Αποσπασματικά-«Με θαυμαστικά» της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Η πρώτη χρονολογία που διάβασα ήταν/είναι το 1915 και η αρμενική αναφορά μου έφεραν αμέσως στο νου το Ολοκαύτωμα των Αρμενίων, το οποίον υπέστησαν από τους Τούρκους. Η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν/είναι το κοινό παρελθόν των τριών γειτονικών χωρών, Τουρκία - Ελλάδα - Αρμενία. Η πρώτη ανταπόκρισή μου ήταν ο θαυμασμός από την πρώτη σελίδα και συνέχισε να πολλαπλασιάζεται κάθε φορά που πήγαινα στην επόμενη. Ο αναγνώστης πληροφορείται, από την πρώτη σελίδα, ότι πρόκειται για τη διήγηση της ζωής κάποιου Γαληνού Φιλονίδη. Το μυθιστόρημα σέρρα του Γιάννη Καλπούζου δεν είναι μόνο μια εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων ενός αιώνα, που αναφέρονται σ’ έναν μόνο γεωγραφικό χώρο, τον Πόντο, απ’ όπου ξεκινάει, αλλά υπερβαίνει και τα δυο αυτά στοιχεία, εμπλέκοντας καταγωγές, διασχίζοντας σύνορα, γλώσσες, εθνικές και τοπικές, αναφορές στον Όμηρο, τον Ξενοφώντα, Αρχιεπίσκοπους, Πατριάρχες, τη συγκίνηση που του προξενούσε η ιδέα να βρεθεί στη γενέθλια γη του Σεβαστού Κυμινήτη, του επιφανέστερου Τραπεζούντιου λόγιου του 17ου αιώνα, φτάνει στον Λένιν, τον Τρότσκι και τον Στάλιν, αφού το 1917 γίνεται η Ρωσική Επανάσταση, τον Μουσταφά Κεμάλ, στον οποίο αποφεύγει να προσθέσει το όνομα Ατατούρκ, που σημαίνει «πατέρας των Τούρκων», τον Ελευθέριο Βενιζέλο, σε ανθρώπινες σχέσεις, εκπατρισμούς, εγκλήματα, έρωτες, γεννήσεις, θανάτους, βαρβαρότητα, βιασμούς, και διηγήσεις που η μνήμη τους είναι τόσο έντονη και λεπτομερής ώστε ξεπερνάει την ηλεκτρονική.
Το μυθιστόρημα σέρρα του Γιάννη Καλπούζου δεν είναι μόνο μια εξιστόρηση των ιστορικών γεγονότων ενός αιώνα, που αναφέρονται σ’ έναν μόνο γεωγραφικό χώρο, τον Πόντο, απ’ όπου ξεκινάει, αλλά υπερβαίνει και τα δυο αυτά στοιχεία, εμπλέκοντας καταγωγές, διασχίζοντας σύνορα, γλώσσες, εθνικές και τοπικές.
Γνωρίζοντας ο κάθε αναγνώστης την ηλικία του συγγραφέα –στο ολιγόλογο βιογραφικό σημείωμα στο εξώφυλλο του βιβλίου αναγράφεται το έτος γέννησής του– δυσκολεύεται να κατανοήσει την προέλευση της γραμμικής γραφής, τις περιγραφές των πόλεων, ακόμα και οποιασδήποτε συνοικίας ή γειτονιάς, που όταν στρίβεις τον τάδε δρόμο, βγαίνεις στην τάδε πλατεία «όθε», κατά την έκφρασή του, αντί του «όπου», στη νότια πλευρά υπάρχει κάποια εκκλησία Αγίου, ή το εργοστάσιο του δείνα, ποταμούς και ποταμίσκους, τις ονομασίες που μεταφράζει από διάφορες γλώσσες και διαλέκτους στα σημερινά ελληνικά, τα προϊόντα διατροφής, πότε φυτεύονται ή σπέρνονται, πότε ωριμάζουν, τι είδους εργοστάσια τα επεξεργάζονται για κατανάλωση. Ωστόσο, ο συγγραφέας έχει τον δικό του τρόπο με τον οποίο εκφράζεται γραπτώς, σε συντακτικό και λέξεις που συνθέτει, ή τροποποιεί ο ίδιος. Οι σχηματισμοί της γης, τα όρη, οι λόφοι έχουν συγκεκριμένο ύψος, οι αποστάσεις έχουν το δικό τους όνομα, μήκος σε μέτρα ή χιλιόμετρα, η θάλασσα σαν πλωτός δρόμος και σαν υδάτινο χωράφι που παράγει τροφή. Τα φυσικά στοιχεία, ο ήλιος, το φεγγάρι, η βροχή, το χιόνι, το κρύο, η ζέστη, έχουν τις δικές τους επιπτώσεις πάνω στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος με ποικίλες καταγωγές , όπως: «…Στον Πόντο κατοικούν μουσουλμάνοι, Λαζοί, Κιρκάσιοι, Κούρδοι, Κηζηλμπάσηδες, Γεωργιανοί, Πέρσες, Αθίγγανοι, Τουρκμάνοι, Τάταροι, Τσιαπνήδες, Ούζοι και τόσες φυλές, και φυσικά πλήθος εξισλαμισμένων Ελλήνων. Οι Τούρκοι δεν ξεπερνούν το πέντε τοις εκατό». Και αλλού: «Ωστόσο, η διάθεση της Φιλάνδης δεν άλλαξε με την άφιξή της στο κατά την ποντιακή διάλεκτο παρχάρι…» ή «Υποστήριζε, δε, ότι καταγόταν απ’ τη φυλή των Αμαζόνων, οι οποίες έζησαν στον κεντρικό Πόντο με πρωτεύουσα τη Θεμίσκυρα, τη νυν πόλη του Τσαρσαμπά…» Διάβαζα και δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τι ήταν παλιά γνώση, έχοντας μεγαλώσει στην Καλλιθέα με προσφυγικούς συνοικισμούς και ακούσει διάφορες λέξεις με μια διαφορετική προφορά, ή πόσα ήταν καινούργια. Ο βίος του Γαληνού Φιλονίδη γίνεται όλο πιο ενδιαφέρων προς χάρη των εναλλαγών, καθώς τρέχει ο χρόνος, των δικών του διάφορων προσωπικών επιδιώξεων και αναζητήσεων. Οι γνώσεις του ήταν άμεσες ή έμμεσες από τις ερωτήσεις και απαντήσεις που έπαιρνε κι έδινε: «Συνήθιζαν παλιότερα οι πλούσιοι Έλληνες να κτίζουν απόμακρα τις επαύλεις τους… Στα δυτικά υψώνονταν τα κάστρα των Κομνηνών, από την εποχή της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας… 1204-1461». Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα, είχα κλείσει το χορό σέρρα μέσα στο ομώνυμο βιβλίο και στην αϋπνία μου θυμήθηκα μια παλιά μου συμμαθήτρια από το Δημοτικό, τη Σιμέλα Κομνηνού. Το πρωί πήρα στα χέρια μου το βιβλίο και το άνοιξα στο σελιδοδείκτη που είχα βάλει το προηγούμενο βράδυ.
Οι σελίδες γέμιζαν από πολλαπλά πρόσωπα με διαφορετικές καταγωγές και γλώσσες, περιπέτειες για την επιβίωση, εκτοπισμούς, μπόγους κρεμασμένους από τους ώμους και τις πλάτες μέχρι μικρών παιδιών, κακουχίες, ανταρσίες, φιλοδοξίες, προδοσίες, και «…πλήθη Ελλήνων προσφύγων απ’ τις περιοχές που εγκατέλειπαν τα ρωσικά στρατεύματα κατέφευγαν στην Τραπεζούντα, ενώ Ρώσοι φαντάροι και υπαξιωματικοί περιφέρονταν κατά ομάδες…».
Κεφάλαιο 17 Άρχισα να διαβάζω. Κάτω από τις αποφθεγματικές αράδες του συγγραφέα: «Στις 3 Απριλίου 1916» (ημέρα των γενεθλίων μου), «Κυριακή των Βαϊων...» (τέτοια μέρα πήγαινα στην εκκλησία για να πάρω βάγια και να τα φέρω στη μητέρα μου)... ένιωσα πως κάτι μεταφυσικό μου συνέβαινε. Αγκάλιασα το βιβλίο με τη μνήμη της ώσπου συνήλθα και συνέχισα το διάβασμα. «…ο βαλής Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμί ανακοίνωσε στον μητροπολίτη Χρύσανθο ότι οι τουρκικές Αρχές εγκαταλείπουν την Τραπεζούντα και συμφώνησαν τον τρόπο παράδοσης της πόλης στους Ρώσους…» Οι ώρες περνούσαν με το γύρισμα των σελίδων και τις περιπέτειες, όχι μόνο του Γαληνού Φιλονίδη, αλλά και τόσων άλλων χαρακτήρων που τον πλαισίωναν, και γέμιζαν τις ώρες μου που δεν επηρεάζονταν από την παράγραφο: «Στη Ρωσία το πρόγραμμα των Μπολσεβίκων προβλέπει οκτώ ώρες εργασίας κι εμείς δουλεύουμε έντεκα και δώδεκα ημερησίως…». Αντικατέστησα το υποκείμενο του πρώτου πληθυντικού του ρήματος με το «εγώ» και συνέχισα το διάβασμα. Οι σελίδες γέμιζαν από πολλαπλά πρόσωπα με διαφορετικές καταγωγές και γλώσσες, περιπέτειες για την επιβίωση, εκτοπισμούς, μπόγους κρεμασμένους από τους ώμους και τις πλάτες μέχρι μικρών παιδιών, κακουχίες, ανταρσίες, φιλοδοξίες, προδοσίες, και «…πλήθη Ελλήνων προσφύγων απ’ τις περιοχές που εγκατέλειπαν τα ρωσικά στρατεύματα κατέφευγαν στην Τραπεζούντα, ενώ Ρώσοι φαντάροι και υπαξιωματικοί περιφέρονταν κατά ομάδες…» Η κύρια περιοχή, όπως είναι σχεδιασμένη στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ως ΧΑΡΤΗΣ ΠΟΝΤΟΥ, φτάνει μέχρι το Σουχούμ της Γεωργίας, όπου έφτασαν, κάτω από τρομακτικές και απάνθρωπες συνθήκες, οι εκδιωγμένοι και εγκαταστάθηκαν, πολλοί από τους οποίους επέστρεψαν πάλι στη γενέτειρά τους· μου θύμισαν την οικογένεια Αβραμίδου, που είχε έρθει στην Καλλιθέα τη δεκαετία του 1940, με τον πρωτότοκο υιό να μεταναστεύει αργότερα στην Αυστρία, όπου και εξελίχθηκε ως σημαντικός γλύπτης, γνωστός ως Joannis Avramidis (23 Σεπτεμβρίου 1922–16 Ιανουαρίου 2016). Είχε γεννηθεί στο Βατούμ Γεωργίας, έγινε Καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, και αργότερα στο Αμβούργο, είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη, καλεσμένος, όπου και τον επισκέφθηκα, ατυχώς δεν θυμάμαι το έτος. Η Επανάσταση του 1917, το Κομμουνιστικό Κόμμα, η ΕΣΣΔ, τα κολχόζ, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, οι εκδιωγμένοι Έλληνες, η αναφορά πόλεων και τοποθεσιών είναι ένα συγγραφικό σύνολο που δεν αφήνει τίποτα απέξω, από τον βίο που διηγείται ο Γαληνός Φιλονίδης, ο οποίος υπήρξε δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας και άλλων σχετικών με την καταγωγή του ενασχολήσεων και δραστηριοτήτων, σύζυγος, πατέρας ενός γιου που τον σκότωσαν, παιδάκι ακόμα, χτυπώντας τον βίαια σε βράχια, και μιας κόρης, εραστής, και διαβάζοντάς τα ο αναγνώστης άλλοτε αναγνωρίζει κάποιες σελίδες ιστορίας ή έστω ονομασίες, όπως: «Το τρένο σταμάτησε στο σταθμό Σιρ Νταριά του Ουζμπεκιστάν, στα ογδόντα χιλιόμετρα απ’ την Τασκένδη …». Η διήγηση και η παρουσίαση διάφορων ανθρώπων μέσα από το βιβλίο με είχαν εγκλωβίσει στις σελίδες του σέρρα και ευχόμουν «μακάρι να μπορούσα να μεταφέρω τα συναισθήματά μου» καθώς έφτανα στο τέλος τους. «…Ο Φειζέλ Κιουλκάν ήταν εκατό τοις εκατό Τούρκος και άνθρωπος. Ο Κριτόδημος εκατό τοις εκατό Έλληνας, κακοήθης και αχρείος. Ρώσος και Τούρκος και κτήνος ο Χαμζά Χαφίζ. Ρωμιός και άνθρωπος ο Όμηρος Σεμενιάδης, ο νονός και θετός μου πατέρας, για χάρη του οποίου πήρες και τ’ όνομά σου. Ρώσος, τομάρι και κάθαρμα ο Ρούρικ. Ιταλός και άνθρωπος ο Βερονέζι. Λαζός, άθλιος, απόβρασμα και μακελάρης ο Τοπάλ Οσμάν. Απ’ τους μεν και τους δε, διαλέγω τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φυλής». Τελείωσα την ανάγνωση με τις τελευταίες δυο αράδες: «Άμον τον ήλον έρθες και τ’ ς’ αστραπής το θάμα, σον ουρανόν εκρέμετ’ και της ζωής μ’ το στάγμα», και έκλεισα το βιβλίο νιώθοντας ένα έντονο ερωτηματικό να ξεπηδά από τα βάθη της ύπαρξής μου: Ποιος μπορεί να είναι αντικειμενικός; Ο αφηγητής, ο συγγραφέας, ο αναγνώστης, ποιος;
Πηγή : diastixo.gr