Αρετή Βασιλείου: «Τρυγών η φιλέρημος» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ
Ξαφνικά, ένας συγγραφέας που σχεδόν πάντες οι παλαιότεροι έχουν ξεχάσει και οι νεότεροι δεν έμαθαν ποτέ, έρχεται στην επιφάνεια και μάλιστα με έναν ογκώδη τόμο, το βιβλίο της Αρετής Βασιλείου με τίτλο Τρυγών η φιλέρημος. Ο λησμονημένος συγγραφέας είναι ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, του οποίου αναζητά και την καλλιτεχνική και εθνικοθρησκευτική ταυτότητα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου και το πρώτο του 20ού αιώνα. Το βιβλίο περιλαμβάνει το δράμα Πόλεως Άλωσις, σε πέντε πράξεις, και εκτείνεται σε πέντε μεγάλα κεφάλαια.
Εκείνο που καθιστά το βιβλίο ιδιαιτέρως ενδιαφέρον είναι η ενασχόληση με ένα θέμα που είναι σχεδόν άγνωστο, ήτοι ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ως θεατρικός συγγραφέας. Με τη φράση «αρκούντως αγνοημένος ως διηγηματογράφος και παντελώς ανεξερεύνητος ως δραματουργός, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης παραμένει εν πολλοίς άγνωστος… και καλυμμένος κάτω από τη βαριά σκιά της καλλιτεχνικής δημιουργίας του τρίτου εξαδέλφου του, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη». Η εξερεύνηση αυτού του γνωστού-άγνωστού μας άλλου Αλέξανδρου γίνεται όχι για να «αποκαταστήσει… τη λογοτεχνική αδικία» αλλά να «μελετήσει νηφάλια το έργο του» μέσα από όλες τις παραμέτρους της εποχής του.
Η πορεία της ζωής του συγγραφέα, παράλληλη με του εξαδέλφου Παπαδιαμάντη, ξεκινά στη Σκιάθο, στις 15 Οκτωβρίου 1850, μέσα στο θρησκευόμενο κολλυβάδικο περιβάλλον. Συνεχίζεται ανέμελα στο αστικό περιβάλλον της Αθήνας, μετά απομονώνεται και τέλος καταλήγει στο μοναστήρι. Αυτή η πορεία από την «χαρίεσσα, γελώσα, κοσμική ζωή της φοιτητικής και δημοσιογραφικής νεότητας» στον μοναστικό βίο δείχνει, βεβαίως, τον μεγάλο ψυχικό αγώνα του, ο οποίος αποτυπώνεται και στα έργα του. Ο συγγραφέας είναι γνωστός μόνο ως ηθογράφος, όπως συχνά τον παρουσιάζουν οι μελετητές που τον προσπερνούν βιαστικά. Όμως εκείνος εισάγει στα έργα του και τις πολιτικό-ιδεολογικές αναζητήσεις του καιρού του, μεταπλασμένες στα ιστορικά του δράματα για το Βυζάντιο, την ενετοκρατούμενη Κρήτη, την Επανάσταση του ’21, έργα, τα οποία αποτελούν ιστορικές/πολιτικές αλληγορίες. Μέσω του «ιστορικού συγχρονισμού», λέει η συγγραφέας, ο Μωραϊτίδης «συστέλλει την Ιστορία».
Η συγγραφέας, για να φέρει σε πέρας τον δικό της άθλο, καταδύθηκε όχι μόνο στο δραματολόγιο αλλά και στις πολιτικές επιστήμες, τις βυζαντινές σπουδές, την πολιτική και κοινωνική θεολογία, την κοινωνική ανθρωπολογία, τη θεωρία της κριτικής της λογοτεχνίας.
Η μελέτη των κωμικών έργων, από την άλλη, οδηγεί στην ανίχνευση της ηθικοποίησης της ελληνικής οικογένειας, που είναι κι αυτή μια παράμετρος του εγχώριου πολιτικού εθνικισμού. Όμως ασχολήθηκε και με άλλα γραμματειακά είδη και, θέμα του βιβλίου, το θέατρο. Τα θεατρικά του συνεξετάζονται στο πλαίσιο της εποχής του με έργα συγχρόνων του ή παλαιότερων, όπως είναι ο Ζαμπέλιος, ο Ραγκαβής, ο Παράσχος και άλλοι. Ως καλλιτεχνική προσωπικότητα αποτελεί μια «σύνθεση φυγά, αυτοεξόριστου από τη σύγχρονή του δυτικότροπη Αθήνα», πελαγωμένος ανάμεσα στην Ανατολή που θαυμάζει, απολαμβάνοντας όμως και τα αγαθά της Δύσης που μισεί. Μαζί με τον εξάδελφό του τον Παπαδιαμάντη αποτελούν το χαρακτηριστικό δίδυμο που παλεύει ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Ωστόσο, στα έργα του διαφαίνονται οι επιδράσεις από τον Σαίξπηρ, όπως και οι βαθιές αντιφάσεις του αιώνα που βιώνει.
Ο Μωραϊτίδης υπέβαλε τα έργα σε διαγωνισμούς, γράφτηκαν γι’ αυτά σχόλια, βραβεύτηκαν, επαινέθηκαν και τελικά ξεχάστηκαν. Ακόμα και η σκηνική τους επιτυχία δεν τα επανέφερε στη σκηνή. Κι όμως, χωρίς αυτά «Ιστορία των Νεοελληνικών Γραμμάτων δεν γράφεται» λέει ο Καμπούρογλου, μας υπενθυμίζει η Βασιλείου.
Ποια αιτία τον έριξε στη λήθη; Οι περισσότερες Ιστορίες Νεοελληνικής Λογοτεχνίας τον προσπερνούν ή αναφέρονται σ’ αυτόν μόνον όταν θέλουν να τονίσουν κάποια πτυχή της προσωπικότητας του Παπαδιαμάντη. Άλλοι τον θεωρούν «ψυχρό», άλλοι κάνουν λόγο για «ιδεοληψία και αποχαύνωση», άλλους ενοχλεί το θρησκευτικό αίσθημα και η εμμονή στις παραδοσιακές αξίες. (Η ιδέα μου είναι πως πολλές φορές οι μελετητές παρασύρονται ο ένας από τον άλλο και για να πρωτοτυπήσουν ως προς τη διαφοροποίησή τους επικαλούνται διάφορους ευλογοφανείς λόγους.) Το κλίμα όμως αλλάζει ο Ηλίας Βουτιερίδης, το 1933, που αναδεικνύει τα ταπεινά ήθη των ηρώων του, τις αξίες της παραδοσιακής οικογένειας, το αληθινό θρησκευτικό συναίσθημα, την ηθική και την αγάπη. Βεβαίως, το 1931 έχει προηγηθεί στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό φιλολογικό μνημόσυνο και για τους δύο Σκιαθίτες, στων οποίων το έργο εξαίρεται η χριστιανική πλευρά, και ο Βουτιερίδης μιλάει για την επίδραση που άσκησε πάνω τους ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος. Το 1941, τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη, ξαναθυμούνται και τον Μωραϊτίδη. Το 1950, εκατονταετία από τη γέννησή του, γίνονται στη Σκιάθο εκδηλώσεις, γράφονται μελέτες και αφιερώματα. Ο Καραντώνης, λόγω της δικής του εμμονής στον δημοτικισμό, αποδίδει τη λήθη του Μωραϊτίδη στη γλώσσα «το απέραντο νεκροταφείο της αρχαίας παράδοσης». Ο Πέτρος Χάρης αποδίδει την αδικία στην «ένδοξη συνωνυμία» για την οποία «απέμεινε ο δεύτερος Αλέξανδρος ο “τραγικός ρόλος”». Το 1970, όμως, ο Νίκος Παππάς παρομοιάζει τους διαλόγους του Μωραϊτίδη με τους διαλόγους των Τζόις, Προυστ, Γουλφ, Κάφκα, Ξεφλούδα και επισημαίνει ότι η γραφή του ανανεώνει την ελληνική πεζογραφία. Το 1979, πενήντα χρόνια από τον θάνατό του, στη Σκιάθο θα τονίσουν την ανάγκη μελέτης του λογοτέχνη. Ο καιρός όμως επέρχεται ισοπεδωτικά και ειδικά για το δραματουργικό του έργο, που έχει μείνει ανεξερεύνητο.
Με το λατινικό ρητό nihil parvum in litteris, η κάθε εποχή έχει τα δικά της ιδεολογικά κριτήρια και αισθητικά αιτήματα για να ανασύρει ένα έργο από την αφάνεια, υποστηρίζει η Βασιλείου. Ένας ελάσσων δημιουργός μιας εποχής μπορεί να γίνει μείζων μιας άλλης και αντιστρόφως. Όπως λέει και ο Κώστας Βαλέτας, «ο Μωραϊτίδης είναι το αριστερό χέρι της σκιαθίτικης χρυσής εποχής, που δεξί της και κορυφή στάθηκε ο Παπαδιαμάντης», διαφοροποιώντας και αυτός το βάθρο όπου τους τοποθετεί.
Η συγγραφέας, για να φέρει σε πέρας τον δικό της άθλο, καταδύθηκε όχι μόνο στο δραματολόγιο αλλά και στις πολιτικές επιστήμες, τις βυζαντινές σπουδές, την πολιτική και κοινωνική θεολογία, την κοινωνική ανθρωπολογία, τη θεωρία της κριτικής της λογοτεχνίας. Αλλά όσο και να έχουμε ερμηνεύσει ένα φαινόμενο της λογοτεχνίας, πολύ σωστά τονίζει, αυτό «εξακολουθεί να παραμένει απείρως πολυπλοκότερο στην αιτιότητά του από το σύστημα ερμηνείας, όπου το περικλείσαμε». Ο αναγνώστης πάντως θα μεταφερθεί στην εποχή, θα δει πρόσωπα και πράγματα θα παρακολουθήσει κινήσεις, κινήματα και επιδράσεις παντός τύπου, θα βιώσει μια ατμόσφαιρα που μόνο ο κινηματογράφος έχει τη δύναμη να δημιουργήσει. Όσο για την Ιστορία του μέλλοντος, δεν θα μπορεί να τον προσπεράσει. Θα τον εμποδίσει η Τρυγών η φιλέρημος, ο δημιουργός της, η μοίρα του και το παρόν βιβλίο.
Τρυγών η φιλέρημος
Αρετή Βασιλείου
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
568 σελ.
Τιμή € 31,50
Πηγή : diastixo.gr