Αποσπασματικά- «Πέρα (ν)» της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Από τα πολύ νεανικά μου χρόνια είχα ακούσει την ιστορία Ο Μιμίκος και η Μαίρη, στην Αθήνα του 1893, και είχα φοβηθεί από τον κρυφό έρωτα των νέων ανθρώπων που τους οδηγεί στον θάνατο. Αυτό που ένιωθα ενισχύθηκε αργότερα από το μυθιστόρημα/ρομάντζο Η Ωραία του Πέραν, του Δημητρίου Παπαδόπουλου (Τυμφρηστός), γραμμένο το 1920, που επίσης δεν διάβασα επειδή είχα υποψιαστεί από τις πληροφορίες οι οποίες κυκλοφορούσαν, κυρίως ανάμεσα στις γυναίκες, ότι επρόκειτο για κάποιον μοιραίο έρωτα που είχε εξελιχθεί μεταξύ δυο νέων, της Ερμιόνης και του Αιμίλιου, Ελλήνων που ζούσαν στα στενά του Βοσπόρου, και επομένως υπεύθυνη για την τραγωδία τους ήταν η Τουρκία.
Στο πρώτο μου ταξίδι στη γειτονική χώρα, το 1988, με την Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη, με σκοπό μια συνάντηση με την αντίστοιχη Επιτροπή της Τουρκίας, είχαμε μείνει στο Buyuk Londra Oteli - Ξενοδοχείο Μεγάλο Λονδίνο, του 1892, στην περιοχή Μπέιογλου, που με είχε εντυπωσιάσει. Από τότε, μέχρι και φέτος, όπως κάθε χρόνο που ταξιδεύω στην Τουρκία, γράφοντας ένα βιβλίο, καταλήγω στο ίδιο ξενοδοχείο, που είναι περίπου η αρχή της γειτονιάς του Πέρα.
Το πολυτελές/ιστορικό Pera Palace Hotel, 1892, όπου φιλοξενήθηκε ο Κεμάλ –τα δωμάτιά του έχουν μετατραπεί σε μουσειακά, στον ένα τοίχο της κάμαρας όπου κοιμήθηκε είναι αναρτημένες δυο επιστολές από την αλληλογραφία του ιδίου και του Ελευθέριου Βενιζέλου– έγινε γνωστότερο από το φιλμ Οριάν(τ) Εξπρές, βασισμένο στο μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι Murder on the Orient Express, του 1934, του οποίου η φήμη εξαπλώθηκε κυρίως από το ομώνυμο φιλμ του 1974 με γνωστούς ηθοποιούς όπως η Λορίν Μπακόλ, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, ο Σον Κόνερι, ο Τόνι Πέρκινς και άλλους.
Από το 2003 μέχρι το 2005 δυο τρία κτίρια παραπλήσια στο ξενοδοχείο που διαμένω, έβλεπα σκαλωσιές στην πρόσοψη του άλλοτε Bristol Hotel, του αρχιτέκτονα Αχιλλέα Μανούσου, που είχε χτιστεί το 1893.
Από την έναρξή του, μετά το πρωινό στο ξενοδοχείο «μου», όσες μέρες και να μείνω, πηγαίνω για καφέ στο Πέρα Μουσείο, μια υπέροχη αίθουσα με εξίσου εξαιρετική και απλή επίπλωση, αθόρυβη και φωτεινή, στο κέντρο της οποίας υπάρχει σ’ ένα τετράγωνο χώρο το πιάνο της Μαρίας Κάλλας, περιτριγυρισμένο μ’ ένα κορδόνι και μια στήλη με αναρτημένη μια σελίδα με τίτλο: «Η ιστορία του πιάνου στο Μουσείο του Πέρα».
Αυτό το πιάνο της Μαρίας Κάλλας (Καικίλια Σοφία Άννα Μαρία Καλογεροπούλου) το είχε αγοράσει ο πατέρας της. Το 1939 μαζί με την κόρη του διέσχισαν τον Ατλαντικό, πέρασαν το Γιβραλτάρ, τη Μεσόγειο… το πιάνο βγήκε στον Πειραιά και μετά μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Η δεύτερη πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι η Elvira de Hidalgo –Ελβίρα ντε Ιντάλγκο– μιας ισπανικής οικογένειας που σπούδασε στο Ωδείο της Βιέννης… Ύστερα από μια λαμπρή καριέρα από την Όπερα του Παρισιού μέχρι τη Σκάλα του Μιλάνου, δίδαξε φωνητική στο Ωδείο Αθηνών, και το 1939 η Μαρία Κάλλας υπήρξε μια από τις μαθήτριές της. Στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, όταν η Ελλάδα απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς, η Μαρία Κάλλας και ο πατέρας της επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη χωρίς να πάρουν μαζί τους το πιάνο, το οποίο χάρισε η Μαρία Κάλλας σε ένδειξη ευγνωμοσύνης στην Ελβίρα ντε Ιντάλγκο.
Έτσι το πιάνο έμεινε στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα στάλθηκε με το τρένο στην Άγκυρα, όπου δίδασκε η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο. και η ιστορία του μεγαλώνει με έναν τρίτο πρωταγωνιστή, τον Μόρντο Ντινάρ, που είχε πάθος για τη μουσική, και όταν πέθανε, το 2002, η κόρη του φρόντισε για το πιάνο για το οποίο ο ίδιος έγραψε ένα βιβλίο.
Συγκινημένη από το αντίκρισμα του πιάνου της Μαρίας Κάλλας στο Μουσείο Πέρα, η Άννα Καραμάνου, ευρισκόμενη στην Κωνσταντινούπολη, διερευνώντας τα δικαιώματα των γυναικών στην Τουρκία, τα οποία αναφέρει στο βιβλίο της Η Ευρώπη και τα δικαιώματα των γυναικών (Εκδόσεις Παπαζήση), το φωτογράφισε και μου το έστειλε σαν μια ιδιαίτερη ελληνική παρουσία.
Στο τελευταίο μου ταξίδι τον περασμένο Φεβρουάριο στο Μουσείο του Πέρα συγκινήθηκα και για μια άλλη παρουσία, μάλλον διπλή, εξαιτίας της έκθεσης του Giorgio de Chirico (Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο) – είχε γεννηθεί από Ιταλούς γονείς το 1888 στον Βόλο, όπου εργαζόταν ο πατέρας του, και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, και οι επισκέπτες διάβαζαν τη ζωή του στην Ελλάδα και όπου αλλού έζησε και δημιούργησε.
Το δεύτερο μέρος της συγκίνησής μου προερχόταν από το θαυμασμό του ποιητή Νίκου Σπάνια, τον οποίο μου μεταβίβασε με μια ολόκληρη συλλογή ποιημάτων, την οποία εξέδωσε στη Νέα Υόρκη, όπου ζούσε, και αφιέρωσε στον ζωγράφο Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, του οποίου έργα και προσωπογραφίες εξέθετε το Μουσείο του Πέρα.
Πηγή : diastixo.gr