Αποσπασματικά-«Έσθερ (2)» της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Από τα τελευταία χρόνια του Γυμνασίου εκείνο που μας απασχολούσε ήταν η συνέχεια των σπουδών μας και, πιο συγκεκριμένα, ποια σχολή μας ταίριαζε ή ποιο θα ήταν το επάγγελμα που θα θέλαμε να υπηρετήσουμε. Από την πρώτη ώρα που παρακολούθησα το μάθημα της κοσμογραφίας και είχα γοητευτεί –τότε μπορούσαμε τη νύχτα να δούμε τον Εσπερινό, τη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο και πολλά άλλα άστρα και τους γαλαξίες στον ουρανό– σκεφτόμουν πως αυτή θα ήταν η επιστήμη που θα με έκανε ευτυχισμένη. Το υπερπέραν.
Την πρώτη αντίρρηση την εξέφρασε η καλύτερη μου φίλη και συμμαθήτρια, η Σοφία, που προετοιμαζόταν για τη Νομική Σχολή. Το μόνο που θα άλλαζε ήταν αντί από συμμαθήτριες θα γινόμασταν συμφοιτήτριες. Κάποιο απόγευμα με πήρε μαζί της στο φροντιστήριο που παρακολουθούσε, στην Πλατεία Κάνιγγος. Παρέμεινα για δυο ώρες μια σιωπηλή ακροάτρια που εντυπωσιαζόταν από τις ερωτήσεις, τις απαντήσεις και τη χρήση της γλώσσας.
Στην κοσμογραφία, επέμενε, κυριαρχούν τα μαθηματικά.
Μα, είμαι καλή σ’ αυτό το μάθημα.
Μέχρι να δώσουμε εισαγωγικές εξετάσεις υποχώρησα και αργότερα αποχώρησα, ενώ τελικά αναχώρησα. Στους υπερατλαντικούς καινούργιους φοιτητικούς κύκλους άκουγα μια άλλη ρήση: Τα πιο δύσκολα μαθηματικά είναι τα ασφαλιστικά. Ένιωθα κάποια αμηχανία στη Σχολή Επιχειρήσεων (Cambridge School of Business) που φοιτούσα στη Νέα Υόρκη να ζητήσω κάποια επεξήγηση. Παρ’ όλο που δεν είχα αυτοκίνητο, έδωσα τη δική μου απάντηση στην ερώτησή μου, ακούγοντας για τα ασφάλιστρά τους. Υπήρχαν οδηγοί δεκαετιών που δεν είχαν κάνει ποτέ το παραμικρό ατύχημα, δεν είχαν συγκρουστεί ούτε φτερό με φτερό, δεν είχαν τραυματίσει ή σκοτώσει όχι άνθρωπο, αλλά ούτε σκουλήκι. Αντιθέτως, κάποιοι από τον πρώτο μήνα ή το δεύτερο που είχαν ασφαλιστεί σκότωσαν όχι μόνο έναν άνθρωπο, αλλά μια ολόκληρη οικογένεια. Πολλές υποθέσεις έφταναν στα δικαστήρια.
Όλα αυτά τα επανέφερε στη μνήμη μου το θέμα του Ασφαλιστικού που συζητείται από την κυβέρνηση στο Κοινοβούλιο, τα στρογγυλά τραπέζια των τηλεοπτικών καναλιών, τους διάφορους αντιπροσώπους των κρατικών ασφαλιστικών ταμείων και το μόνο που τελικά καταλαβαίνω είναι η ανειλικρίνεια όλων όσοι αποπειρώνται να μας διαφωτίσουν. Η πραγματικότητα που δεν τολμούν να εκφράσουν έως τώρα, να την προβάλλουν, είναι η παραπομπή των πολιτών της χώρας σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.
Αυτά τα μαθηματικά, νόμιζα, δεν με αφορούσαν, αν και υπήρξαν φορές που παλιότεροι εργαζόμενοι μού σύστηναν συχνά να προσέχω αν τα αφεντικά κατέθεταν στην Κοινωνική Ασφάλιση το μερίδιό τους για τη σύνταξή μου. Δεν ρωτούσα με ποιο τρόπο να προσέχω, ούτε ήξερα πότε θα έπαιρνα σύνταξη και αν θα ζούσα μέχρι τότε.
Ντρεπόμουν να ρωτήσω ακόμα και την καλύτερή μου φίλη, την Έσθερ, που βλεπόμαστε πολύ συχνά, καθώς κατοικούσαμε στην ίδια ευθεία της Δεύτερης Λεωφόρου στο Μανχάταν, εκείνη στην 32η οδό κι εγώ στην 26η. Ψηλή, λεπτή, χαμογελαστή, με χιούμορ, εξαιρετικά ταλαντούχα, σχεδιάστρια του Κάλβιν Κλάιν, η πρώτη που σχεδίασε εκείνο το ύφασμα, κυρίως, για ανδρικά πουκάμισα ή άλλα, με τα πολύχρωμα μικρά γεωμετρικά σχέδια.
Η ΄Εσθερ αγαπούσε την Ελλάδα και την επισκεπτόταν κάθε καλοκαίρι. Επιστρέφοντας μου διηγιόταν με λεπτομέρειες πώς είχε περάσει τις μέρες της στα νησιά, κυρίως, στη Σαντορίνη. Μου μιλούσε ακόμα και για τους ίσκιους που έπεφταν στην πορεία του ήλιου. Τότε την αγαπούσα περισσότερο γιατί θαύμαζα, πέρα από το ταλέντο της, την ειλικρίνειά της. Δεν την αμφισβητούσα ποτέ. Για όλα αυτά ήθελα να της κάνω ένα δώρο, αλλά δεν ήξερα τι. Τα είχε όλα. Έτσι της αφιέρωσα τον τίτλο του μυθιστορήματός μου που πήρε το όνομά της, ΄Εσθερ.
Μια από τις πιο αξέχαστες μέρες ήταν τα γενέθλια των σαράντα χρόνων της, που τα γιορτάσαμε με συγγενείς, φίλους και γείτονες στο σπίτι των γονιών της μια ώρα ή περισσότερο μακριά με το τρένο. Καμιά μας δεν είχε αυτοκίνητο. Αυτό που μετρούσα αρνητικά στην ΄Εσθερ ήταν η μακρόχρονη σχέση της μ’ έναν Σπαρτιάτη, έναν όμορφο λεβεντάνθρωπο και αναποφάσιστο, με τον οποίον ήταν ερωτευμένη.
Με την εμφάνιση της ασθένειας AIDS θρηνούσα καθημερινά τα θύματα μεγάλων καλλιτεχνών στο Μπρόντγουεϊ, το Χόλιγουντ και αλλού ή και άλλων απλών και ανώνυμων ανθρώπων, όπως είμαστε το μεγαλύτερο ποσοστό των λαών.
Για κάποιες ημέρες δεν είχα συναντήσει την ΄Εσθερ και υπέθετα ότι είχε πάει στους γονείς της που επιθυμούσε. Όταν την άκουσα στο τηλέφωνο, τρόμαξα. Είχε περάσει τις ημέρες της με την αγωνία της θανατηφόρας ασθένειας και είχε σταθεί ώρες ολόκληρες στις ουρές των νοσοκομείων. Ήθελε να κάνει εξετάσεις για το AIDS.
Σοβαρολογείς; Για ποιο λόγο;
Καλά, εργάστηκα στην Ιαπωνία, στην Ταϊλάνδη, σε μια σειρά από χώρες της Ασίας, ακόμα και στο Βιετνάμ, τι νομίζεις πως ποτέ δεν κοιμήθηκα με κάποιους άνδρες;
Η ΄Εσθερ επισκεπτόταν τα δημόσια νοσοκομεία επειδή η Ασφαλιστική Εταιρεία, στην οποία την είχε ασφαλίσει ο πατέρας της από τότε που γεννήθηκε, της δήλωσε ότι δεν υπήρχε κανένας όρος στο συμβόλαιό της που να κάλυπτε αυτή την περίπτωση.
Μα, τότε που γεννήθηκα δεν υπήρχε το AIDS.
Λυπούμαστε, της απαντούσαν.
Για ποιον λυπούνταν, την ρωτούσα, με τη σειρά μου.
Είχε πάθει τέτοιο σοκ, άγχος, φόβο, απογοήτευση που κατέληξε και κάποιο χρονικό διάστημα σε ψυχιατρική κλινική. AIDS δεν είχε, διάψευση για το ασφαλιστικό της παρόν και μέλλον είχε.
Είχαν περάσει αρκετά χρόνια όταν στην Αθήνα, που επέστρεφα κάθε χρόνο από τη Νέα Υόρκη, μια εξίσου αγαπητή μου φίλη αρρώστησε από καρκίνο, δεν έμαθα τις λεπτομέρειές του, και η ασφαλιστική της Εταιρία αρνήθηκε να αναλάβει τη θεραπεία της εξαιτίας της απουσίας σχετικού όρου στο συμβόλαιό της.
Όλα αυτά τα επανέφερε στη μνήμη μου το θέμα του Ασφαλιστικού που συζητείται από την κυβέρνηση στο Κοινοβούλιο, τα στρογγυλά τραπέζια των τηλεοπτικών καναλιών, τους διάφορους αντιπροσώπους των κρατικών ασφαλιστικών ταμείων και το μόνο που τελικά καταλαβαίνω είναι η ανειλικρίνεια όλων όσοι αποπειρώνται να μας διαφωτίσουν. Η πραγματικότητα που δεν τολμούν να εκφράσουν έως τώρα, να την προβάλλουν, είναι η παραπομπή των πολιτών της χώρας σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.
Πηγή : diastixo.gr