Χριστίνα Φραγκεσκάκη: «Στο ηφαίστειο»
Το καλοκαίρι στα δεκαέξι μου χρόνια τραγούδησε μια ξένη
φωνή μέσα στ’ αυτιά μου
είταν θυμούμαι στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα στα κόκκινα
δίχτυα και μια βάρκα ξεχασμένη στην άμμο, σκελετός
δοκίμασα να την πλησιάσω τη φωνή εκείνη βάζοντας την
ακοή μου πάνω στην άμμο
η φωνή χάθηκε
μα ένα πεφταστέρι
σα να ’βλεπα για πρώτη φορά ένα πεφταστέρι
και στα χείλια η αρμύρα του κυμάτου.
Τη νύχτα εκείνη δεν ήρθαν πια οι ρίζες των δέντρων…
(Γιώργος Σεφέρης, «Ο κ. Στράτης Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο: 3. Έφηβος»)
«…Η Νίσυρος δεν είναι ένα νησί σαν όλα τ’ άλλα. Στην πραγματικότητα δεν είναι καν νησί. Πρόκειται για ένα ενεργό ηφαίστειο, το νεαρότερο του τόξου του Νότιου Αιγαίου, με δυο τουλάχιστον μεγάλες εκρήξεις τα τελευταία 45.000 χρόνια και μια ακόμα πιο καταστροφική, που σκέπασε την ευρύτερη περιοχή με τέφρα πριν από 16 χιλιετίες. Τα τελευταία 130 χρόνια το ηφαίστειο λαγοκοιμάται, αλλά οι επιστήμονες αφουγκράζονται προσεκτικά τον καθημερινό του “βήχα”. Το ηφαίστειο της Νισύρου είναι από τα ελάχιστα επισκέψιμα του πλανήτη, αφού μπορεί οποιοσδήποτε να φτάσει εκεί με το αυτοκίνητό του και να περάσει ώρες περιδιαβαίνοντας τους 10 υδροθερμικούς κρατήρες με τα υπέροχα ονόματα: Στέφανος, Πολυβώτης, Αλέξανδρος. Το απόκοσμο τοπίο θα μπορούσε να μετατρέψει τη Νίσυρο σε παγκόσμιο αξιοθέατο, όσο τουλάχιστον το ηφαίστειο παραμένει σε ύπνωση. Πού αλλού θα αισθανθεί κανείς τόσο έντονη την ανάσα της γης κάτω από τα πόδια του;»
«Νίσυρος: Η ανάσα της γης», Η Καθημερινή
Με γοήτευσε το καινούργιο βιβλίο της πάντοτε ξεχωριστής συγγραφέως Χριστίνας Φραγκεσκάκη. Είναι καιρός τώρα που συνήθισα να απολαμβάνω κείμενά της τα οποία –γνωρίζω εκ των προτέρων– λάμπουν από καθαρότητα, βρίθοντα ωραίων, σπάνιων αισθημάτων, όπως κατανόηση, σεβασμός, ευθύτητα, φιλότητα. Και όλα αυτά σε μια γλώσσα σεμνή και ήπια, αλλά γεμάτη αποχρώσεις και τερετισμούς. Δεδομένο πλέον το στίγμα της καλής, υπεύθυνης, αισθαντικής δημιουργού.
Στη Νίσυρο, λοιπόν· με την αφηγήτρια, γυναίκα ώριμη πλέον, ευαίσθητη και με μνήμες παιδικές ισχυρές που τις κουβαλά όπου γης σαν περίαπτο και σαν «του ναυαγού το μαγικό μαγνάδι», όπως όλοι μας άλλωστε, να επιστρέφει ξανά και ξανά –τώρα έκθαμβη και σαν μαγεμένη– στο ηφαίστειο. Που γλυκά κάποτε της αιχμαλώτισε την καρδιά και ανεπαίσθητα στοίχειωσε τα όνειρά της.
«Το σπίτι μου ήταν πάνω από το ηφαίστειο. Αλήθεια σας λέω. Από το παράθυρό μου το ’βλεπα κάθε μέρα ν’ απλώνεται μπροστά μου. Έσκυβα, άνοιγα τα χέρια μου και σχεδόν το άγγιζα. Απέραντο σαν τον μεγάλο κόσμο, δυνατό και ήσυχο σαν θηρίο χορτασμένο που, καθώς κοιμόταν, έβγαζε από τα ρουθούνια του υγρά σύννεφα που ξετυλίγονταν σιγά σιγά και με πλησίαζαν. Χρώματα και σχέδια μοναδικά μού φανερώνονταν τότε, και μερικές φορές ξεπετάγονταν ανθρωπάκια με πολύχρωμα ρούχα και αστεία καπέλα, και άλλα ανθρωπάκια από νερό και αέρα και χόρευαν και πετούσαν και έκαναν τούμπες… Κανένας δεν έφευγε, μόνο κοιτιόμασταν μέχρι που βράδιαζε και χωρίζαμε…»
Μια κοπελίτσα μαγεμένη, μια τρυπημένη πέτρα ελαφριά σαν πούπουλο, ένα κόκαλο ελέφαντα, ο κίτρινος αέρας που έβαφε μαλλιά και βιβλία, καρδιές και δρομάκια, ένα φουστάνι που ξάφνου έχασε ένα του κομμάτι, μια πεταλίδα που κόλλησε στο πόδι του κοριτσιού κι έμεινε για πάντα εκεί σαν εξαίσιο και πολύτιμο τατουάζ, ένα κουβάρι με μια μονάχα τρίχα· πελώρια, δίχως αρχή και τέλος, τρίχα ξεριζωμένη από τη γενειάδα του γίγαντα που εμφανίστηκε όταν τα πουλιά εξαφανίστηκαν τρομαγμένα, θαρρείς και ο χτύπος από την καρδιά του Στέφανου, «του πιο μεγάλου κρατήρα του κόσμου», τα έδιωχνε με συριγμούς και στροβίλους. Δίπλα στον Στέφανο στεκόταν χρόνια αμέτρητα ο μικρός Στέφανος, ο αδελφός του. «Έχουν και οι κρατήρες αδέλφια» σκέφτηκε αναστατωμένη η κοπέλα «που γεννήθηκαν στον ίδιο τόπο από τη μάνα τους, τη γη». Τα δυο αδέλφια γειτόνευαν με τους κρατήρες Αλέξανδρο και Πολυβώτη. Λένε ότι ετούτος ο τελευταίος φέρει το όνομα ενός από τους Γίγαντες που πολέμησαν εναντίον των θεών κατά τη Γιγαντομαχία και, αν δεν τον κυνηγούσε ο Ποσειδώνας εκσφενδονίζοντάς του έναν βράχο που απέσπασε από την Κω, δεν θα γεννιόταν το ωραίο και μοναδικό νησί Νίσυρος.
Είναι μεγάλος αυτός ο άνεμος
είναι χαρούμενος. Άκουσε πώς σφυρίζει
ανάμεσα στους καπνοδόχους και στις χαραμάδες της σιωπής σου.
(Γιάννης Ρίτσος, Άνεμοι στα δειλινά προάστεια)
Με τον ακατανίκητο βοριά, το θειάφι που είχε βγει με τη βροχή από το καυτό στόμα του ηφαιστείου και ξέχυνε παντού τη μυρωδιά και το χρώμα του και όλα τα έβαφε κίτρινα, σηκωνόταν ψηλά, ίσαμε τα ουρανοθέμελα. Έπειτα, όλα καθάριζαν και άστραφταν πάλι. Ακόμη και τα πελώρια ανθρωπόμορφα βράχια, ανέκαθεν φύλακες του ηφαιστείου, λαμποκοπούσαν. Ως και αυτή η πανέμορφη μαυριδερή πέτρα που έφερνε σε γυναίκα και που οι κάτοικοι του νησιού την αγάπησαν και της χάρισαν το όνομα «Καλή Άννα» ξαναφορούσε τα καλά της, ενώ ο κόσμος «γεια σου, Καλή Άννα» την καλοχαιρετούσε, τραγουδούσε για χάρη της τραγούδια του καημού και της αγάπης και χόρευε έναν χορό κυκλικό, το «περιβόλι» και διαρκώς «Έλα, Καλή Άννα…» της έγνεφαν.
«Και μια μέρα του καλοκαιριού, του Αυγούστου, καθώς κοίταζα το ηφαίστειο και μέσα στην ησυχία του πρωινού άκουγα το τύμπανό του να χτυπά ρυθμικά, σαν να μίλησε ξαφνικά, σαν να με κάλεσε…»
Δέκα ή δώδεκα χρονών θα ήταν. Μόνη της ήταν. Γέμισε τις χούφτες της με ιαματικό νερό που όλα τα γιάτρευε και όλα τα ομόρφαινε. Δίπλα της ένα πλάσμα παράξενο γελούσε· σώμα και κεφάλι ζώου, ανθρώπου πρόσωπο. Χαράδρες, γκρεμνοί, ένα λαγκάδι, συκιές… «όσο πλησίαζα, ήταν σαν να ’χε έρθει η σελήνη στη γη…». Είχε γίνει κίτρινη σαν φλουρί ως να φτάσει. Ανάμεσα στις τρύπες τις ξεφυσήστρες, λιβάδια ανθισμένα και λόφοι λουλουδιασμένοι. Και δεν πέρασε ώρα και τριγύρω ο τόπος γέμισε πλάσματα ξωτικά· την άγγιζαν, την τσιμπούσαν, τη γαργαλούσαν, της γελούσαν, την κυνηγούσαν. Έπειτα διαλύονταν. Γίνονταν ανάσα και αεράκι. Έφεγγε και ζέσταινε ο ήλιος και η κοπέλα ξάπλωσε αποκαμωμένη στο θαλπερό λιβάδι.
«Οπωσδήποτε όμως είναι βιβλίο μαγικό. Όπως μαγικός είναι και ο κόσμος της εφηβείας και της οδυνηρής και συγκινητικής μετάβασης στην ενηλικίωση· όπως επίσης εξίσου μαγική είναι και η ατμόσφαιρα της Νισύρου. Και εδώ, στις εξόχως ενδιαφέρουσες σελίδες της Χριστίνας, νησί και κορίτσι γίνονται ένα.»
Όταν αργότερα, κι ύστερα από ένα κοπιαστικό και αγωνιώδες τρέξιμο αντίκρισε τη θάλασσα, δεν της αντιστάθηκε, αφέθηκε με αγαλλίαση στην πλατιά αγκαλιά της· οι χτύποι της καρδιάς, όμως, δεν έλεγαν να καλμάρουν.
Και πολύ αργότερα, όταν συναντήθηκε με τις φίλες της, όλες άκουσαν με δυσπιστία τα όσα πρωτόγνωρα και μαγικά συνάντησε· ωστόσο, ήταν κοντά οι πηγές και λίμνες σχηματίζονταν γαλανές κι έπεσαν γυμνές στη θεία γαλήνη και κολύμπησαν και γέλασαν και τραγούδησαν και δοκίμασαν να κόψουν λουλούδια, ενώ αυτά παραμέριζαν. Και σε λίγο ακούστηκε ο ήχος από το τύμπανο του Στέφανου και τα παράξενα, παιχνιδιάρικα ανθρωπάκια φάνηκαν ξανά. Αλλά ετούτα οι φίλες της δεν θέλησαν να τα σχολιάσουν. Μόνο λούστηκαν στο νερό το θαυματουργικό και απόκτησαν μεμιάς μακριά –ως την πλάτη– μαλλιά. «Και θα ’μεναν τώρα μακριά για πάντα». Και το βράδυ, στο παράθυρό της, κοιτώντας με αχόρταγα μάτια: «Ήθελα να χωρέσω το απέραντο μέσα στα μάτια μου, μα δε γινόταν… κι άνοιξα την καρδιά μου να το χωρέσω…»
«Κι εγώ από τότε, από εκείνη την ημέρα κι από εκείνη τη νύχτα, έχω μακριά μαλλιά κι ένα ηφαίστειο στην καρδιά μου».
Κάπου διάβασα ότι το έργο Στο ηφαίστειο της Χριστίνας Φραγκεσκάκη κατατάσσεται στο κίνημα του μαγικού ρεαλισμού. Ίσως… Οπωσδήποτε όμως είναι βιβλίο μαγικό. Όπως μαγικός είναι και ο κόσμος της εφηβείας και της οδυνηρής και συγκινητικής μετάβασης στην ενηλικίωση· όπως επίσης εξίσου μαγική είναι και η ατμόσφαιρα της Νισύρου. Και εδώ, στις εξόχως ενδιαφέρουσες σελίδες της Χριστίνας, νησί και κορίτσι γίνονται ένα. Μπλέκονται σε έναν γλυκό εναγκαλισμό – και μπλέκονται για πάντα.
Προσωπικώς, μετά όχι την ανάγνωση, παρά τη διείσδυση στη θαυμάσια αυτή περιπέτεια κοπελιάς και νήσου, νοστάλγησα με ένα σιγανό στεναγμό τον αγαπημένο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Τον σπουδαίο και δυσαναπλήρωτο Γκάμπο ή Γκαμπίτο. Τον φέρνω στον νου με το λευκό λινό κοστούμι να λάμνει με τη γαλανή βάρκα στην καταγάλανη θάλασσα. Τη Mercedes (το όνομα της αγαπημένης του γυναίκας) θα κουμαντάρει. Θα μπορούσα να είμαι όρθια στη στιλπνή αμμουδιά, να τον περιμένω. Θα κουνούσε ευγενικά το χέρι του στο αντίκρισμά μου. Και όταν πλησίαζε και ό,τι θα έσερνε το μικρό σκάφος το γεμάτο μαυλιστικές θαλασσινές μυρωδιές, «Πάντα υπάρχει κάτι για ν’ αγαπήσουμε» θα έλεγε σιγανά και θα μειδιούσε με εκείνο το στοχαστικό, ακριβό μειδίαμά του.
Οι εικόνες της Μάριας Μπαχά, εύγλωττες, δυνατές, επιβάλλονται. Τα άνθη της είναι άνθη του κατακαλόκαιρου και της πυρωμένη πέτρας – στιγμές στιγμές δίνουν την αίσθηση στερεοποιημένης λάβας.
Η επιμέλεια της έκδοσης είναι πολύ φροντισμένη.
Το βιβλίο δεν απευθύνεται σε μικρά παιδιά, αλλά σε εφήβους και ενηλίκους.
Στο ηφαίστειο
Χριστίνα Φραγκεσκάκη
εικονογράφηση: Μάρια Μπαχά
επιμέλεια σειράς: Εριφύλη Αράπογλου
Καλειδοσκόπιο
40 σελ.
ISBN 978-960-471-147-5
Τιμή €9,90
πηγή : diastixo.gr