Άρθρο-«Μανώλης Αναγνωστάκης: Ο ποιητής και η εποχή του» της Ανθούλας Δανιήλ
Δεν γίνεται να μιλήσεις για τον Μανώλη Αναγνωστάκη τον ποιητή χωρίς να μιλήσεις για τον Μανώλη Αναγνωστάκη τον αγωνιστή. Κι ο Μανώλης, με το μικρό του όνομα, Εμμανουήλ, σαν το Χριστό, αγωνίστηκε για την πίστη του, για την αλήθεια του, για την πατρίδα του, για την τιμή του. Επομένως, δεν γίνεται να μιλήσει κανείς για το ποιητικό του έργο ξεχωριστά από το πολιτικό του έργο. Γιατί αυτές οι δύο είναι οι «ζωτικές αφετηρίες» που καθόρισαν και το ένα και το άλλο, όπως λέει και ο Γιώργος Μαρκόπουλος [1]. Είναι ο ποιητής που έταξε την ποίησή του στην υπηρεσία της πατρίδας και τα πάθη του οποίου εκπορεύονται από της πατρίδας τα πάθη. Επομένως, ο Αναγνωστάκης δεν ανήκει σ’ αυτούς που κλεισμένοι στον ελεφάντινο πύργο τους δημιουργούσαν ερήμην της κοινωνίας. Δεν μπορούσε να βάλει τη ζωή του στην άκρη και να συνθέτει ποιήματα μέσα στη γυάλα του. Αντιθέτως, με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας όλη στην πλάτη του, μόνο όπως εκφράστηκε θα μπορούσε να εκφραστεί. Απαισιόδοξα, αμφισβητητικά, ειρωνικά, κριτικά, επιθετικά. Ποιον έχει ανάγκη αυτός που αναμετρήθηκε με το χάρο και ποιον θα φοβηθεί. Αντιθέτως, χωρίς να φοβάται κανέναν βγαίνει προς τα έξω με το στίχο στο χέρι σαν όπλο. Να γεμίσει τα χαρτιά με αυτό που ξεχειλίζει η ψυχή του. Τούτο δεν σημαίνει πως σαν νέος και ωραίος και επαναστάτης δεν είναι και ερωτικός ποιητής. Ο Μαρκόπουλος που τον έχει μελετήσει διεξοδικά λέει ότι είναι «τρυφερά ερωτικός». Αλλά βλέποντας την ποίησή του προσανατολισμένη στα πολιτικά-κοινωνικά, «στερούμαστε μια άλλη διάσταση του έργου του», την ερωτική, η οποία, ωστόσο, είναι και αυτή διακριτικά παρούσα.
Γιατρός ακτινολόγος στο επάγγελμα, φυσικό ήταν να ακτινογραφήσει και την εποχή του και την ποίηση. Έδωσε το στίγμα της γενιάς του, δίνοντας το «παρών» πρώτα με το πατριωτικό έργο κι έπειτα με το λογοτεχνικό έργο. Έκανε την πράξη λόγο, πηγαίνοντας ανάποδα τη φυσική σειρά που είναι να κάνει τον λόγο πράξη. Κι αυτό γιατί δεν πρόλαβε να πει. Ήταν πολύ νέος τότε και σαν νέος ένιωσε την ανάγκη να πράξει. Και μετά να γράψει. Ένιωσε και έπραξε και έπαθε και έγραψε. Αυτή είναι κλίμακα της ζωής του.
Η μοίρα του ήταν να απογοητευτεί, όπως κάθε ονειροπόλου ή επαναστάτη. Γιατί ο ξεσηκωμός είναι εύκολος και ενθουσιώδης και η σύμπνοια και οι φίλοι. Μετά έρχονται οι πικρές ώρες. Και οι πικρές ώρες που ακολούθησαν την ήττα της γενιάς του τον έκαναν να γράφει απαισιόδοξα και ειρωνικά, να καβαφίζει, να παραδειγματίζεται από την γοητεία του Αλεξανδρινού, να ανατρέπει τα πράγματα που τόσο περίτεχνα στρώνει και να δείχνει πώς είναι το σκηνικό από μέσα. Όπως στο θέατρο. Καδρόνια και σκηνικά ατάκτως ερριμμένα πίσω από τη λαμπερή επιφάνεια. Αυτή την άχαρη εικόνα μας δίνει στο ποίημα «Ποιητική».
-Προδίδετε πάλι την Ποίηση θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Την χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
Και φυσικά μέχρι εδώ ποιος δεν αναγνώρισε το ύφος το κολλαριστό, το επίσημο, το ψεύτικο, το πομπώδες, τα κούφια λόγια του αέρα. Τη γλώσσα της συνθήκης, της προσποίησης. Εκείνος ο πληθυντικός –«προδίδετε» – σαν να λέμε εσείς όλοι, η γενιά σας, «Προδίδετε την Ποίηση» με κεφαλαίο «Π», για να δείχνει την κούφια μεγαλοπρέπεια του είδους, και βέβαια τέτοιοι είναι οι καινολόγοι, αυτοί που δήθεν θέλουν την ποίηση καθαρή. Τι θα πει καθαρή, μακριά από τον άνθρωπο και τη ζωή, πέραν της πολιτικής. Αλλά είναι δυνατόν η Ποίηση να μην είναι και πολιτική, δηλαδή, να μην αντλεί από την κοινωνική πραγματικότητα; Ποιος μεγάλος ποιητής δεν έγραψε κάτω από την πίεση των συναισθημάτων που του γεννήθηκαν από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που συντάραξαν την εποχή του; Πώς θα ήταν δυνατόν ο κόσμος να καίγεται και οι ποιητές ερήμην των γεγονότων να γράφουν κλεισμένοι στον ελεφάντινο πύργο τους, ερήμην των κοινωνικών αγώνων; Ο Σολωμός και ο Κάλβος πώς έγραψαν; Ο Παλαμάς και ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος, και όλοι, ο καθένας με το δικό του ένστικτο και τον δικό του τρόπο για την εποχή του έγραψε. Δεν υπάρχει λοιπόν καθαρή ποίηση, τέτοια δηλαδή που να γράφεται στο εργαστήριο, μακριά από τα κοινωνικά μικρόβια.
Ο Αναγνωστάκης ανήκει σ’ αυτούς που λένε ξεκάθαρα τη γνώμη τους. Η ποίηση του μοιάζει να μας λέει «Έχουμε πόλεμο και εγώ θα πολεμήσω». Δεν τον απασχολούν προσωπικά υπαρξιακά αδιέξοδα, παρά μόνο αν σχετίζονται με την πατρίδα που καίγεται και υποφέρει. Τα προσωπικά σε τέτοιες ώρες είναι πολυτέλεια.
Και ο ποιητής είναι μπολιασμένος με την εποχή του, το μικρόβιο σαν φλας αστράφτει κι εκεί μέσα στο μυαλό, στην ψυχή, κυοφορείται, και το ποίημα γεννιέται μόλις ωριμάσουν οι συνθήκες. Μόλις ολοκληρωθεί, γιατί η καλή ποίηση έχει τους κανόνες της. Αλλιώς είναι συνθηματολογία. Ή στιχάκια του ταγκό χωρίς μουσική, όπως έλεγε ο Σεφέρης, ο οποίος έλεγε επίσης ότι δεν είναι χώρος για προσωπικές εξομολογήσεις. Ούτε και όργανο προπαγάνδας. «Μερικοί τη βάζουν και φωνάζει “Ελευθερία”», λέει ο Ελύτης. Τι εννοεί μ’ αυτό; Εννοεί αυτό που λέει ο Αναγνωστάκης «Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον/ Των σκοτεινών επιδιώξεών σας». Δηλαδή τη χρησιμοποιείτε ως μέσον προπαγάνδας. Εδώ έχει στηθεί μια μεγάλη συζήτηση, για το τι πρέπει να κάνει ο πνευματικός εργάτης, ο ποιητής εν προκειμένω, και στη συζήτηση αυτή ο Σεφέρης είχε πει ότι δέχεται την αλήθεια: Χωρίς να συμφωνεί, κατανοεί αυτόν που λέει ότι τώρα έχουμε πόλεμο και θα μιλήσουμε για τον πόλεμο. Του αρέσουν οι ξεκάθαρες κουβέντες.
Ο Αναγνωστάκης ανήκει σ’ αυτούς που λένε ξεκάθαρα τη γνώμη τους. Η ποίηση του μοιάζει να μας λέει «Έχουμε πόλεμο και εγώ θα πολεμήσω». Δεν τον απασχολούν προσωπικά υπαρξιακά αδιέξοδα, παρά μόνο αν σχετίζονται με την πατρίδα που καίγεται και υποφέρει. Τα προσωπικά σε τέτοιες ώρες είναι πολυτέλεια. Γι’ αυτό, όταν ακούει αυτούς που του λένε «Προδίδετε την Ποίηση» γίνεται έξαλλος και τότε σαν τον Καβάφη αναποδογυρίζει τα πράγματα. Εκείνη η σκηνή που συχνά βλέπουμε στον κινηματογράφο, να πιάνει ο ήρωας το τραπεζομάντηλο και να τα φέρνει όλα κάτω, δεν είναι παρά η περιγραφή των στίχων που ακολουθούν:
-Το τ ι δ ε ν π ρ ό δ ω σ ε ς εσύ ν α μ ο υ π ε ι ς
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιὰ
Ν᾿ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;
Δεν πρέπει να φύγουμε από αυτούς τους στίχους χωρίς να κάνουμε μια μνεία στον Σεφέρη. Γιατί ο Σεφέρης ανήκει στην ιδιοσυγκρασία του Αναγνωστάκη. Γι’ αυτό πίσω από τους στίχους του Αναγνωστάκη ακούω Σεφέρη:
Ποιος άκουσε καταμεσήμερα
το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε με το προσάναμμα και το δαυλό;
Καθένας νίβει τα χέρια του
και τα δροσίζει.
Και ποιος ξεκοίλιασε
Τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.
Ποιος έφυγε
Χτυπώντας πέταλα στις πλάκες ;
Κατάργησαν τα μάτια τους· τυφλοί.
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.
(Τρία Κρυφά Ποιήματα, « Επί Σκηνής», Ε΄)
Καταλαβαίνουμε βέβαια πολύ καλά πως ο καβαλάρης που ήρθε καταμεσήμερα, έκαψε, έσφαξε, ξεκοίλιασε και έφυγε χτυπώντας πέταλα στις πλάκες είναι υπαρκτός. Όμως, κάποιοι προσποιούνται ότι δεν είδαν και δεν άκουσαν. Το γεγονός, ωστόσο, παραμένει και μαρτυρεί κι ας μην υπάρχουν μάρτυρες. Το ίδιο πράγμα λέει και ο Αναγνωστάκης με τους στίχους, «Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά/ Ν᾿ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε».
Ο ερωτηματικός στίχος, «Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;» είναι σαν να τους πετάει το μπαλάκι και τους φωνάζει Ουαί υμίν, Γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί. Και ποιοι είναι αυτοί στους οποίους απευθύνεται ο Αναγνωστάκης; Πιστεύω πως είναι οι κριτικοί, οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι, αλλά και όλοι εκείνοι που «ξύπνησαν» μετά τα γεγονότα για να θυμηθούν ότι είχαν δράση και να την εξαργυρώσουν με θέσεις και προνόμια. «Αυτή η ανεξέλεγκτη και χειμαρρώδης αντιστασιολογία, πόσω μάλλον από ανθρώπους που όψιμα ανακάλυψαν αυτό το ορυχείο, ομολογώ ότι με εκνευρίζει λίγο, με μελαγχολεί. Δεν διέπομαι από κανένα πνεύμα ρεβανσισμού και δεν αισθάνομαι καλά σε ένα κλίμα φραστικού παλικαρισμού που γίνεται εκ του ασφαλούς βέβαια. Είμαι ξένος σε αυτό το κλίμα. Κυρίως με ενοχλεί ο στόμφος, τα μεγάλα λόγια, η καθυστερημένη επίδειξη τίτλων και ευσήμων που για μένα ελάχιστοι τα δικαιούνται και αυτοί είναι εκείνοι που δεν τα προβάλλουν. Η ιστορία πλαστογραφήθηκε, εξευτελίστηκε, παραποιήθηκε».
Δεν είπα τυχαία ότι ο Μανώλης έχει το όνομα του Χριστού. Και δεν μου φαίνεται πως πάει μακριά η εικόνα εκείνη με τον Χριστό να αναποδογυρίζει τα τραπέζια των αργυραμοιβών στον Ναό. Οι δυο Μανώληδες ξεσπαθώνουν εναντίον των Φαρισαίων, είτε είναι στο Ναό του Σολομώντος είτε στον ναό της Ποίησης είτε στο Ναό της Πολιτικής.
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε, ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
Πράγμα που σημαίνει πως πρέπει να πούμε τα λόγια μας έξω από τα δόντια, για να τα καταλάβει ο κόσμος. Οι λέξεις να καρφώνονται σαν πρόκες, «Να μην τις παίρνει ὁ άνεμος», αλλιώς είναι αερολογίες χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Υπάρχει ένα παλιό ερώτημα που έθεσε κάποτε ο ελληνολάτρης Γερμανός ποιητής Χέλντερλιν: «Wozu dichter in dürftiger Zeit?» που ο Γιώργος Σεφέρης απέδωσε στα ελληνικά: «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;». Η λέξη dürftiger, όμως, που ο Σεφέρης μεταφράζει «μικρόψυχο», υποδηλώνει κάτι πολύ πιο σοβαρό από το «μικρόψυχο». Ο dürftiger καιρός δεν είναι απλώς μικρόψυχος, αλλά είναι καιρός ένδειας ή απουσίας ιεροφάνειας ή ακατάλληλης ψυχικής και πνευματικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Τι χρειάζονται λοιπόν οι ποιητές; Χρειάζονται για να επαναφέρουν την τάξη σ’ έναν κόσμο που έχασε τον προσανατολισμό του, την πίστη του, την ψυχή του και τη θεϊκή ανάσα του.
Στην Αρχαία Αθήνα ο Αριστοφάνης κατέβασε στον άλλο κόσμο τον Διόνυσο, τον θεό του θεάτρου, της ποίησης δηλαδή, για να διαλέξει από τους πεθαμένους τον καλύτερο ποιητή και να τον φέρει πάνω στη γη για να αποκαταστήσει την ηθική τάξη. Δεν είναι τυχαίο που ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη επιλέγει τον Μαραθωνομάχο Αισχύλο. Γιατί ο Αισχύλος ύμνησε τον αγώνα υπέρ πατρίδος και πολέμησε ο ίδιος. Να γιατί χρειάζονται οι ποιητές.
Κάθε εποχή μπορεί να διαβάσει από τη δική της έπαλξη τους ποιητές. Και ο Αναγνωστάκης είναι ένας ποιητής που διαβάστηκε πάρα πολύ και ξαφνικά, σαν να τελείωσε και δεν είχε τι άλλο να πει, σιώπησε και αποσύρθηκε διότι όπως είπε ο ίδιος δεν ήταν επαγγελματίας ποιητής. Και αφού δεν τον απασχόλησαν τα αιώνια φιλοσοφικά προβλήματα, αλλά μόνο τα επίκαιρα, όταν δεν είχε να πει κάτι άλλο, σιώπησε. Και όλοι νόμισαν πως πάει τελείωσε. Και να που οι καιροί ξανάγιναν dürftiger, δηλαδή, μικρόψυχοι, και άψυχοι και άμουσοι, και ελλιπείς και στεγνοί. Και να, που τώρα, όχι επειδή φέτος γιορτάζουμε το έτος Αναγνωστάκη, αλλά γιατί η ζωή έκανε τον κύκλο της, ο Αναγνωστάκης ξαναπιάνει το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει και, παρά το ότι ο ίδιος δεν ζει πια, η ποίησή του μια χαρά ζει και είναι επίκαιρη όσο ποτέ.
Τον είπαν ποιητή της ήττας. Όλη η γενιά του χαρακτηρίστηκε σαν γενιά της ήττας. Τον χαρακτηρισμό τον έδωσε ο Βύρων Λεοντάρης και άναψε φωτιές. Άνοιξε μεγάλη συζήτηση αντεγκλήσεων, με επιχειρήματα εναντίον του χαρακτηρισμού. Τελικά ο χαρακτηρισμός επικράτησε. Γιατί υπήρξε ήττα του Κινήματος και η Ποίηση εξέφρασε αυτή την ήττα. Δεν ήταν όμως ηττοπαθής ο ποιητής. Ο Αναγνωστάκης διαφωνώντας με τον χαρακτηρισμό δηλώνει:
«Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή», «Δεν παραδέχτηκα την ήττα». Δεν είναι, επομένως, ποιητές της ήττας αλλά της Αντίστασης. Άλλωστε, ποιητές της ήττας τούς ονόμασαν οι κριτικοί που καθόλου δεν είχαν ανακατευτεί στα γεγονότα που οι ποιητές είχαν. Οι «αργόσχολοι γραφιάδες» πάλι την έκαναν τη δουλειά, για να θυμηθούμε τον άθλιο ρόλο τους εναντίον του Νίκου Εγγονόπουλου. Μαύρη απελπισία, δηλαδή.
Και αφού δεν τον απασχόλησαν τα αιώνια φιλοσοφικά προβλήματα, αλλά μόνο τα επίκαιρα, όταν δεν είχε να πει κάτι άλλο, σιώπησε. Και όλοι νόμισαν πως πάει τελείωσε. Και να που οι καιροί ξανάγιναν dürftiger, δηλαδή, μικρόψυχοι, και άψυχοι και άμουσοι, και ελλιπείς και στεγνοί. Και να, που τώρα, όχι επειδή φέτος γιορτάζουμε το έτος Αναγνωστάκη, αλλά γιατί η ζωή έκανε τον κύκλο της, ο Αναγνωστάκης ξαναπιάνει το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει και, παρά το ότι ο ίδιος δεν ζει πια, η ποίησή του μια χαρά ζει και είναι επίκαιρη όσο ποτέ.
Το ερώτημα είναι: Καταφέρνει τίποτα η ποίηση;
Απάντηση:
«Γιατί» όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος, (ο Πατρίκιος, δηλ.)
«κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα»
«Καθεστώτα», λέξη με όλο το εξουσιαστικό, δυναστικό της περιεχόμενο που παραπέμπει σε δικτατορίες, αυταρχισμούς και καταπίεση. Και οι «μάζες» ακινητοποιημένες στο βάλτο της καταναλωτικής κοινωνίας. Οι άνθρωποι «μάζα», «σωρός» λέει ο Καβάφης στους «Νέους της Σιδώνος» και είναι ο ίδιος ο Αναγνωστάκης, που έχει επίσης γράψει τους δικούς του Νέους της Σιδώνος, ακριβώς για να δείξει πού πάει ο κόσμος σήμερα. Δυο φορές η λέξη «σήμερα» στο ποίημα. Αυτό το «σήμερα» βρίσκεται σε αντιδιαστολή με το τότε, που κάνει τις συγκρίσεις των νέων του «σήμερα» με τη δική του εποχή. Ένα ποίημα παραπονεμένο που δείχνει τους καιρούς και τα ήθη τους:
«Ήτανε νέοι»
Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και λασπωμένοι
το πιάτο στο τραπέζι λιγοστό,
το φιλι στο κατώφλι ήταν κλεφτό
και έρωτες μέσα στιες καρδούλες κλειδωμένοι
Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ’ναι και καλή σοδειά
Τα βράδια ξενυχτούσαν στα υπόγεια
Και σβάρνα ολημερίς στις γειτονιές
αχ! τα σοκάκια εκείνα κι οι γωνιὲς
σφιχτά που φυλάξαν τα τίμια λόγια
Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ’ναι και καλή σοδειά
Δεν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι,
έναν δεν δίναν για το σήμερα παρά
δε ρίχνανε δραχμές στον κουμπαρά
δεν κράταγαν μεζούρα και διαβήτη
Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ’ναι και καλή σοδειά
Αυτή η καλή σοδειά που δεν νοιάστηκε για τον εαυτό της ήταν η γενιά του που σακατεύτηκε στις εξορίες, στις φυλακές και στο απόσπασμα. Και ο Αναγνωστάκης ανήκει σ’ αυτή τη γενιά που έκανε ό,τι ζητούσε η εποχή του και τον έσπρωχνε η φιλοτιμία του.
«Κι ήθελε ακόμη»
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ Δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Και το έργο που έχει αφήσει πίσω του, ας διαλύθηκε εκείνος εις τα εξ ων συνετέθη, το έργο του παραμένει, επίκαιρο, σημαία εξέγερσης, σημαία πνευματικής ελευθερίας, αλήθειας και ποιητικού ήθους.
Στο ερώτημα του Χέλντερλιν πάνω στο ρόλο του ποιητή «σήμερα», πόσα χρόνια πριν ήταν αυτό το «σήμερα», ο Κώστας Παππάς, φίλος και του Μανώλη Αναγνωστάκη και του Τίτου Πατρίκιου, δίνει την απάντησή του στο τι κάνουν οι ποιητές: «Λοιπόν, Αναγνωστάκη και φίλε Τίτε, η ποίηση είναι ανάγκη. Ομολογώ ότι χρειάζεται, κι οι ποιητές τι χρειάζονται, Γιώργο Σεφέρη;
Σε τέτοιους δύσκολους καιρούς; (Χρειάζονται). Μανόλη Αναγνωστάκη,
πυρπολεί η ποίηση ακόμα τη νιότη μας, […] Λοιπόν, ποιητές της ήττας, Τίτε και
Μανόλη Αναγνωστάκη, η ποίηση είναι για να ζήσουμε. Κι όχι για να πεθάνουμε.
Όμως, τι κάνουμε τώρα αυτό είναι το θέμα. Ποίηση, Ποίηση.
(Αυτή και η άλλη Εποχή, Αθήνα 2000)
Και ποιος είναι ο ρόλος της Ποίησης σήμερα; Ρωτάει εκείνος και τελειώνω εγώ:
Κι όχι αυταπάτες προπαντός.
Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς
προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν
με τη μοναδική λέξη: ζω.
Τοπίο στην ομίχλη, ο κόσμος μας και η Ποίηση «δελτάριο σε φίλους […] με τη μοναδική λέξη: ζω», σαν τα «αγγελτήρια θανάτου» του Νίκου Εγγονόπουλου ή τη «μποτίλια στο πέλαγο» του Γιώργου Σεφέρη ή το ανεπίδοτο μήνυμα του Ελύτη. Ωστόσο «δεν πέθανα», «ζω». Και εφόσον ζω και υπάρχω, ελπίζω. Γιατί από μόνη της η ζωή είναι αντίσταση στον θάνατο και στη φθορά και ας βαδίζει κατευθείαν απάνω στον θάνατο και τη φθορά. Και το έργο που έχει αφήσει πίσω του, ας διαλύθηκε εκείνος εις τα εξ ων συνετέθη, το έργο του παραμένει, επίκαιρο, σημαία εξέγερσης, σημαία πνευματικής ελευθερίας, αλήθειας και ποιητικού ήθους.
Όσον αφορά το σήμερα, παρά την αμουσία και την έλλειψη κάθε αναζωογονητικής πνοής, ο ποιητής δίνει το στίγμα της εποχής του και απαντά στις προκλήσεις της. Και επειδή άρχισα με τον Μανώλη συνονόματο του Χριστού. Το ποίημα «Μιλώ» που είναι γεμάτο από θρησκευτικές αναφορές, έστω και αν δίνονται από την ανάποδη, τελειώνει με το στίχο «Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους». Αυτή η φοβερή «φοβερή ερημία του πλήθους» έρχεται κατευθείαν από έναν άλλο απελπισμένο, τον Κώστα Καρυωτάκη. Και η αίσθηση της μοναξιάς μέσα στο πλήθος, αυτή η αντινομία, εκφράζει την τραγικότητα του ανθρώπου που μένει μόνος. Ωστόσο, όρθιος. «Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω».
[1] Γιώργος Μαρκόπουλος, Εκδρομή στην Άλλη Γλώσσα, Ρόπτρον, Αθήνα 1991.
Πηγή : diastixo.gr