Αποσπασματικά-«Η συνέχεια» της Ιωάννας Καρατζαφέρη

2016-07-13 11:44
«Η συνέχεια» της Ιωάννας Καρατζαφέρη


Μια από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις που έχω νιώσει ήταν τον Ιούλιο του 1974, όταν προσγειώθηκα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, ύστερα από επτά χρόνια ακούσιας απουσίας, τόσα όσα βρισκόταν στην εξουσία η στρατιωτική χούντα, που τα έζησα μοιράζοντάς τα ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και την Πανεπιστημιούπολη Λουντ, Σουηδίας. Από τους φυλακισμένους και τους εξόριστους στα ξερονήσια πιο γνωστός ήταν ο αριθμός τους, κατά χιλιάδες.

Με τον επαναπατρισμό μας, η αντιδικτατορική δράση μετατράπηκε σε μια διάχυτη επιθυμία να φέρει πολλούς από εμάς σε μια στενή, προσωπική επαφή και συνεργασία.

Η συνάντηση που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου αναλλοίωτη και με είχε αφήσει άφωνη συνέβη σε μια συγκέντρωση σε μια μεγάλη αίθουσα θεάτρου, ή κινηματογράφου ή ξενοδοχείου κάπου στην Πλάκα, όπου ανάμεσα σε άλλους γνώρισα τον Κωστή Μοσκώφ.

Νέος, είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη στις 15/11/1939, ψηλός, λεπτός, ευγενής, ευπροσήγορος, ποιητής, ιστορικός, δοκιμιογράφος και συγγραφέας που οι φιλοσοφικές και πολιτικές μελέτες του τον είχαν οδηγήσει στον ύψιστο συνδυασμό πολιτικής ιδεολογίας και πίστης κατ’ επιλογή.

Τη συνέχεια της γνωριμίας τη χρωστάω στους φίλους του, σκηνοθέτη και θεωρητικό του κινηματογράφου, Θανάση Ρεντζή, καθώς και στην Γκαίη Αγγελή, επίσης καλλιτέχνη του κινηματογράφου, που τον αγαπούσαν πάρα πολύ και τον συναντούσα τυχαία στο σπίτι τους, όταν τους επισκεπτόμουν.

Ένα απομεσήμερο, διασχίζοντας την πλατεία πηγαίνοντας για το σπίτι, άκουσα μια φωνή να λέει το όνομά μου. Γύρισα το κεφάλι και είδα τον Κωστή Μοσκώφ να κάθεται σ’ ένα γνωστό καφενείο. Ύστερα από τα πρώτα κοινά, τυπικά λόγια, με ρώτησε: «Πόσα βιβλία έχεις γράψει;». Ποτέ δεν περίμενα μια τέτοια ερώτηση και βρέθηκα απροετοίμαστη.

Του είπα όσα είχαν δημοσιευτεί.

«Πόσες σελίδες το καθένα;»

Δεν θυμάμαι τη δική μου απάντηση, αλλά τη δική του. Πολλαπλασίασε τον αριθμό τους μ’ έναν υποθετικό αριθμό σελίδων και τα χρόνια από τότε που έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, τις διαίρεσε και μου είπε: «Είσαι δηλαδή τεμπέλα».

Στα χρόνια της δικτατορίας έγραφα μόνο επιφυλλίδες, αλλά δεν το είπα.

Το 1989 ο Κωστής Μοσκώφ ανέλαβε ένα σπουδαίο έργο, τη διατήρηση του σπιτιού του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη στην Αλεξάνδρεια, και αργότερα καθιέρωσε το ομώνυμο βραβείο ποίησης. Όταν το 2002 παραβρέθηκα στα εγκαίνια της Καινούριας Βιβλιοθήκης, είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ για μια φορά ακόμα το σπίτι του Καβάφη, μετά την εκδήλωση στο Πατριαρχείο της Αλεξανδρείας, στο προαύλιο του οποίου κυμάτισαν γαλανόλευκες σημαίες, παρουσία του Γιώργου Ανδρέα Παπανδρέου και άλλων με ελληνικές στολές. Ακολούθησε επιλεκτικά η επίσκεψη στο σπίτι του Καβάφη, στην ίδια γειτονιά. Το ανέβασμα από την ξύλινη σκάλα, η κρεβατοκάμαρα, το σαλόνι με τα εκθέματα και μια γυάλινη βιτρίνα με χειρόγραφα και άλλα αναμνηστικά μού έφεραν δάκρυα στα μάτια και πνιγμένους λυγμούς, γεμάτους θαυμασμό για την ποίησή του.

Η φυσική απουσία του Κωστή Μοσκώφ, είχε αποβιώσει στις 29/6/1998, ήταν οδυνηρή και με γέμισε με κάποιες άλλες αναμνήσεις. Δεν είχα τελειώσει ακόμα το Δημοτικό, όταν διάβασα το ποίημα του Κεριά (1899) ύστερα από μια σύσταση ενός συγγενή της μαμάς μου, του Ντίνου Φερέτου, απολυμένου καθηγητή φιλολογίας, υποψήφιου Πανεπιστημιακού, με τον τίτλο γραμμένο σ’ ένα δελτίο αλληλογραφίας τη Μακρόνησο. Κατεβαίνοντας τη σκάλα, ψιθύριζα τον τελευταίο στίχο:

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά
πληθαίνουν.
Το ίδιο βράδυ τα εγκαίνια γιορτάστηκαν στην Καινούρια Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας με συναυλία του συνθέτη Δημήτρη Παπαδημητρίου, πάνω στην ποίηση του Καβάφη, που μου έφερε στο νου και άλλους τίτλους των ποιημάτων του Καβάφη γραμμένους σε δελτία αλληλογραφίας με σφραγίδες της Μακρονήσου.

Ναι, ήμουν και εξακολουθώ να είμαι τεμπέλα, κυρίως για ψώνια και μαγειρέματα. Στη Νέα Υόρκη είχαμε κάνει μια μικρή παρέα και δειπνούσαμε κάθε φορά και σε άλλο φαγάδικο.

Το πιο ιδιαίτερο ήταν ένα μικρό στο Λόουερ Ιστ Μανχάταν –Lower East Manhattan–, που ανήκε σε τρεις, τέσσερις, πέντε νέες με μεσο-ανατολίτικη κουζίνα με οικείες γεύσεις. Οι συχνές μας επισκέψεις μας έφεραν κάποια οικειότητα και μια τάση για εκμυστηρεύσεις. Η επιχείρησή τους, μου εξιστόρησαν, μια φορά που με είχαν καλέσει στο μικρό τους υπόγειο διαμέρισμα, ήταν το αποτέλεσμα της καταγωγής τους με όλα τα συναρτώμενα. Δεν τους επιτρεπόταν το σχολείο, η ερωτική σχέση, η επιλογή του συντρόφου, της εργασίας, της ενδυμασίας και άλλων κοινωνικών συμπεριφορών. Εξαιτίας αυτών και άλλων ιδιαιτεροτήτων, συμβαίνει κάποιες τολμηρές νέες να βρίσκουν διάφορες διεξόδους, όπως είχαν βρει οι ίδιες.

Ο στενός χώρος, η έλλειψη του αντίθετου φύλου , η αναγκαστική εμφάνιση του δικού τους, και οι απροσχεδίαστες στάσεις τους άρχισαν να προκαλούν τις φυσικές τους αισθήσεις, αναζητώντας την ικανοποίησή τους, έστω της όρασης και της αφής. Στη συμπεριφορά τους προς τους άνδρες της παρέας μας δεν διακρινόταν ίχνος φλερτ έστω που να δικαιολογούσε την προσπάθειά τους για τη διατήρηση της πελατείας. Μέχρι που κάποιο βραδάκι βρήκαμε το φαγάδικο των απελευθερωμένων κοριτσιών από τις μπούργκες, μαντίλες ή άλλων χαρακτηριστικών των ασιατικών πατρίδων και φυλών τους, λεηλατημένο και τους πυρπολημένους τοίχους μουτζουρωμένους με γκραφίτι. Η αστυνομία ήταν παρούσα και το ΕφΜπιΆι κυκλοφορούσε με κρυμμένη ταυτότητα. Από τις ανακρίσεις μαθεύτηκε ότι κάποιες, υποτίθεται, φίλες των κοριτσιών, ήταν άνδρες μεταμφιεσμένοι σε παραδοσιακές γυναίκες, που τις επισκέπτονταν τις νύχτες και οργίαζαν.

Εκείνο το καλοκαίρι, στην Αθήνα, επιστρέφοντας αργά ένα βράδυ από το Ηρώδειο, διασχίζοντας τη Βουκουρεστίου για το σπίτι, άλλοτε πιάτσα των αμοιβόμενων, είδα την Μπέτυ με την πλάτη σ’ έναν τοίχο, ανάμεσα στην Ακαδημίας και Βαλαωρίτου. Την πλησίασα και πιάσαμε για λίγα λεπτά τη συζήτηση για το πώς.

Είχε γεννηθεί σ’ ένα χωριό, κωμόπολη ή πόλη, στη Μακεδονία ή στη Θράκη, σε μια πολυμελή και φτωχή οικογένεια, χωρίς όχι μόνο έπιπλα αλλά ούτε κρεβάτια. Η μάνα τους έστρωνε κατάχαμα κουρελούδες και κουβέρτες και κοιμόνταν όλοι ανακατωμένοι παίζοντας με τα παιχνίδια που ανακάλυπταν πάνω τους και τα φυσικά τους όργανα. Ο έρωτας τούς ήταν άγνωστος.

Από τότε αναρωτιέμαι αν ζωή σημαίνει μόνο συνέχεια.

Πηγή : diastixo.gr