Χριστίνα Φραγκεσκάκη: «Πιάνεις χώμα» κριτική της Ελένης Σαραντίτη

2016-11-16 10:12
Χριστίνα Φραγκεσκάκη: «Πιάνεις χώμα» κριτική της Ελένης Σαραντίτη


«Ξένος εδώ, ξένος εκεί, όπου κι αν πάγω ξένος...»
Παραδοσιακό μακεδονικό τραγούδι της ξενιτιάς

Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο για ενηλίκους που έγραψε η Χριστίνα Φραγκεσκάκη, γνωστή, αγαπημένη, και βραβευμένη συγγραφέας βιβλίων για παιδιά. Επάξια βραβευμένη. Και δικαιολογημένα αγαπημένη, καθώς η ποιότητα των βιβλίων της μέχρι σήμερα υπήρξε ξεχωριστή. Σε όλους τους τίτλους, στις σελίδες τους όλες ανασαίνεις σπάνιες ευωδιές που ευφραίνουν την ψυχή και διατηρούν ακέραιη και παλλόμενη την ελπίδα: ευγένεια και ήθος, γλυκασμός και κατανόηση, καρτερία και ανθρωπιά, συγκίνηση και διακριτικότητα. Μα και πίστη στον αγώνα και στις αδιάκοπες προσπάθειες του ανθρώπου να παραμείνει άνθρωπος και ας φυσούν όλα ενάντια.

Το Πιάνεις χώμα είναι βιβλίο που σε μελαγχολεί λόγω αγάπης· θα εννοήσει ο αναγνώστης τη φράση μου όταν, σελίδα τη σελίδα, εικόνα την εικόνα, μαθαίνει να αγαπά τους πρωταγωνιστές (και αγωνιστές) του βιβλίου, να τους αγαπά πολύ όμως, και να τους τοποθετεί στα φύλλα της καρδιάς του· και εκεί να προσπαθεί να μετριάσει το βάρος και τον πόνο που κουβαλούν και να στοχάζεται ότι είναι ανήμπορος να το κατορθώσει και να μελαγχολεί διότι αυτοί οι ωραίοι, άξιοι σεβασμού άνθρωποι ανεβαίνουν τον Γολγοθά τους μόνοι. Και αβοήθητοι. Με τους ήρωες της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, στο βιβλίο ετούτο τουλάχιστον, συμβαίνει κάτι που σπάνια συναντάς σε βιβλία που κυκλοφορούν τελευταίως: οι άνθρωποί της είναι και δικοί μας άνθρωποι· ζωντανοί, σπαρταριστοί, συναρπαστικοί λόγω αξιοπρέπειας, περηφάνιας, αθωότητας. Σου κλέβουν την καρδιά· και το ξέρεις. Και το θέλεις. Κι έπειτα, σαν κλείνεις το βιβλίο, θέλεις να τους θυμάσαι. Να θυμάσαι την αγνότητα της σκέψης τους, την ποιότητα της αγάπης που τους ενώνει, τις ταλαιπωρίες που βίωσαν οι λευκές αυτές ψυχές.

Από την Αλβανία ξεκίνησαν και, πετώντας σαν πουλιά στον κρύο αγέρα, έγειραν να απαγκιάσουν σε ελληνικό ηλιόλουστο νησί του νότιου Αιγαίου. Όμορφο, με εξαιρετικά ανεπτυγμένο εξαρχής τουρισμό, πρόσφερε πολλές ευκαιρίες για απασχόληση σε χειμαζόμενους Έλληνες και αλλοδαπούς. Συμπεραίνω ότι αναζήτησαν «γη και ελευθερία» επί προεδρίας Σαλί Μπερίσα (1992-1997). Ζόφος, στέρηση, ταπείνωση, διχασμός, συγκρούσεις, «πυραμίδες», αγωνία στην πατρίδα, μια γαλανή υποσχετική χώρα η Ελλάδα. Τότε. «Ω, οι ευτυχισμένες μέρες...» που γλύκαιναν το πικρό στόμα της ηρωίδας του Σάμιουελ Μπέκετ. Έφυγαν, πάνε. «Σαν τα τρελά πουλιά».

Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη μες στο γεμάτο καρδιά βιβλίο της χώρεσε όλα τα ωραία του κόσμου αυτού· αυτά που αξίζουν να τα αγαπάς και να τα προσέχεις.

Τον καιρό όμως που, αποκαμωμένοι ικέτες, ήλθαν στον τόπο μας οι ήρωες της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, μια μάνα και οι δυο γιοι της, φάνταζε αρχικώς στα μάτια τους σαν Γη της Επαγγελίας. Εξάλλου, ο θείος που τους προσκάλεσε στο νησί «πιάνεις χώμα και γίνεται χρυσάφι» τους έλεγε. Μα τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.

Η εκπαιδευτικός μητέρα σφουγγαρίζει σκάλες σε ξενοδοχείο, καθαρίζει, στρώνει κρεβάτια· τουαλέτες. Καμαριέρα. «Να χώνεις το χέρι βαθιά στη λεκάνη για να ξύσεις το πουρί. Τι τα ‘χεις τα χέρια;» την παρατηρούν. Τα απογεύματα φορά το ταγιέρ της, βάφεται και πηγαίνει σε ξένα σπίτια όπου σιδερώνει. Ο μεγάλος αδελφός δουλεύει σε πιτσαρία. Ονειρεύεται. Θέλει σπουδές και δική του δουλειά. Ο μικρότερος μένει στο σπίτι και τους περιμένει ή κάνει βόλτες με το μεταχειρισμένο ποδήλατο που του χάρισε ο μεγάλος αδελφός ή κάθεται στο πεζούλι να περιμένει τη μάνα μέχρι το βράδυ που θα γυρίσει από το σιδέρωμα. «Όλα εδώ είναι εύκολα. Εδώ είναι ο παράδεισος» λέει ο μεγαλύτερος. Όχι βέβαια, όπως παρακάτω θα διαπιστώσουμε. Και ο μικρότερος, σε αναμονή για το άνοιγμα των σχολείων, σε τόνο εξομολογητικό: «Παλιά με έλεγαν Gezim... Τώρα με λένε Ανδρέα. Το όνομα το διάλεξε ο νονός. Έχει βαφτίσει μέχρι τώρα είκοσι δικούς μας, λέει. Το υποσχέθηκε στον Άγιο Φανούριο. Να τους κάνει εκατό του υποσχέθηκε».

Και η μητέρα: «Κάθομαι να του γράψω. Και τι να του γράψω που δεν είμαι καλή στα λόγια; Εκείνος περιμένει να τα μάθει όλα. Δεν γράφονται κι όλα. Θα του γράψω αυτά που γράφοντα. Τα άλλα ας έρθει μόνος του να τα δει. Θα του γράψω για τους δρόμους. Έτσι θα ξεκινήσω. Που ‘ναι μεγάλοι οι δρόμοι και καθαροί και κάθε λίγα μέτρα έχουνε τους κάδους... Θα του γράψω για τα φώτα, που οι δρόμοι εδώ είναι γεμάτοι φώτα. Όλα μαζί ανάβουν το βράδυ σαν γιορτή... Θα του πω για τα καράβια. Που ανεβαίνω στο λόφο, θα του πω, για να τα δω. Που κάνω σαν μικρό παιδί...».

Η μάνα, η κυρία Ευγενία, ετοιμάζει γράμμα για τον πατέρα, τον Αγκρόν Πρέντσε, που στάθηκε ανήμπορος να τους ακολουθήσει. Είναι μαθηματικός. Δείλιασε. Τα φοβήθηκε τα ξένα. Ήξερε πως θα νοσταλγούσε. Διαισθανόταν πως θα πληγωνόταν. Πες το ψέματα... «Τα σκουλαρίκια που σου χάρισα στο γάμο μας να τα φοράς. Να ‘ναι αρχοντικά τ’ αυτιά σου. Να μη σε περνούν για παραδουλεύτρα...» γράφει στη γυναίκα του ο καθηγητής με πάσα αγάπη. Και ακόμη: «Προσωρινά σφουγγαρίζεις τα πατώματα. Μόλις φτιάξουν τα πράγματα θα ξαναγυρίσετε. Η θέση σου σε περιμένει. Και το δαχτυλίδι σου να το φοράς. Να φαίνονται τα χέρια σου που ‘ναι άμαθα στις βρομιές. Εσύ μόνο την κιμωλία ξέρεις. Όλα τ’ άλλα δεν σου ταιριάζουν...».

Μια δεκοχτούρα επισκέπτεται τη μάνα στην αυλή. «“Καλώς τη μου”, λέω, “καλώς τη μου”. Το πουλί πίνει νερό θαρρετά. “Τραγούδα μου” της λέω. Τσιμουδιά. Μόνο την καρδιά της νιώθω που φοβάται και χτυπά. Όλο της το σώμα το αισθάνομαι που πάλλεται. “Μη φοβάσαι” της λέω. “Δεν είσαι μοναχή. Και τη δική μου καρδιά να πιάσεις, χτυπά δυνατά. Από μένα μη φοβάσαι”. Δίνει μια κι ανεβαίνει στη μουσμουλιά. Πέφτει ένα μούσμουλο. Το πιάνω από κάτω και το τρώω έτσι, ολόκληρο, με τη φλούδα. Η νοστιμιά του μου γλυκαίνει τα σωθικά».
Πιάνεις χώμα Χριστίνα Φραγκεσκάκη

Μάνα και γιος μας μιλούν. Με καρδιές ασπαίρουσες. Σπαράσσουσες. Καημοί. Καρδιές ταπεινές στην ολιγάρκεια, στην απελπισία, στην ελπίδα. Ότι το αύριο θα ‘ναι καλύτερο. Και ότι ο πατέρας που θα ‘ρθει σύντομα, όπως αποφασίστηκε, θα φέρει και τη χαρά και την ευλογία μαζί του. «Αχ, σε ποιον να πω τον πόνο μου;» που έγραφε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Αγόρασε για τον Gezim η κυρία Ευγενία ένα ωραίο ελληνικό λεξικό. Ψάχνει, ψάχνει. Του αρέσουν οι ωραίες και άγνωστες λέξεις. Την πρώτη μέρα που επέστρεψε από το σχολείο, μονολογεί: «Σήμερα κλαίω για όλα. Με πιάνει ένα παράπονο που δεν έχει τέλος. Μου λείπει κι ο πατέρας μου. Μετά ανοίγω το λεξικό. Πώς τη λένε αυτή τη λέξη που θέλεις να πεθάνεις; Πώς τη λένε αυτή τη στενοχώρια που πιο πολύ δε γίνεται;». Τον είχαν εξευτελίσει, bullying θα το λέγαμε σήμερα, του είχαν εκμηδενίσει την αξιοπρέπεια οι συμμαθητές του το πρωί. Σύσσωμη η τάξη· κι ας τους παρατηρούσε η δασκάλα, κι ας αγρίευε. Σκληρή και άκαρδη που δείχνεται η ομάδα καμιά φορά...

«“Πώς τα πας;” με ρωτούν καμιά φορά. “Σπρώχνω για να τα πάω” αποκρίνομαι» ο λόγος της μητέρας. Πέρα στην πατρίδα έχει παραμείνει με τον πατέρα η κόρη τους. Ότι πήρε πάλι άριστα μαθαίνει, και της κυρίας Ευγενίας η καρδιά πεταρίζει από χαρά. «Χαλάλι της αυτά που της στέλνω», σκέπτεται κι ένα φως αγγίζει το πρόσωπό της.

Και ας μην του επέτρεπε η καρδιά να αφήσει την πατρίδα, ήλθε. Η κόρη σπουδάζει ιατρική· μπήκε σε ξενώνα. Ήλθε στο καταχείμωνο ο Αγκρόν Πρέντσε κι ας είχε δηλώσει, παλιότερα, στη γυναίκα του «καλύτερα να πεθάνω παρά να φύγω». Ταξίδεψε μ’ ένα καράβι λευκό, αστραφτερό. Χαρές που έκαναν όσο τον περίμεναν. Άνθρωπος περήφανος, στενοχωριόταν βλέποντας τη γυναίκα του να τυραννιέται, και, λησμονώντας ότι είχε κάποτε πει «από την τάξη στην οικοδομή, καλύτερα να πεθάνω», έπιασε δουλειά στην απέναντι οικοδομή. Βοηθούσε τον μάστορα στη σκαλωσιά, του έδινε το σφυρί, τα καρφιά. Η πρώτη του μέρα στην οικοδομή ήταν η τελευταία της γήινης παρουσίας του. Πτώση από τον πέμπτο. Τέλος. Μα και αρχή. Για την απεριόριστη, αδιανόητη, αδάμαστη θλίψη της απώλειας. «Δεν ήταν μεγάλος ο μπαμπάς μου. Μεσήλιξ λέει το λεξικό μου. Μισό αιώνα έζησε. Αν το πάρεις έτσι, μισό αιώνα δηλαδή, παρηγοριέσαι. Μισός αιώνας είναι μισός αιώνας. Αν το πάρεις όμως αλλιώς, “που δεν πρόλαβε να χαρεί”, όπως λέει η μάνα μου, τότε σε τρώει η στενοχώρια. Οδύνη, γράφει το λεξικό μου. Μ’ αρέσει αυτή η λέξη. Τη σημειώνω στο τετράδιο με κόκκινα γράμματα».

Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη μες στο γεμάτο καρδιά βιβλίο της χώρεσε όλα τα ωραία του κόσμου αυτού· αυτά που αξίζουν να τα αγαπάς και να τα προσέχεις. Και προπαντός να τα σέβεσαι. Και συν τοις άλλοις εδώ, στις 160 σελίδες αυτές, ο αναγνώστης θα απολαύσει και μια υποδειγματική γραφή με χίλιες αποχρώσεις, με εναλλαγές, με ευστάθεια και συνάμα εγρήγορση, με λέξεις αγάπης ξεχασμένες, και εικόνες που φεγγίζουν γλυκά περιμένοντας την ελπίδα.

Θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει εξαίρετο αφήγημα το Πιάνεις χώμα.

Πιάνεις χώμα
Χριστίνα Φραγκεσκάκη
Κέδρος
160 σελ.
ISBN 978-960-04-4713-2
Τιμή: €11,00
001 patakis eshop

 

 

Πηγή : diastixo.gr