Αποσπσσματικά-«Θάλασσα» της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Ταξίδευα από τα Δαρδανέλια για το νησί της Ίμβρου με μια καινούργια φίλη, Τουρκάλα, η οποία είχε αλλαξοπιστήσει για να παντρευτεί τον άνδρα που είχε αγαπήσει, ζώντας και οι δυο στη Γερμανία, είχαν αποκτήσει έναν γιο, που τον βάφτισαν σε κολυμπήθρα σ’ ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, μου είχε δείξει τις γαμήλιες φωτογραφίες και της βάπτισης και μου είχε εκμυστηρευτεί ότι ο Έλληνας σύζυγος και πατέρας είχε εξαφανιστεί. Τον γιο της τον είχε στείλει, με τη βοήθεια και τη συνδρομή της μητέρας της, εσωτερικό στο Αμερικανικό Κολέγιο στην Κωνσταντινούπολη.
Η θάλασσα ήταν γαλάζια και ήρεμη, το φέρι μποτ ήταν πλήρες, ενώ οι περισσότεροι επιβάτες ήταν στρατιώτες. Κάθονταν σιωπηλοί και σκυθρωποί με τα όπλα όρθια ανάμεσα στα πόδια τους, με την κάννη να υπερυψώνεται πολλών από τα γόνατά τους. Ένιωθα αμήχανα, αλλά τελικά ρώτησα την Αϊσέ γιατί οι στρατιώτες φαίνονταν τόσο φοβισμένοι, αφού κρατούσαν όπλα, ποιος θα τους ενοχλούσε.
«Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι δεν έχουν δει ποτέ πριν θάλασσα, πόσο μάλλον να ταξιδεύουν με καράβι», μου απάντησε και συνέχισε λέγοντας ότι οι στρατιώτες έρχονταν στην Ίμβρο για να την επανδρώσουν, να την κατοικήσουν, να αντικαταστήσουν εκείνους που εκπατρίστηκαν.
Έχουν περάσει είκοσι έξι χρόνια από τότε.
Για μένα η θάλασσα ήταν η συνέχεια της γης. Ξεκινούσα με τα παιδιά της γειτονιάς και περπατώντας τη γη της Καλλιθέας, σε όλο το μήκος της Λεωφόρου Συγγρού, συνεχίζαμε μέχρι να φτάσουμε εκεί που ενωνόταν η γη με τη θάλασσα, με πρώτο σημείο το Ξηροτάγαρο. Σπεύδαμε να βγάλουμε τα ρούχα μας, ν’ ανέβουμε στην ξύλινη εξέδρα και ν’ αρχίσουμε τις βουτιές και τις αναμετρήσεις στο κολύμπι. Εγώ βιαζόμουν περισσότερο απ’ όλους. Προφανώς, να εκθέσω το σώμα μου στον ήλιο και στα βλέμματα των λουομένων, φορώντας ένα μάλλον τολμηρό μαγιό που είχα σχεδιάσει και μου είχε ράψει η μαμά μου με τα έξυπνα δάχτυλά της, ενώ η ίδια δεν είχε καθίσει ποτέ δίπλα από καμιά μοδίστρα.
Στις απουσίες μου από την Ελλάδα, εκείνο που μου έλειπε πάντα ήταν η θάλασσα.
Πριν από λίγο καιρό, το diastixo.gr δημοσίευσε ένα κείμενό μου με τον τίτλο «Υπο-πολιτισμός» και το συνόδεψε με μια σκοτεινή εικόνα. Στα βάθη της θάλασσας διακρινόταν μια ανθρώπινη φιγούρα. Όταν το είδα, έπαθα σοκ. «Μεταφυσικό;» ρωτούσα πάλι και πάλι τον εαυτό μου.
Πολλές φορές, διάφορα συμπτωματικά με μικρότερα ή μεγαλύτερα γεγονότα μού προξενούν τον ανεξήγητο φόβο του μεταφυσικού. Μόλις την προηγούμενη μέρα δήλωνα στην αδελφή μου ότι δεν πρόκειται πλέον να κολυμπήσω στη θάλασσα. Φαντάζεσαι, της έλεγα, να κάνω μια βουτιά και να βρεθεί μπροστά μου ένα πνιγμένο πτώμα παιδιού ή γυναίκας ή άνδρα. Άσε που φοβάμαι μήπως όλα αυτά τα πτώματα γίνουν κράχτες καρχαριών. Είχα διαβάσει κάποτε για τις αισθήσεις, ακοής και όρασης, του καρχαρία που τον κατευθύνουν προς την ανθρώπινη, κυρίως, σάρκα και είχα τρομάξει.
Πολλά χρόνια πριν, κάποιο βράδυ ο ποιητής Νίκος Σπάνιας κι εγώ είχαμε πάει στο Γκρίνουιτς Βίλατζ και είχαμε καταλήξει σ’ ένα βιβλιοπωλείο που διανυκτέρευε. Είχα πάρει δυο βιβλία: Τα σαγόνια του καρχαρία και Το τελευταίο ταγκό. Ξενύχτησα διαβάζοντας το πρώτο. Θυμάμαι πως είχα κάνει τη δική μου ανάλυση των θυμάτων συνδεδεμένη με το επάγγελμα του καθενός. Ο καρχαρίας ήταν το μεγάλο κεφάλαιο που κατέτρωγε τους μικρομεσαίους ή και μικρότερους επαγγελματίες, άνδρες ή γυναίκες.
Για το δεύτερο, πέρα από τις δικές μου παρατηρήσεις, εκτός από τον θαυμασμό μου για τον Μάρλον Μπράντο, σχετικά με το βιβλίο και την ταινία, θυμάμαι τον Χανς, στη Σουηδία. Όντας μάστερ στο σκάκι, είχαν καλέσει σε τουρνουά μια αντίστοιχη ομάδα από τη Σοβιετική Ένωση. Όταν τέλειωσε το παιχνίδι και πριν αναχωρήσουν οι συμπαίκτες, οι Σουηδοί τούς πρότειναν: «Στο Μάλμο υπάρχουν δυο κινηματογράφοι, ο ένας παίζει Τα σαγόνια του καρχαρία και ο άλλος ένα πορνό. Τι προτιμάτε;» Εκείνοι απάντησαν: «Τον Καρχαρία υπάρχουν πιθανότητες να τον δούμε ύστερα από κάποια χρόνια, πορνό ποτέ».
Από τότε έχουν περάσει κάποιες δεκαετίας.
Πριν από όλα αυτά, οι καρχαρίες μού ήταν άγνωστοι. Εμείς ξέραμε τη θάλασσα ήρεμη ή τρικυμισμένη, την απολαμβάναμε. Χαιρόμασταν και όταν ακόμα την ταξιδεύαμε στη Σαλαμίνα, την Αίγινα, την Ύδρα, τις Σπέτσες, τα νησιά μάκραιναν από τον Πειραιά, όσο μεγαλώναμε κι εμείς.
Τώρα η θάλασσα έχει μολυνθεί όχι μόνο από τους πνιγμένους, αλλά από τα πλεούμενα που μετέφεραν και εξακολουθούν να μεταφέρουν ανθρώπους, τα σωσίβια με τα οποία τους δένουν, ενώ πληρώνουν χιλιάδες δολάρια για τη μεταφορά τους από κάποιες ακτές σε κάποιες άλλες, από τις επισκέψεις για σύσκεψη διαφόρων επισήμων, από διαβουλεύσεις και άλλα που έχουν κέρδος δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Άκουσα ότι αυτό το κέρδος έχει περάσει τα 73 δις δολάρια και το πίστεψα.
Είχα φτάσει αργά ένα βράδυ στην Τραπεζούντα και, όπως συνήθως, είχα ζητήσει από τον ταξιτζή να με πάει σε κεντρικό ξενοδοχείο. Το πρωί χτύπησε η πόρτα του δωματίου μου, πολύ ασυνήθιστο, και άκουσα μια αντρική φωνή που δήλωνε την ταυτότητά του, ο ιδιοκτήτης. Του άνοιξα κι εκείνος με οδήγησε στο μπαλκόνι μου. Άπλωσε το χέρι του προς τον ορίζοντα και αναφώνησε: «Θάλαττα, θάλαττα!»
Πηγή : diastixo.gr