
ΥΓ.2: Σε βάρος του αισθήματος/ πιστεύω απόψε/ ό,τι μου ζητάς. («Καρδιά από καρπούζι»)
ΥΓ.1: -Έχει ενδιαφέρον, πάντως, να ξέρεις,/ να μιλάς στον εαυτό σου σε δεύτερο πρόσωπο/ -Τι θέλεις να πεις;/ -Τίποτα που δεν λέω. («Ένα μέρος βότκα»)
Η Οικονομίδου επιτελεί μια σύσταση εκ νέου της γλώσσας, μιας γλώσσας κυρίαρχα υλικής/σωματικής. Επιτρέπει με αυτό τον τρόπο στον αναγνώστη να συλλογάται πάνω στα ίδια του τα αποσιωπητικά, να μη φοβάται τις δικές του παρενθέσεις.
Τα υστερόγραφα επιτρέπουν στην ίδια και στον αναγνώστη να διασχίζει τον εαυτό και όχι να αποπειράται, όπως στα ποιήματα. Το θυμικό εδώ αλλάζει τη γλώσσα σε έκκληση παρακλητική και έγκλιση υποτακτική να καταλάβουμε το ίδιο, το αυτό, τον εαυτό, να συνωμοτήσουμε ή και να υπονομεύσουμε τον εαυτό, τους εαυτούς. Σε αυτά τα ύστερα αναγνωρίζω εγώ τον Καρούζο μέσα στην ποίησή της, παρόλο που η ίδια τον τοποθετεί σε προμετωπίδα (ενός από τα ποιήματα της συλλογής). Με τα «καρουζικά», λοιπόν, ύστερα, προσκαλεί η Οικονομίδου τον αναγνώστη όχι να παρακολουθήσει αλλά να είναι συμμέτοχος, μέσα από το ανείπωτα ειπωμένο. Η γλώσσα εδώ αποκτά ψυχή και ενώ είναι ζωντανή, ο εαυτός ΤΗΣ - ΜΑΣ ηττάται.
Κι υπάρχουν ακόμα δύο υστερόγραφα –στη βάση του δικού μου ορισμού–, το ένα είναι ολόκληρο ποίημα:
Καταπίνω/ πριν και μετά απ’ όλα∙/ ενίοτε, μπορώ και να χωνέψω. («Δυο μέρη σόδα»).
Το άλλο, απόσπασμα από το ποίημα «Βασιλικός (προαιρετικά)»:
Μένεις, κάθε φορά, άναυδη. Εσύ δεν καταφέρνεις ν’ αποφασίσεις ούτε για τα πιο απλά∙ αν το γαλάζιο, λόγου χάρη, είναι απόχρωση ή κυρίως χρώμα, αν η πέτρα είναι πιο αξιόπιστο υλικό από το ξύλο, αν το σώμα είναι πιο σκληρό από το μέταλλο και, κυρίως, αν ο έρωτας είναι υπόλοιπο ή αφοσίωση.
Παρατήρηση 2η: Οι Δημόσιοι-Ιδιωτικοί Χώροι, μια κοινωνιο-διαλεκτική του χώρου για τις σχέσεις
Οι δύο από τις τέσσερις ενότητες του βιβλίου τιτλοφορούνται «Δημόσιοι χώροι» και «Ιδιωτικοί χώροι». Σε αυτές τις δύο ενότητες διακρίνουμε τίτλους ποιημάτων που ορίζουν χώρους: Πεζοδρόμια, προαύλια, ουρανοξύστες, δημόσιες βιβλιοθήκες, αίθουσες τέχνης, υπόγεια, πλατείες, ονόματα δρόμων. Τα ποιήματά της δημιουργούν χώρους άλλοτε αρκετά ευρύχωρους και άλλοτε στενούς. Στους χώρους αυτούς το σώμα δημιουργεί πεδία έλξης και πεδία ετερότητας. Η εικονοποιία της κυμαίνεται σταθερά ανάμεσα στο σώμα και το φυσικό τοπίο, χαρτογραφώντας διαρκώς τα όρια μεταξύ αυτών των δύο περιοχών. Πάνω σε αυτά τα όρια του σώματος και του τοπίου ανακαλύπτουμε το σημείο επαφής των ηρώων, των σχέσεων και των χωρισμών (απο-χωρισμών).
Κάθε που αρχίζουν να μοσχοβολούν/ οι πασχαλιές/ γεννιέμαι πάλι/ στα ουρητήρια της Πλατείας Θεάτρου/ είτε ενός πάρκου ανεξίθρησκου. («Ουρητήρια»)
Ενίοτε υπάρχει ένα υπόγειο κελάρι/ με παλαιωμένα κρασιά/ κι εθνική υπερηφάνεια/ κι αν όχι,/ ένα σύγχρονο playroom/ με παραπληγικά παιχνίδια. («Υπόγεια»)
ώσπου να ξεκλειδώσεις την εξώπορτα/ θα ‘χεις αποβάλει. («Αποβολή»)
Στο φως της μέρας/ Σβήνονται τα πρόσωπα/ Οι ένοικοι βολεύονται/ Στο στρώμα των θορύβων («Sauergasse»)
Ορίζεις την αγάπη σου για τη γεωμετρία/ χαράσσοντας με τον διαβήτη και τον χάρακα/ ουράνια κύματα και ονόματα/ σε μια ακανόνιστη πορεία/ στη σκιά των αγγιγμάτων∙ («Ουρανοξύστες Ι»)
Κι όταν φτάσει η μπόρα στην πόρτα μας/ και οι βόμβες γκρεμίζουν τους τοίχους,/ καθώς κλαίω γυμνή σε ένα όνειρο/ σε πιστεύω∙/
[...]
εγγεγραμμένη ως άπατρις/ στον ελάχιστο-άπειρο/ χώρο/ που μας παραχωρούν. («Προσευχή»)
[η φυλακή μας άλλωστε ορίζει/ μόνο ό,τι κλείνουμε απέξω] («Δεξιώσεις»)
Με τη μέθοδο αυτή της κοινωνιο-χωρικής διαλεκτικής χτίζει η Οικονομίδου άλλοτε μια πολύχρωμη και σύνθετη ετεροβιογραφία και άλλοτε χαρτογραφεί το ανθρώπινο μέσα από τη συγγενή του αναπηρία:
Δεν υπάρχουν άλλωστε δημόσιοι χώροι/ στην έρημο/ μα ούτε και ιδιωτικοί∙/ μόνο ο ανελέητος ήλιος/ να σε τρυπά/ σαν να ‘σουν νύχτα∙/ [και μήπως δεν είσαι;] («Ουρητήρια»)
Ο χώρος καθορίζει και επηρεάζει σημαντικά για εκείνη τη σημασία του κοινωνικού χρόνου, τη συνύπαρξη και μη – στον κοινό χώρο, τα κοινά νοήματα καθώς και τους κοινωνικούς συμβολισμούς. Ο χώρος επίσης αποκτά αυτόνομη διακριτή διάσταση μέσα στα ποιήματα, καθορίζεται και εγγράφεται και οπτικά από παρενθέσεις, αγκύλες, αντιθετικές παύλες και μαζί με το χρόνο, τον ονειρικό και της πραγματικότητας, ο εαυτός επανακατοικείται.
Η πολυφωνικότητα του εαυτού, που κι αυτή προσδιορίζεται με όρους χωρικούς στα ποιήματα, δεν αξιοποιείται εδώ από την Οικονομίδου ως τεχνική, που μάλλον τη διαθέτει απλόχερα, είναι ο προσωποποιημένος διάλογος με τον εαυτό, τους εαυτούς, τους αγαπημένους άλλους και λαμβάνει χώρα σε διάφορους χωρο-χρόνους. Η πολυφωνικότητα αυτή διαθέτει ρηματικούς τύπους αξιοσημείωτης έντασης και ενεργητικότητας σε συγκεκριμένες περιοχές-τόπους. Η Οικονομίδου επιτελεί μια σύσταση εκ νέου της γλώσσας, μιας γλώσσας κυρίαρχα υλικής/σωματικής. Επιτρέπει με αυτό τον τρόπο στον αναγνώστη να συλλογάται πάνω στα ίδια του τα αποσιωπητικά, να μη φοβάται τις δικές του παρενθέσεις. Η Οικονομίδου είναι πυκνή και υπαινικτική, με μια γλώσσα που υποβάλλεται διαρκώς σε δοκιμασίες και τοπολογικές εξετάσεις. Για να μιλήσουμε και με τα λόγια του Ντάνα Γκιόγια, κατορθώνει την επαναρύθμιση των ματιών και των αφτιών μας, τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών, αναγνωρίζοντας τη συγγένεια όλων μας με την αναπηρία, αλλά και την «αυθαίρετη» διάσχιση των πεδίων που ελάχιστα επιτρέπει η επιστήμη.
4 εποχές στον δρόμο
Χριστίνα Οικονομίδου
Απόπειρα
99 σελ.
ISBN 978-960-537-217-0
Τιμή: €8,48
Πηγή : diastixo.gr