Χλόη Κουτσουμπέλη: «Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν»
Ότι ο χρόνος δεν ήταν συμβατικός το αντιλήφθηκα στη σ. 44 του βιβλίου. Ο Στέφαν, ο βοηθός του κυρίου Κλάιν, ο θυρωρός, ας πούμε, της πολυκατοικίας, εντοπίζει κάποιες περίεργες λεπτομέρειες στην πρώτη επικοινωνία που προσπαθεί να έχει με τη γυναίκα του. Απουσιάζει, ασυνήθιστο για την ώρα εκείνη, του απαντούν πρόσωπα που δεν γνωρίζει καν την ύπαρξή τους και, το κυριότερο, δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το πόσες ώρες έχει να μιλήσει με την Κρίστυ ούτε και τι ώρα είναι ακριβώς. Σύντομα ο αναγνώστης βεβαιώνεται ότι είναι συμβολικό μυθιστόρημα μέσα από στοιχεία που θα αναλύσουμε στη συνέχεια. Οπότε, μπορεί να απολαύσει όλες τις παρεκκλίσεις από το λογικό, το κανονικό/συμβατικό. Μια Αλληγορία. Αλλά και σαν αλληγορικό παραμύθι.
Θα ήθελα να σταθώ σε κάποια σύμβολα.
Μια δυστοπία που, σε περιορισμένη κλίμακα, τείνει στην ουτοπία, με τη συμπεριφορά του Στέφαν και την τελική του απόφαση.
Τα πρόσωπα, πρώτα πρώτα, πρέπει να υπηρετήσουν κάποιους ρόλους στο συγκεκριμένο πλαίσιο της αφήγησης, ώστε να οδηγηθεί η πλοκή στη λύση και στην κάθαρση. Δεν είναι όμως μονοδιάστατα, ούτε απόλυτα καλά ούτε απόλυτα διεφθαρμένα, και προπαντός πολλά από αυτά μεταβάλλονται.
Τα ονόματα: Η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει παράδοση στα ονόματα των ηρώων που σημαίνουν κάτι. Να αναφέρω ενδεικτικά από τους Ομοτράπεζους της άλλης γης τα ποιήματα «Οι καθαρές δεσποινίδες Μπερντ», που βγάζουν φτερά γύρω στα δέκα τους χρόνια και πετούν κάποιες φορές. οι «Οι γυναίκες της οδού Ρόουντ», που ανεβαίνουν στον λόφο ή περιπλανώνται στα καλντερίμια, ενώ ταυτόχρονα ετοιμάζουν το δείπνο ή γίνονται κομματάκι ζυμάρι στο τραπέζι. «Η απιστία της δεσποινίδος Κόουτς» που προσπαθεί, μάλλον μάταια, να παρέμβει στην έμπνευση του συγγραφέα και να τη στρέψει ευνοϊκότερα προς αυτήν.
Στο μυθιστόρημα ο Στέφαν Χήροου είναι ο ήρωας. Ο συγγραφέας Χήλυ σχετίζεται με το θεραπεύω. Ο κύριος και η κυρία Ίντιπους εύκολα παραπέμπουν στον Οιδίποδα. Και είναι η Ηβ Έρθ, η γήινη Εύα που του γλυκαίνει κάποιες στιγμές. Θέλω να περάσω γρήγορα τον συσχετισμό της αφιέρωσης, «στη μνήμη του Βασίλη μας», με τον Μπίλυ που χάνεται στην Παλιά πόλη. Να αναφέρω εδώ ότι η κάρτα που δίνει ο Κλάιν στον Πωλ, πρόσωπο που συναντούμε στο τελευταίο κεφάλαιο γράφει «Γκάμπριελ Κλάιν». Γκάμπριελ, Γαβριήλ. Θα επανέλθουμε.
Ο χρόνος: Ο χρόνος γίνεται ελαστικός ερήμην της επίγνωσης του Στέφαν Χήροου, δηλαδή εκείνος μπορεί να αισθάνεται πως πέρασαν ώρες και να έχουν περάσει μέρες ή εβδομάδες. Παραδείγματα: Τι εννοείς πέντε μέρες; Ένα εικοσιτετράωρο λείπω, απορεί ο Στέφαν στον διάλογό του με τον Κάσπαρ, καθώς αναζητά την Κρίστυ (σ. 59). Ο ίδιος συνειδητοποιεί ότι δεν ξέρει πόσες μέρες έχουν περάσει και πόσες έχουν απομείνει από τις σαράντα μέρες που όρισε ο κύριος Κλάιν. Ότι ο χρόνος του εδώ μέσα είτε κοντεύει να τελειώσει είτε αρχίζει μόλις τώρα (σ. 147) και Βάζει το παντελόνι του, αλλά αυτό πια του πέφτει τόσο πολύ, παρά τη σφιχτή ζώνη που προσπαθεί να το συγκρατήσει. Αναγκάζεται να το βγάλει και να φορέσει φόρμα. Συνειδητοποιεί ότι παρά τους πόνους, κινείται στο χώρο πιο ανάλαφρα, σχεδόν σαν να κυλάει, ότι καταλαμβάνει όλο και λιγότερο όγκο. (σ. 143)
Να προσεχθεί, ωστόσο, ότι ο χρόνος της σύμβασης με τον Κλάιν ορίζεται σε σαράντα μέρες, ένας χρόνος συμβολικός, όπως γνωρίζουμε, μετά τον θάνατο.
Όπως εξελίσσεται η πλοκή, ο αναγνώστης ανακαλύπτει πως ο Στέφαν σχετίζεται με κάποιο από τα πρόσωπα του κάθε ορόφου, από το παρελθόν. Καθώς επισκευάζει διάφορες ζημιές σε κάθε όροφο, ταυτόχρονα επηρεάζει τις αποφάσεις των ενοίκων, προσπαθεί να τους παρηγορήσει για τις απώλειες αγαπημένων, στρέφει τη σκέψη τους σε διαφορετικούς δρόμους.
Ο τόπος: Το σκηνικό της πλοκής είναι μια πολυκατοικία με τους ενοίκους της. Τώρα ή ίσως και κάποια χρόνια μετά. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι πως στοιχεί σε μια περίοδο οξείας οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που ζούμε σήμερα. Ο τόπος δεν ορίζεται με ακρίβεια, κάπου, σε μια χώρα στον πλανήτη. Τα ονόματα, ξένα κυρίως αλλά και κάποια ελληνικά, στηρίζουν αυτή την ασάφεια. Από εκεί και πέρα, για την πολυκατοικία αποκτά μια σαφή εικόνα ο αναγνώστης, με τα διαμερίσματα και τις λεπτομέρειές τους, για τους ενοίκους και τον χαρακτήρα τους. Αλλά και έξω από το «κουκούλι» της δράσης, η εικόνα για την ψαραγορά όπου δουλεύει η Ηβ, το μπαρ όπου σύχναζε ο Στέφαν και γενικά για την Παλιά πόλη είναι πολύ σαφής – η σκοτεινή αυτή γειτονιά λειτουργεί σαν απειλητικό soundtrack στην αφήγηση, ενώ ταυτόχρονα φωτίζει το παρόν με γενναίες φέτες από το παρελθόν. Μια δυστοπία που, σε περιορισμένη κλίμακα, τείνει στην ουτοπία, με τη συμπεριφορά του Στέφαν και την τελική του απόφαση.
Στο σημείο αυτό ας αντιπαραβληθεί η χρήση της πολυκατοικίας ως σκηνικού στο αστικό τοπίο της μεταπολεμικής Ελλάδας, μέσα από ταινίες του κινηματογράφου αλλά και από τηλεοπτικές σειρές, όπου συχνότατα τονίζεται ο ρόλος του θυρωρού και οι σχέσεις με τους ενοίκους. Η οπτική στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ρεαλιστική και χιουμοριστική, όμως διακρίνονται και οι νύξεις για τα προβλήματα μιας τέτοιας συμβίωσης αλλά και για τη μοναξιά.
Στοιχεία του παραμυθιού: Μέσα στο πλαίσιο της αλληγορίας και με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία με τον κόσμο του παραμυθιού, θέλω να υπογραμμίσω τη μοναξιά του Στέφαν Χήροου. Συνήθως σε ένα τέτοιο πλαίσιο υπάρχει ο φίλος-βοηθός του κεντρικού ήρωα – αναφέρομαι στις λειτουργίες για τη μορφολογική ανάλυση των μαγικών παραμυθιών του Vladimir Propp. Εδώ δεν υπάρχει ούτε φίλος να του συμπαρασταθεί ούτε το μαγικό στοιχείο που θα τον βοηθήσει στη λύση. Ο πιο κοντινός στον ρόλο αυτό είναι ο συγγραφέας Χηλ, που τον επηρεάζει σε μια πορεία αυτογνωσίας. Επίσης, δεν πρέπει να αγνοήσουμε την καλλιτέχνιδα Μπόνυ Μεντράνο, πότε μητρικά τρυφερή αλλά προς το τέλος αυστηρή κριτής, που του μιλά για την ευλογία και την κατάρα μαζί, για το τραύμα που μπορεί, και πρέπει να γίνει ευαισθητοποίηση. Και τέλος τέλος, τραγικό και οξύμωρο, ο κύριος Κλάιν, αφού αυτός είναι το «όχημα» για να μετατρέψει ο Στέφαν την πραγμάτωση της εσωτερικής του αλλαγής σε πράξη.
Οι συμπτώσεις: Όπως εξελίσσεται η πλοκή, ο αναγνώστης ανακαλύπτει πως ο Στέφαν σχετίζεται με κάποιο από τα πρόσωπα του κάθε ορόφου, από το παρελθόν. Καθώς επισκευάζει διάφορες ζημιές σε κάθε όροφο, ταυτόχρονα επηρεάζει τις αποφάσεις των ενοίκων, προσπαθεί να τους παρηγορήσει για τις απώλειες αγαπημένων, στρέφει τη σκέψη τους σε διαφορετικούς δρόμους μαθαίνοντάς τους την αλληλεγγύη και την αγάπη – στοιχεία που δεν υπήρχαν παλιότερα στον χαρακτήρα του. Γιατί την ίδια στιγμή έχει αρχίσει η δική του επώδυνη πορεία προς την αυτογνωσία.
Η εσωτερική πορεία ενός ανθρώπου –δεν έχει σημασία ακριβώς σε ποια διαχωριστική γραμμή συντελείται– συνεπάγεται ένα βαθύ κοίταγμα στις απώλειες κάθε είδους. Μέσα από το πένθος μπορεί να προκύψει, ως η άλλη όψη του νομίσματος, η επανάκτηση της ανθρωπιά.
Παράλληλα με την αλληγορική γραφή, στο κείμενο υπάρχει πλήθος από ρεαλιστικές καθημερινές λεπτομέρειες, όπως εκείνες των ρούχων, των επίπλων, των χώρων, αλλά και της προετοιμασίας ενός γεύματος, της γεύσης. Έκοψε σκόρδο και κρεμμύδι για τη σάλτσα και όταν τα έριξε στη μικρή κατσαρόλα με ντομάτα, βάλθηκε να στρώνει το τραπέζι με δύο σερβίτσια. Στο βάθος ενός συρταριού βρήκε δυο κεριά που άναψε και στερέωσε σε ένα γυάλινο ποτήρι. (σ. 99)
Επίσης: Το σπίτι μύριζε πίτα που μόλις είχε βγει από τον φούρνο και συνόδευε το κρασί τους. Όμως ο Στέφαν δεν πεινούσε πια καθόλου. Γεύτηκε λίγο το κρασί, αλλά η γεύση του θύμιζε μούχλα. (σ. 132)
Έχοντας προχωρήσει αρκετά στο βιβλίο, εντοπίζει ο αναγνώστης τη Θιβετιανή Βίβλο των νεκρών, σ.151-152, και το μεσοδιάστημα θανάτου και νέας ζωής, το Μπάρντο: […] για να βρει η ψυχή τον δρόμο της προς το φως και να γλιτώσει τον κύκλο των αιώνιων μετενσαρκώσεων. Η ενδιάμεση ζωή ανάμεσα στον θάνατο και στην καινούρια γέννηση λέγεται Μπάρντο.
Και, ξαφνικά, παίρνει στροφές το μυαλό, εκείνη η ξαφνική αναλαμπή, και επιστρέφει ο αναγνώστης στην αρχή του δεύτερου κεφαλαίου, με το όνομα «Στέφαν». Διαβάζει στο μότο: Ότι το όνομα έχεις ότι ζης και είσαι νεκρός, Αποκάλυψη του Ιωάννου, 3-1
Οπότε, συνειδητοποιεί ότι η λύση βρίσκεται στη δεύτερη σελίδα της αφήγησης, τουλάχιστον ένας σημαντικός υπαινιγμός για την πλοκή, ότι ο Στέφαν θα μπορούσε παρά τρίχα να είναι νεκρός, σώθηκε χάρη σε μια διαβολική σύμπτωση – ή μήπως όχι;
Συνεχίζει αρκετά υποψιασμένος για την κατάσταση του Στέφαν, αλλά με πολλή αγωνία για την τελική λύση. Ποιος είναι ο Κλάιν; Πώς θα κλείσει όλη αυτή η σχέση με τους ενοίκους; Ναι, ίσως ο κύριος Κλάιν ξέρει καλύτερα. Ο παντογνώστης, σοφός κύριος Κλάιν. Ο άνθρωπος με τα πολλά μάτια. (σ. 147)
Θέλω να επισημάνω τη σκηνοθεσία στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ο κύριος Κλάιν» (σ. 188 κ.ε.). Παραπέμπει στην ταινία Η έβδομη σφραγίδα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν – η παρτίδα σκακιού ανάμεσα στον ιππότη και στον Θάνατο. Το παιχνίδι με τα ζάρια ανάμεσα στον Κλάιν και τον Στέφαν, και ταυτόχρονα, σε δεύτερο επίπεδο, η αναδρομή του Στέφαν στην πιο τρομερή ίσως, στην πιο ανήθικη σίγουρα, πράξη της ζωής του. Τότε που έπαιξε, και έχασε, την αγαπημένη του Λούσυ στα ζάρια. Η πράξη του σχολιάζεται από τον Κλάιν με έναν περίεργο οργισμένο τρόπο, σαν καταδίκη και σαν τιμωρία. Είναι σαν να παρακολουθούμε σκηνή θεατρικού έργου ή κινηματογραφικής ταινίας (αλλά και όλο το μυθιστόρημα σου δίνει συχνά την αίσθηση θεατρικής ή κινηματογραφικής γραφής).
Το καθοριστικό και συγκλονιστικό κεφάλαιο «Σβεν», με τον μονόλογο του νεκρού ήδη μικρού μετανάστη, γιου της Λαρίσα, οδηγεί στο κεφάλαιο «Καρδιά», με την απόφαση του Στέφαν και την τελική λύση. Είναι η στιγμή που κορυφώνεται η αλληγορία αλλά και η στιγμή που το γήινο και ανθρώπινο περνά στο πανανθρώπινο και συμπαντικό.
Το τελευταίο κεφάλαιο απλώς λειτουργεί σαν ένα ύφασμα που παίρνει τη θαμπάδα από το τζάμι: ένα ατύχημα-αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ανάλογο με του Στέφαν και τον άντρα ρητά νεκρό, φωτίζει την αλήθεια της ιστορίας. Και ο κύριος Κλάιν είναι παρών, για να ορίσει τον νέο βοηθό του. Είναι το σημείο που του δίνει την κάρτα του, με το όνομα «Γκάμπριελ Κλάιν». Ξαναγυρνώντας στα ονόματα-σύμβολα, θεωρώ τον κύριο Κλάιν άγγελο του θανάτου. Εκείνη η υποψία για τη μεταιχμιακή κατάσταση του Στέφαν, από τις πρώτες σελίδες της αφήγησης, μοιάζει να επιβεβαιώνεται.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις βοηθούν να ξεδιπλωθεί η δομή του μυθιστορήματος. Πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, με πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες, προχωράει συχνά με αναδρομές στο παρελθόν-flash back, με συνειρμούς, με έμφαση στα παιδικά χρόνια. Είναι απαιτητική αυτή η δομή, θέλει πολύ προσεκτικό χειρισμό, καθώς το παρόν μπλέκεται με το παρελθόν και κάποτε προεξαγγέλλεται το μέλλον. Η Χλόη Κουτσουμπέλη καταφέρνει να αντεπεξέλθει με μαεστρία αφηγηματική στον χειρισμό. Να αποκαλύψει κάθε φορά τόσο όσο η ίδια επιθυμεί στον αναγνώστη για τις σχέσεις των προσώπων και την πλοκή. Ο αναγνώστης ενδιαφέρεται ή/και αγωνιά, αλλά δεν χάνεται ούτε στιγμή στους δρόμους και στα μονοπάτια, στο πηγαινέλα της πλοκής και της αφήγησης.
Στην αρχή του βιβλίου υπάρχει μια κατάσταση με τα πρόσωπα, τον όροφο που μένουν και, κάποτε, ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τις σχέσεις τους με τον Στέφαν – η κατάσταση που υποτίθεται πως έδωσε ο Κλάιν στον Στέφαν με την ανάληψη των καθηκόντων του. Η κατάσταση αυτή μπορεί να βοηθήσει τον αναγνώστη σε οποιοδήποτε σημείο της ανάγνωσής του, αν και δεν τη χρειάζεται, νομίζω, με το προσεχτικό χτίσιμο της πλοκής. Σίγουρα πάντως θυμίζει εισαγωγή σε θεατρικό έργο, με τα πρόσωπα της παράστασης.
Η εσωτερική πορεία ενός ανθρώπου –δεν έχει σημασία ακριβώς σε ποια διαχωριστική γραμμή συντελείται– συνεπάγεται ένα βαθύ κοίταγμα στις απώλειες κάθε είδους. Μέσα από το πένθος μπορεί να προκύψει, ως η άλλη όψη του νομίσματος, η επανάκτηση της ανθρωπιάς.
Το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί παράλληλα –εννοώ ότι συνδέονται στον πυρήνα τους τα δύο βιβλία– με την ποιητική συλλογή Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης. Αρκετά ποιήματα της συλλογής θα μπορούσαν να αποτελούν κεφάλαια του βιβλίου, με άλλα λόγια τα πρόσωπα των ποιημάτων να αποτελούν μυθιστορηματικούς ήρωες.
Παραδείγματα: «Ο συγγραφέας κύριος Μπάρυ», «Η μητέρα κυρία Άλισον», «Ο αξιοσέβαστος κύριος Όουεν», «Η αξιοζήλευτη δεσποινίς Εντελβάις Φλέτσερ», «Ο αξιότιμος κύριος Πόμπους».
Τα κείμενα καλό είναι να κρίνονται ως κείμενα. Για την ποιητική συλλογή υπάρχει βέβαια η κατατεθειμένη ομολογία της συγγραφέως για το πένθος στην αφετηρία της έμπνευσης. Ενδεχομένως, μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει τη σκιά της ίδιας αφετηρίας και στο μυθιστόρημα, αλλά θα ήθελα να δούμε μια άλλη οπτική: Σε δύσκολες στιγμές της ζωής, ιδιαίτερα όταν ο συγγραφέας έρχεται σε επαφή με το τέλος, με οποιονδήποτε τρόπο, επιθυμεί μέσα από το κείμενο που γράφει να δώσει, συνειδητά ή ασυνείδητα, το απόσταγμα της εμπειρίας του ως στάση ζωής. Τι είναι δηλαδή αυτό το πιο σημαντικό στη ζωή, πέρα από χρήματα, δόξα, ακόμη και βιβλία.
Και η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι απόλυτα σαφής με αυτό το μυθιστόρημά της. Το σημαντικότερο πράγμα είναι η δικαιοσύνη, η κατανόηση, η αγάπη, η αλληλεγγύη. Μέσα από την πιθανότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας, για να γίνει πράξη η συνειδητοποίηση αυτή, λίγο πριν είναι αργά.
Πέρα από τις συγγραφικές αρετές του μυθιστορήματος, στις οποίες προαναφέρθηκα, θεωρώ πολύ σημαντικό το μυθιστόρημα αυτό για τούτη την παρακαταθήκη.
Να τονιστεί ότι οι συγγραφείς, στις περιπτώσεις αυτές, απευθύνουν το απόσταγμα όχι μόνο στους αναγνώστες αλλά και στον ίδιο τους τον εαυτό, ίσως κυρίως σε αυτόν.
Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν
Χλόη Κουτσουμπέλη
Μελάνι
214 σελ.
ISBN 978-960-591-084-6
Τιμή: €15,00
πηγή : diastixo.gr