Άρθρο-«Οι μεταμορφώσεις του Δον Ζουάν στη χώρα των μύθων» του Χαράλαμπου Βαρέλη
Δύο είναι οι λογοτεχνικοί ήρωες της νεότερης Ευρώπης που απέκτησαν μυθική διάσταση και είναι εφάμιλλοι εκείνων που δημιούργησε η ελληνική μυθολογία: ο Φάουστ και ο Δον Ζουάν. Κοινό χαρακτηριστικό τους, που τους συνδέει με την ελληνική αρχαιότητα, η ύβρις: ο πρώτος υπερβαίνει τα ανθρώπινα όρια σε γνωσιολογικό επίπεδο και ο δεύτερος αρνείται τα όρια που επιβάλλει η εκάστοτε κοινωνική ηθική.
Όταν ο Τίρσο ντε Μολίνα γράφει, περίπου το 1620, το θεατρικό έργο Ο απατεώνας της Σεβίλλης ή ο πέτρινος συνδαιτυμόνας, ο Ισπανός δραματουργός και μοναχός δεν διανοείται ότι ο ήρωας του, Δον Χουάν Τενόριο, θα αποτελέσει την απαρχή ενός από τους σημαντικότερους λογοτεχνικούς μύθους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Γόνος Ισπανών ευγενών, ο Δον Χουάν είναι ένας γοητευτικός νέος που αποπλανά χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξης, παραβιάζοντας έτσι τους αυστηρούς κανόνες του Ρωμαιοκαθολικισμού στην Ισπανία του 17ου αιώνα. «Θύματα» αυτής της ερωτικής επιθυμίας είναι μεταξύ άλλων η δούκισσα Ισαβέλλα, η Άννα, κόρη ενός Ισπανού Διοικητή, και δύο χωρικές, η Θίσβη και η Αμίντα. Η ευγενής καταγωγή του εξασφαλίζει στον Δον Χουάν μια σχετική ατιμωρησία. Αυτό όμως που τον διαφοροποιεί από τους επίσης ακόλαστους φίλους του είναι ότι ο Δον Χουάν σκοτώνει σε μονομαχία τον πατέρα της Άννας, που θέλησε να υπερασπιστεί την τιμή της κόρης του, και κυρίως ότι σε μια κίνηση κυνισμού καλεί σε δείπνο τον ανδριάντα του θύματός του. Αυτή η συμπεριφορά αποτελεί ύβριν προς τον νεκρό και ο Δον Χουάν τιμωρείται με το πυρ της Κολάσεως παρά την καθυστερημένη μεταμέλειά του.
Έχοντας επηρεαστεί από ιταλικές διασκευές της ιστορίας του Δον Χουάν, ο Μολιέρος θα παρουσιάσει το 1665 την κωμωδία του Δον Ζουάν ή η πέτρινη ευωχία. Όμως ο ήρωας του Τίρσο, που συμπεριφερόταν στις γυναίκες ως τιμωρός της ευκολίας με την οποία αυτές πλάγιαζαν μαζί του, θα εξελιχθεί σε έναν κυνικό σοφιστή και βλάσφημο ευγενή. Τοποθετώντας τον Δον Ζουάν στην εθισμένη στην υποκρισία γαλλική Αυλή του 17ου αιώνα στην οποία ασκεί κριτική, ο Μολιέρος, σε αντίθεση με τον Ισπανό δραματουργό, παρουσιάζει την ερωτική δραστηριότητα του γυναικοκατακτητή σε χρόνο αφηγηματικό. Πρωτοτυπεί όμως εισάγοντας στο πλήθος των εξαπατημένων γυναικών τη Δόνα Ελβίρα, σύζυγο του αιώνιου εραστή. Έτσι εμπλουτίζει μία από τις τρεις σταθερές συνιστώσες του λογοτεχνικού μύθου που είναι: ο Δον Ζουάν, οι γυναίκες και το άγαλμα του Διοικητή που τιμωρεί τον αλαζόνα εραστή. Σημειωτέον ότι ο Δον Ζουάν αρνείται πλέον να μετανοήσει για τις πράξεις του.
Όταν ο Τίρσο ντε Μολίνα γράφει, περίπου το 1620, το θεατρικό έργο Ο απατεώνας της Σεβίλλης ή ο πέτρινος συνδαιτυμόνας, ο Ισπανός δραματουργός και μοναχός δεν διανοείται ότι ο ήρωας του, Δον Χουάν Τενόριο, θα αποτελέσει την απαρχή ενός από τους σημαντικότερους λογοτεχνικούς μύθους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Η μηδενιστική δύναμη του ήρωα του Μολιέρου απουσιάζει από την όπερα του Μότσαρτ, σε λιμπρέτο του Λορέντζο ντα Πόντε, Ντον Τζοβάννι ή ο τιμωρημένος ακόλαστος (1787). Την υποκρισία θα αντικαταστήσει η χαρά της ζωής που αντικατοπτρίζεται στη φράση «Ζήτω η ελευθερία!» με την οποία ο Ντον Τζοβάννι εκφράζει μια απόλυτη προσωπική ελευθερία. Ο εμπλουτισμός του μύθου συνεχίζεται με τον κατάλογο των εξαπατημένων από τον ήρωα γυναικών που διαβάζει ο υπηρέτης του, Λεπορέλλο, στη Δόνα Ελβίρα για να την παρηγορήσει.
Οι διάφορες ενσαρκώσεις του Δον Ζουάν αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο κάθε ιστορική εποχή αντιμετωπίζει τον έρωτα. Ο Ρομαντισμός θα δώσει νέα πνοή στο μύθο. Στο διήγημά του Ε.Τ.Α. Χόφμαν Δον Ζουάν, Μυθιστορηματική περιπέτεια ενός ενθουσιώδους ταξιδιώτη (1814), ο ήρωας επανακτά τη μεταφυσική του διάσταση. Ο Αυστριακός πεζογράφος, όπως ο Μπάιρον στo έπος του Δον Ζουάν (1819), ο Πούσκιν στον Πέτρινο καλεσμένο (1830), ο Λενάου στον δικό του Δον Ζουάν (1848) και άλλοι, μεταμορφώνουν τον γυναικοκατακτητή σε έκπτωτο άγγελο, άλλοτε του Κακού και άλλοτε της εξέγερσης που ονειρεύεται έναν άλλο κόσμο. Για τους ρομαντικούς, ο Δον Ζουάν θυσιάζει τη μια μετά την άλλη τις γυναίκες που έχει σαγηνεύσει γιατί αναζητά απεγνωσμένα τον απόλυτο έρωτα.
Την απουσία Ελληνίδων από τον κατάλογο του Λεπορέλλο, που περιελάμβανε 1.003 εξαπατημένες γυναίκες, θα «διορθώσει» ο Γεώργιος Σουρής στο σατιρικό ποίημα του Δον Ζουάν (1881). Ο Σουρής φέρνει τον ήρωα του Μπάιρον από το Λονδίνο στην Αθήνα για να στιγματίσει την ηθική διαφθορά της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας. Από τον πρώτο κιόλας στίχο, ο ήρωας παρουσιάζεται με σκωπτικό τρόπο: «Ο Δον Ζουάν!... γνωρίζετε τον ήρωα εκείνον...» . Ο γυναικοκατακτητής γνωρίζει πόσο σημαντικό ρόλο έπαιζε, ήδη από την αρχαιότητα, ο σαρκικός πόθος στην Ελλάδα. Ο Δίας, για παράδειγμα, είχε αποπλανήσει με διάφορα τεχνάσματα τις πιο ποθητές γυναίκες της μυθολογίας: Σεμέλη, Δανάη, Λήδα, Ευρώπη, Αλκμήνη και άλλες. Η άφιξη του Δον Ζουάν φέρνει ταραχή στον γυναικείο πληθυσμό που ετοιμάζεται να τον υποδεχτεί δεόντως: «Καλέ, αλήθεια έφθασε ο Δον Ζουάν εκείνος; / και δε μου είπε τίποτε ο άνδρας μου το κτήνος» διαμαρτύρεται μια Αθηναία.
Η σκωπτική διάθεση του Σουρή είναι διάχυτη στους 1.806 στίχους του ποιήματος. Η πρώτη κατάκτηση του Δον Ζουάν είναι η σύζυγος ενός Αθηναίου αξιωματούχου ο οποίος χαίρεται όταν γνωρίζει τον άγνωστο με τον οποίο η σύζυγος του ήταν κλεισμένη στο υπνοδωμάτιό της. Άλλωστε, η ελευθεριάζουσα συμπεριφορά των γυναικών της Αθήνας έχει καταπλήξει και τον ίδιο τον ήρωα: «Είδα γυναίκες με φωτιά σε μια και άλλη χώρα, / μα σαν κι αυτά τα θηλυκά δεν είδ’ αλλού ώς τώρα» .
Η σάτιρα όμως δεν αφήνει αλώβητο ούτε τον ίδιο τον γυναικοκατακτητή. Ο άλλοτε ακαταμάχητος Δον Ζουάν τρέχει τώρα πίσω από τις Αθηναίες «σαν πεινασμένος σκύλος» και όταν ονειρεύεται νέες κατακτήσεις «τότε πια του φουκαρά του έπεφταν τα σάλια» . Η διακωμώδηση του ήρωα δίνει νέα διάσταση στο μύθο. Η ευκολία με την οποία οι Αθηναίες πλαγιάζουν μαζί του τον έχει κουράσει, «διότι έρως εύκολος και άνευ δυσκολίας / δεν έχει γόητρα ποσώς, δεν έχει ποικιλίας, / κι ο Δον Ζουάν δεν ήθελε πεζότητα τοιαύτην» . Ο καρδιοκατακτητής θέλει κάποιος απατημένος σύζυγος ή εραστής να υπερασπιστεί την τιμή της συζύγου ή ερωμένης του. Ωστόσο, όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το ξίφος ενός απατημένου εραστή, ο άλλοτε ανδρείος Ισπανός ευγενής θα τραπεί σε φυγή.
Αυτή η μεταμόρφωση του Δον Ζουάν σε δειλό εραστή δεν είναι η μόνη. Ο Σουρής ξαναδιαβάζει το μύθο με τον δικό του τρόπο. Η υπερκόσμια τιμωρία του ήρωα δεν θα έρθει από το άγαλμα του Διοικητή, αλλά από μία Καρυάτιδα. Η πλήξη που προκαλούν τόσες ανούσιες κατακτήσεις ωθεί τον Δον Ζουάν να ανέβει, ένα βράδυ, ως «ρομαντικός παράφρων ποιητής» στην Ακρόπολη. Εκεί, «γονυπετής» δηλώνει στις Καρυάτιδες ότι τις έχει ερωτευτεί. Γι’ αυτό θέλει να αλλάξει ζωή και να ζήσει την ομορφιά της αρχαίας Ελλάδας. Ευρισκόμενος σε ερωτική έξαρση, ο Δον Ζουάν αγκαλιάζει ένα από τα αγάλματα, το οποίο πέφτει και τον καταπλακώνει. Το κωμικό στοιχείο είναι παρόν ακόμα και στο θάνατο του ήρωα: «Αλλ’ όμως πριν να πλακωθή, τας χείρας του εκτείνας, / επρόφθασε δυο φάσκελα να δώσει στας Αθήνας [...]» .
Αυτές οι διαφοροποιήσεις του Σουρή από την κλασική εκδοχή του μύθου είναι προάγγελος της απομυθοποίησης του Δον Ζουάν τον 20ό αιώνα, στην οποία έχει συμβάλει και η θέση του Νίτσε ότι ο άνθρωπος ζει πλέον σε έναν κόσμο «μετά τον θάνατο του Θεού». Νέες αναγνώσεις της ιστορίας του αιώνιου εραστή προτείνουν μεταξύ άλλων ο Μαξ Φριτς, Δον Ζουάν ή ο έρωτας για τη γεωμετρία (1953), ο Ανρί ντε Μοντερλάν, Δον Ζουάν ή ο εκπορνευόμενος θάνατος (1956) ή ο Τζον Μπέργκερ στο μυθιστόρημα του, G., Το ταξίδι (1972).
Ο Χάρης Λαμπίδης δημοσιεύει το 1979 μία κωμωδία φαντασίας, Ο Δον Γιάννης κι οι εφτά Μαρίες. Ο εξελληνισμός του ονόματος του ήρωα προαναγγέλλει τη μεταμόρφωσή του. Ο Δον Γιάννης ζει στο Εξαμίλι Κορινθίας τις παραμονές της Άλωσης. Η γλώσσα του έργου, με πλούσια στοιχεία της ελληνικής του 15ου αιώνα, εισάγει τον θεατή σε μια βυζαντινή ατμόσφαιρα. Όμως οι αναφορές στα έργα των θεμελιωτών του μύθου είναι εμφανείς. Η πρώτη σκηνή θυμίζει έντονα την αντίστοιχη της κωμωδίας του Μολιέρου. Ο Λέπουρας, του οποίου το όνομα παραπέμπει στον Λεπορέλλο, είναι υπηρέτης ενός Γαλλο-Καταλανού ευγενούς, του Δον Γιάννη ντε Τουρναί, και παραπονείται για την συμπεριφορά του κυρίου του: «Είναι ένας διαολάνθρωπος, [...] ένας εξώλης βουτηγμένος στην αμαρτία. [...] Όλα τα κοροϊδεύει: θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια» . Ως άλλος Σγαναρέλος, ο Λέπουρας ζητάει κι αυτός τους μισθούς του.
Αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που διατρέχει από τους Τούρκους η βυζαντινή αυτοκρατορία, ο Δον Γιάννης ετοιμάζεται να παντρευτεί την πριγκίπισσα Άμρια παρά τη δυσαρέσκεια του πατέρα του, Δον Λουί, που τον επιπλήττει, όπως και εκείνος του Μολιέρου, για τον ακόλαστο βίο του: «[...] δε σε απειλώ εγώ. Αυτή τη φορά σε απειλεί κάποιος άλλος. Και είναι πιο ισχυρός από σένα. Ο Πρωτοστράτωρ» . Πρόκειται για τον αρχιστράτηγο του Δεσποτάτου του Μωρέως, που απαιτεί από τον γυναικοκατακτητή να παντρευτεί την κόρη του, Ευπραξία, την οποία είχε αποπλανήσει παλαιότερα. Ο Λαμπίδης μεταμορφώνει τον αγέρωχο Διοικητή σε δειλό στρατηγό που προτίθεται να συνθηκολογήσει με τους Τούρκους προκειμένου να διατηρήσει τα προνόμιά του.
Η αποκάλυψη από τον Πρωτοστράτορα ότι ο ακόλαστος νέος έχει ήδη παντρευτεί επτά γυναίκες, που ονομάζονται όλες Μαρίες και είναι παρούσες, διακόπτει την τελετή του γάμου. Είναι σαφές ότι ο αριθμός επτά παραπέμπει στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Η σκηνή θα πάρει δραματική τροπή, όταν ο Πρωτοστράτωρ χαρακτηρίζει προδότη τον Δον Γιάννη, ο οποίος τον καλεί σε μονομαχία. Ο Πρωτοστράτωρ αρνείται κρύβοντας τη δειλία του πίσω από το προχωρημένο της ηλικίας του. Ο Δον Γιάννης εξοργίζεται, τον χτυπάει θανάσιμα με ένα κοντάρι, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται.
Ο Λαμπίδης αποστασιοποιείται από το μύθο, μετατρέποντας τον ήρωά του σε αποδιοπομπαίο τράγο. Το Εξαμίλι θα καταστραφεί από τους Τούρκους, λέει ένας καλόγερος απευθυνόμενος στους κατοίκους της πόλης, λόγω των αμαρτημάτων ενός «μιάσματος» , που ονομάζεται Δον Γιάννης. Γι’ αυτό «[...] πομπεύσατέ τον, συντρίψατέ τον!» . Ο άλλοτε κυνικός εραστής έχει γίνει πλέον ένας γεμάτος θλίψη ερωτευμένος νέος που έχει χάσει την αγαπημένη του. Ο Δον Γιάννης εμφανίζεται ως ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου, ένα είδος σωτήρα που διαπομπεύεται, όπως και ο Ιησούς, κατά τη μεταφορά του στο δικαστήριο. Χαρακτηριστική η σκηνή όπου ο Λέπουρας, σε ερώτηση αν είναι φίλος του κατηγορούμενου, ως άλλος Πέτρος, αρνείται: «Όχι, φίλε, περαστικός είμαι απ' εδώ... (Λάλημα πετεινού)» .
Στο έργο του Λαμπίδη, οι διαφοροποιήσεις συνυπάρχουν με την κλασική πλοκή του μύθου. Αντικρίζοντας το άγαλμα του Πρωτοστράτορα, ο Δον Γιάννης αιτιολογεί το μίσος που τρέφει γι’ αυτόν και τον καλεί σε δείπνο: «Μ’ έκανες να χάσω την Άμρια. Για μένα ήταν η λαχτάρα, ήταν το καινούργιο. Μα εσύ το καινούργιο το μάχεσαι» . Το άγαλμα αποδέχεται την πρόσκληση, ο Λαμπίδης όμως όχι μόνο δεν τιμωρεί τον ήρωά του με το πυρ της Κολάσεως, αλλά τον μεταμορφώνει σε έναν ερωτευμένο νέο που έχει βρει την ευτυχία δίπλα στην Άμρια. Και το κυριότερο, ο Δον Γιάννης είναι διατεθειμένος να πολεμήσει τους Τούρκους για την απελευθέρωση του Δεσποτάτου.
Οι διάφορες ενσαρκώσεις του Δον Ζουάν αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο κάθε ιστορική εποχή αντιμετωπίζει τον έρωτα.
Ένα άλλο είδος απομυθοποίησης προτείνει ο Νίκος Φωκάς στο ποίημά του «Ο Δον Ζουάν ως μόδιστρος» (1992) που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή Ένα σημείο προσήλωσης. Εδώ δεν υπάρχει ούτε το κλασικό αντιθετικό ζευγάρι, κύριος-υπηρέτης, ούτε το άγαλμα του Διοικητή. Ως «μεγάλος μόδιστρος δίβουλος» , ο γυναικοκατακτητής «παρακολουθεί / [...] πλήθος θηλυκών σ’ ένα αδιάκοπο / κι αμφίδρομο σεργιάνι σαν σε πασαρέλα» . Η στοχαστική του διάθεση έχει ένα σημείο προσήλωσης: το θάνατο. Ο «Ντον Τζιοβάνι παρακολουθεί / με μάτια σφαλιστά / Στο μέσα του μονόχρωμο διάστημα» τον αισθησιασμό που αναδύεται από «γοφούς μηρούς λαιμούς ωλένες ώμους» διαφόρων γυναικείων σωμάτων. Στο ποίημα, που μοιάζει με μελέτη θανάτου, κυριαρχεί μια επιμνημόσυνη ατμόσφαιρα. Είναι η σιωπή του θανάτου, του οποίου διάφορες εκδοχές παρουσιάζει ο Φωκάς σε αυτήν τη συλλογή του. Όμως ο θάνατος, όπως φαίνεται και από τη στοχαστική διάθεση του Δον Ζουάν, δεν λειτουργεί ως τρόμος που δεσμεύει τη σκέψη, αλλά ως σημείο αυτεπίγνωσης. Ο αιώνιος εραστής, «αδιάφορος ανέκαθεν / στην ηλικία το χρώμα και την ταξική προέλευση / των γυναικών εν γένει» παρακολουθεί «ένα είδος πασπαρτού της ίδιας του ζωής» .
Ο μύθος του Δον Ζουάν έχει δύο όψεις, την τραγική και την κωμική. Ο Κωνσταντίνος Πουλής επιλέγει τη δεύτερη στο θεατρικό έργο του Δον Ζουάν (2010). Ο συγγραφέας υιοθετεί την κλασική πλοκή της ιστορίας του γυναικοκατακτητή, αφαιρώντας όμως την τιμωρία του στην Κόλαση. Ο κυνισμός του ήρωα του Πουλή μπορεί να θυμίζει τον ορθολογισμό του Δον Ζουάν του Μολιέρου, είναι όμως παιγνιώδης γι’ αυτό και ανάλαφρος. Κι ας υπάρχουν δύο φόνοι στην αρχή και στο τέλος του έργου και μια αυτοκτονία. Ο αιώνιος εραστής έχει πλήρη συνείδηση της υπόστασής του: «[...] είμαι αηδιαστικός, σιχαμένος, απαίσιος, αλλά δεν είμαι πληκτικός» . Οι ερωτικές κατακτήσεις του γίνονται σε ενεστώτα χρόνο, με τον Δον Ζουάν να δηλώνει: «Απ’ το να γελοιοποιούμαι πατώντας έναν όρκο κάθε μέρα, καλύτερα να υπηρετήσω τη φύση μου με αξιοπρέπεια» . Η ελαφρότητα και η σαγήνη του Δον Ζουάν του Πουλή συνοψίζονται εύστοχα στην απάντηση που δίνει ο γυναικοκατακτητής στη Δόνα Άννα: «Δεν είναι η πράξη που μετράει. Και η αμαρτία θέλει στυλ. Σερβιρισμένη στο κατάλληλο πιάτο, τη θαυμάζει κι ο Θεός» .
Η ανάγνωση του Δον Ζουάν του Πουλή αποτέλεσε, κατά δήλωση του ίδιου του συγγραφέα , το έναυσμα του διηγήματος Το τεφτέρι και το μαχαίρι του Σπύρου Γιανναρά, που περιλαμβάνεται στη συλλογή Ζωή χαρισάμενη (2011). Σε αυτό το διήγημα υπάρχει μια εναλλακτική εκδοχή του δονζουανισμού στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ο γυναικοκατακτητής του Γιανναρά καταλαμβάνεται από μια φρενίτιδα αναρτήσεων στο Διαδίκτυο: είναι το «ημερολόγιο των ερωτικών κατακτήσεών» του. Αλαζόνας κι αυτός, «άρχισε να κομπορρημονεί ισχυριζόμενος πως κανείς δεν μπορεί να τον ξεπεράσει» . Όμως αυτός ο κυνηγός της ηδονής εκείνο που αναζητά κατά βάθος είναι να σκοτώσει την ανία του. Ο αιώνιος εραστής έχει μεταμορφωθεί σε «μπλόγκερ με τεφτέρι» . Η ειρωνεία που εμπεριέχει η λέξη υποδηλώνει τη μετεξέλιξη του δονζουανισμού σε ξέφρενο κοινωνικό φαινόμενο.
Σε όλα τα προαναφερθέντα έργα με ήρωα τον αιώνιο εραστή, ο δονζουανισμός είναι τρόπος ζωής. Στο βιβλίο όμως του Γιώργου Κοροπούλη «Don Giovanni» (1991), εμφανίζεται ως τρόπος γραφής. Γιατί το «Don Giovanni» δεν περιγράφει κάποια νέα ερωτική κατάκτηση του ήρωα, αλλά διηγείται την ιστορία ενός βιβλίου που δεν γράφτηκε. Μέσα από αυτό το προσχέδιο μυθιστορήματος, που έχει τη μορφή ημερολογίου εργασίας, ο Κοροπούλης αναρωτιέται μήπως είναι και ο ίδιος ένα είδος Δον Ζουάν της λογοτεχνικής μορφής. Εξού και τα εισαγωγικά στον τίτλο του βιβλίου. Αυτή η ματαίωση της λογοτεχνικής γραφής παραλληλίζεται με την τραγική διάσταση του γυναικοκατακτητή: «Ο Don Giovanni δεν είναι κάποιος που διαρκώς κατακτά γυναίκες, αλλά κάποιος που διαρκώς χάνει τις γυναίκες που κατέκτησε [...]» .
Όπως και να ‘χει, ένα είναι βέβαιο. Εδώ και τέσσερις αιώνες ο Δον Ζουάν συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης για εκατοντάδες θεατρικούς συγγραφείς, πεζογράφους και ποιητές. Και όχι μόνο.
Πηγή : diastixo.gr