«Αστικό» του Μελέτη Κεχαΐδη
Είμαι στο Εβδομήντα Οκτώ. Το μοναδικό λεωφορείο του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης που κυκλοφορεί στην πόλη, ακόμα και τώρα με την επίσχεση εργασίας. Πηγαίνει στο αεροδρόμιο. Γι’ αυτό. Το λεωφορείο είναι φίσκα. Είναι το μόνο που ενώνει το κέντρο με την Ανατολική Θεσσαλονίκη. Όλοι οι επιβάτες σκέπτονται διάφορα για τον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών και το μονοπώλιό του. Φαίνεται στο βλέμμα τους. Περιμένουν πώς και πώς κανέναν ελεγκτή να του τα πουν ένα χεράκι. Κι εκεί, στη στάση του Λευκού Πύργου, είναι ένα ζευγάρι που αποχαιρετιέται. Αυτός στο πεζοδρόμιο. Είκοσι με είκοσι πέντε. Έλληνας, μελαχρινός, ωραίος μελαψός νέος. Αυτή στο οδόστρωμα. Αγγλιδούλα, με φακίδες, ρούχα ατημέλητα και με σκισμένα παπούτσια. Κοντοστέκονται στα σκαλιά του λεωφορείου και φιλιούνται. Ξανά και ξανά. Ο οδηγός θέλει να φύγει. Οι επιβάτες κοιτάζουν ενοχλημένοι την ανοικτή πόρτα. Είναι μεσημέρι και στο λεωφορείο μπαίνει η υγρή ζέστη του Θερμαϊκού.
Αυτός τότε της λέει σε σπασμένα αγγλικά: “I'll call you, Alice”.
Αυτή, αναστατωμένη, “Please, Vangelis!” του απαντά κι ανεβαίνει.
Βολεύει τον καταξεσκισμένο της σάκο και κάθεται σε μια θέση. Γυρίζει το κεφάλι της δεξιά και αριστερά. Βλέπει όλους τους επιβάτες να την κοιτάζουν. Φτιάχνει την καπελαδούρα της –αυτές οι Αγγλίδες... όλες πια με καπέλο!– και σκύβει το κεφάλι. Και ξεσπάει σε λυγμούς. Γοερούς. Με ένα κλάμα φυσικό που πηγάζει από μέσα της. Με τα δάκρυα ποτάμι και λυγμούς, λυγμούς πολλούς. Κλαίει. Κλαίει απαρηγόρητη. Σκυμμένη στα γόνατα, θρηνεί για το χωρισμό με το αγόρι της. Δεν έπιασε αμέσως το κινητό της να του στείλει με εσεμές τη στενοχώρια της. Δεν του τηλεφώνησε απευθείας. Έβγαλε μπροστά σε όλους εμάς τον πόνο της. Περνάμε την παραλιακή. Γυρίζει το κεφάλι και κοιτάζει τη θάλασσα με τα λιγοστά καράβια. Σκύβει πάλι και συνεχίζει το κλάμα. Εγώ πρέπει να κατεβώ κάπου στην Ανθέων. Πλησιάζει η στάση, αλλά το σκέφτομαι. «Πώς να την αφήσουμε μόνη;», μονολογώ. Περνάει η στάση. Δεν κατεβαίνω. Εκείνη συνεχίζει να κλαίει. Πιο γοερά, με δάκρυα να κυλάνε στα ασπρουλιάρικα μάγουλά της. «Δεν στερεύουν τα δάκρυα του έρωτα», λέω στον εαυτό μου. Σκέφτομαι πώς είναι δυνατόν να κρύβει τέτοιο πάθος μια Αγγλίδα. Αυτά τα κλισέ... Τρέχει η μύτη της. Τη ρουφάει. Τη σκουπίζει με τα μανίκια της. Δεν έχει χαρτομάντιλα.
Ψάχνω πάνω μου για κείνη ένα. Δεν έχω. Κανείς δεν έχει.
Μα γιατί να μην έχω ένα μαντήλι να της προσφέρω; Όπως οι παλιοί, που πάντα κουβαλούσαν μαντήλι και τότε δεν καταλάβαινα το λόγο. Να γιατί... Φτάνουμε στο IKEA, πολύ έξω από την πόλη. Εκείνη κλαίει ακόμα. Πιο σιγά αυτήν τη φορά. Πνιχτοί πια λυγμοί βγαίνουν από μέσα της και έχω ξεχάσει ό,τι με απασχολεί τελευταία: πώς θα βγάλω τη χρονιά, τα μεγάλα κοινωνικά θέματα, τα παγκόσμια. Όλα τα έχω ξεχάσει. Θέλω να της πω έναν λόγο παρηγορητικό. Να της χαϊδέψω τα μαλλιά. Να της πιάσω το χέρι. Τίποτα δεν κάνω. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο. Σκέφτομαι γιατί έφτασα μέχρις εκεί και πώς θα γυρίσω πίσω. Βλέπω την Αγγλιδούλα να κλαίει ακόμα για το αγόρι της και νιώθω ότι είναι το σημαντικότερο πράγμα σε όλη τη γη. Αυτό και τίποτα άλλο. Ρωτάω τον οδηγό λίγο πριν επιστρέψουμε στην πόλη: «Έχασα τη στάση μου. Μπορώ να χρησιμοποιήσω το ίδιο εισιτήριο;». «Κι εσύ;», αντιγυρίζει εκείνος. «Καλά, τι πάθατε όλοι σε αυτό το δρομολόγιο; Αφηρημένοι είστε; Τουλάχιστον άλλοι πέντε με ρώτησαν το ίδιο».
Ο Μελέτης Κεχαΐδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1971. Χρησιμοποιεί ποδήλατο ως μέσο μεταφοράς και όχι αναψυχής. Γράφει ιστορίες ακούγοντας μουσική. Είναι εγλωβισμένος στο μπαλκόνι του χρόνια τώρα. Το διήγημα αυτό είναι η πρώτη του δημοσίευση.
Πηγή : diastixo.gr