ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΑ «Υπο-πολιτισμός» της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Το μεσημεριανό γεύμα στην τραπεζαρία είχε μόλις τελειώσει. Στην κορυφή του οβάλ τραπεζιού καθόταν πάντα ο παππούς, δεξιά του η μεγαλύτερη αδελφή μου, Ρουμπίνη, με το όνομα της γιαγιάς που δεν γνωρίσαμε ποτέ –η μαμά μας ήταν έξι χρόνων όταν την έχασε–, αριστερά καθόμασταν εγώ και η Σούλα.
Ο παππούς μάς μάθαινε πώς να χρησιμοποιούμε τα βοηθητικά πράγματα, από ποτήρι μέχρι κουταλάκι, που βρίσκονταν στο τραπέζι, με την κύρια παρατήρηση να μη μιλάμε ούτε να γελάμε όταν είχαμε φαγητό στο στόμα. Στο τέλος, σηκωνόταν πρώτα εκείνος και μετά μας επέτρεπε να σηκωθούμε κι εμείς.
Εγώ τον περίμενα να συνεχίσει το καθημερινό του πρόγραμμα: να παίρνει την εφημερίδα του, να πηγαίνει στο βορινό δωμάτιο για δροσιά, να κάθεται στην πολυθρόνα με τη γερτή πλάτη, και ύστερα από λίγο να απλώνει στο πρόσωπό του ένα άσπρο βρεγμένο μαντίλι, για να διώχνει το φως της ημέρας και να δροσίζεται. Όταν άκουγα τον ήχο και τον ρυθμό της αναπνοής του να αλλάζει, πλησίαζα σιγανά και έπαιρνα την εφημερίδα, μια κίνηση που την έκανα συχνά.
Είχα μάθει να διαβάζω πριν ακόμα πάω στο νηπιαγωγείο και τώρα που ήμουν μαθήτρια της δεύτερης τάξης του Δημοτικού σχολείου Καλλιθέας, η ανάγνωση ήταν το καλύτερό μου παιχνίδι, ακόμα και στο Διαβολίτσι, που μας έστελνε η μαμά μας στον παππού μας για το καλοκαίρι.
Μια φορά, κάθισα σ’ ένα σκαμνί πελεκημένο από πολύ χοντρό κορμό δέντρου και άρχισα να διαβάζω χωρίς να καταλαβαίνω όλες τις λέξεις. Θυμάμαι πως προβληματίστηκα με δυο πληροφορίες – τη λέξη στατιστική και τη σημασία της την αγνοούσα.
Η πρώτη ήταν πως ο πιο καθαρός λαός ήταν οι Ελβετοί, που ξόδευαν το περισσότερο σαπούνι, και η δεύτερη, η πιο πολιτισμένη χώρα ήταν η Ιταλία, όπου δεν υπήρχαν άγρια ζώα.
Στις γραμμές του τρένου, μπροστά από το σπίτι του παππού, περπατούσαν λικνιστικά κότες και κοκόρια, γυναίκες περνούσαν τραβώντας με σχοινί κάποιο πρόβατο ή κατσίκα, στις μουριές πετούσαν πουλιά, στα ηλεκτρικά σύρματα ξεκουράζονταν τα χελιδόνια, σε μια γωνιά της αυλής με τα δέντρα στεκόταν στα τέσσερα ένα γαϊδουράκι, που δεν το πλησιάζαμε.
Περίμενα να ξυπνήσει ο παππούς μου να τον ρωτήσω: «Δηλαδή;»
«Πήγαινε να φέρεις τη Μαριγώ», μου είπε.
Η Μαριγώ, η γυναίκα που είχε στο σπίτι και τον φρόντιζε, ήρθε αμέσως.
«Πάρε το κορίτσι και πήγαινέ το στην αποθήκη να του δείξεις τα σαπούνια και, όταν πας στο χτήμα, πάρ’ το μαζί σου».
Η αποθήκη ήταν ένα μεγάλο, μακρουλό, χαμηλοτάβανο δωμάτιο μ’ ένα μικρό παράθυρο, γεμάτο με βαρέλια, πιθάρια, πήλινα και μεταλλικά δοχεία, καζάνια σε διάφορα μεγέθη, ταψιά και χαλκώματα, όπως τα έλεγαν, κρεμασμένα στους πέτρινους τοίχους και ένα σωρό εργατικά εργαλεία, ακόμα κι εκείνο που φορτώνονταν οι αγρότες στην πλάτη τους και ράντιζαν ή θειάφιζαν τα κλήματα.
Κάτω από το παραθυράκι, άνοιξε ένα μικρό καζανάκι γεμάτο κομμάτια σε διάφορα μεγέθη και σχήματα, που είχαν περίπου το ίδιο χρώμα και έμοιαζαν σαν σκληρό κασέρι. Και μου είπε: «Αυτά είναι τα σαπούνια, με αυτά πλενόμαστε, και με αυτά πλένουμε τα ρούχα μας».
«Τόσα πολλά, πού τα βρήκατε;»
«Εγώ τα φτιάχνω».
«Με τι;»
«Με τα λάδια».
Μετά το μεσημέρι, όταν ο παππούς βγήκε από το σπίτι για να πάει στην αγορά, η γιαγιά, όπως εμείς λέγαμε τη γυναίκα, κρατώντας με από το χέρι με πήγε στο Πλατανάκι, ένα μεγάλο χτήμα με ελιές, και στο δρόμο μού έδειχνε διάφορα ζώα και μου έλεγε τι ήταν: σκυλιά για τα κοπάδια, σκυλιά για το κυνήγι, γαϊδούρια, μουλάρια, άλογα, αγελάδες, πρόβατα, κατσίκια, γουρούνια, πάπιες, κότες, κοτόπουλα, όλα στις αυλές των σπιτιών ή έξω να χαίρονται την ελευθερία τους. Μερικά έφευγαν μακριά μας, τα σκυλιά γάβγιζαν, κάποια μας ακολουθούσαν.
«Ποια είναι άγρια ζώα;»
«Δεν έχομε».
Το καλοκαίρι τελείωσε κι εμείς, οι εγγονές του παππού μου, φύγαμε για την Αθήνα με τη μαμά μας που ήρθε να μας πάρει γιατί θ’ άρχιζαν τα σχολεία.
Μετά ήρθε ο πόλεμος... και μετά ήρθε ένας θείος από το χωριό και άκουσα να λέει στη μαμά: «Μπήκαν στα σπίτια και τα πήραν όλα – τρόφιμα, λάδια, ρούχα, σίδερα, χαλκώματα…»
«Και τα σαπούνια;» ρώτησα παρακούοντας τον παππού μου να μη μιλάω όταν μιλάνε οι μεγάλοι.
«Όλα».
Με τον καιρό είδα τα άγρια ζώα.
Στρατιώτες που φορούσαν σκούρες στολές, με μελαγχολικό ατσάλινο χρώμα, κράνη με ζωγραφισμένους αγκυλωτούς σταυρούς, μπότες και σιδερένιες πλάκες που κρέμονταν στο στήθος τους, κρατώντας όπλα που σκότωναν ανθρώπους, μεγάλους και μικρούς, έκαιγαν σπίτια και σχολεία, σκοτωμένους γείτονες να κείτονται στους δρόμους της Καλλιθέας, παιδιά να φωνάζουν πεινάω, σκελετωμένα κορμιά να σέρνονται προς ταφή μέσα σε καροτσάκια, ατέλειωτες ουρές για ένα κομμάτι ψωμί με δελτίο και άλλες εικόνες γνωστές τώρα πλέον μόνο από διηγήσεις παλαιότερων, από βιβλία για όσους διαβάζουν, παλαιότερες ελληνικές ταινίες με θέμα τον πόλεμο, την Κατοχή και τον εμφύλιο, τραγούδια-ύμνους για την Αντίσταση των Ελλήνων και τις θυσίες τους.
Μεσολάβησαν δεκαετίες στη διάρκεια των οποίων, εξαιτίας μιας ρήσης που είχα διαβάσει και δεν είχα καταλάβει –ότι ο πολιτισμός έχει δυο πόδια, το ένα είναι το πνευματικό και το άλλο το ελεγχόμενο από την τεχνολογία και το κεφάλαιο–, κατέβαλλα όλες μου τις δυνάμεις να μάθω τα συστατικά του πολιτισμού, ανακαλύπτοντας τις πηγές του, τις μορφές του, τις φλέβες του, τις διαρροές του, τις συμπτύξεις του, τις κατακτήσεις του, τις προσφορές και τις ανταποδόσεις του, τις επιρροές του στο άτομο και το σύνολο.
Στον παρόντα χρόνο, ο πολιτισμός φαίνεται στα κύματα του Ανατολικού Αιγαίου, που ξεβράζουν στις ακτές της χώρας μας πνιγμένα κορμιά σε διάφορα μεγέθη που υπονοούν την ηλικία τους, και ακούγεται σε πολύγλωσσους θρήνους και στους επίσημους λόγους των πολιτικών εξουσιαστών, που τους παίρνει ο αέρας.
Πηγή : diastixo.gr