Αποσπασματικά-«Επιστροφές» της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Έχω και άλλοτε, μάλλον πολλές φορές, αναρωτηθεί τι είναι η μνήμη – αν είναι κυκλική, ευθύγραμμη ή διαχρονική και τι μαρτυράει. Είναι ένα μέρος του νου που οι λειτουργίες του είναι σε διαρκή ετοιμότητα, έχει διαλείψεις ή κενά και σε τι μήκος ή βάθος; Η απορία μου επαναλαμβάνεται αφού, προφανώς, δεν έχει δοθεί καμιά συγκεκριμένη απάντηση.
Καλεσμένη από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος, άκουσα με προσοχή τη σύντομη εισήγηση της γενικής γραμματέως του Δ.Σ. Μαρίας Κομνηνού, που ενημέρωνε το κοινό για το αφιέρωμα: Η επιλογή των ταινιών κάλυπτε τη χρονική περίοδο από το 1924 έως το 2012.
Η πρώτη ταινία που προβλήθηκε, Οι περιπέτειες του Βιλλάρ (1924), ήταν βουβή, αλλά με υπότιτλους. Στο πρόγραμμα υπάρχει η σημείωση ότι «είναι γυρισμένη στην Αθήνα και αποτελεί ένα μοναδικό πορτρέτο της Αθήνας της δεκαετίας του ’20…». Η εντελώς ιδιαίτερη και ταιριαστή μουσική επένδυση είναι του Μηνά Ι. Αλεξιάδη. Η επιστροφή μου σε αυτή την ταινία ήταν σε μια σχολική επίσκεψη, μαθήτρια του Δημοτικού, στις αρχαιότητες στην Αθήνα, που νόμιζα ότι τα λευκά μάρμαρα του Παρθενώνα με τύφλωναν.
Ακολούθησε μια ταινία, ένας συνδυασμός της θάλασσας του Σαρωνικού, ο Φλοίσβος και το στρογγυλό κτίριο, όπου ένα τζαζ συγκρότημα έπαιζε μουσική από τη Νέα Ορλεάνη. Οι επιστροφές μου ακολουθούσαν η μια την άλλη. Πρώτος ο Σαρωνικός, που τον αντικρίζαμε στο τέλος της Λεωφόρου Συγγρού, όταν μας πήγαινε η μαμά μας νωρίς το πρωί σε μια αμμουδιά να αναπνεύσουμε ιώδιο κατά του κοκίτη. Μεγαλώνοντας, μάκραινε η ακρογιαλιά. Η επόμενη ήταν το Ξηροτάγαρο και ακολούθησε ο Φλοίσβος. Αργότερα ο Μπάτης, μέχρι που φτάσαμε στο Έδεμ.
Τόσα ταλέντα! Σε μια τόσο μικρή χώρα!
Το συγκρότημα που έπαιζε τζαζ με επέστρεψε στη Νέα Ορλεάνη, στη Λουιζιάνα των ΗΠΑ, όπου έζησα κάποιο χρόνο. Οι επαφές μου και οι ακουστικές μου εμπειρίες περιέκλειαν την τζαζ. Ο Αφροαμερικανός, μαύρος (τότε νέγρος), που χόρευε κλακέτες με πήγε πίσω στον τσαγκάρη, ο οποίος έβαζε πέταλα στις μύτες και τα τακούνια των παπουτσιών μου, για να χορεύω κλακέτες και να ακούγομαι.
Η πιο συγκινητική μου επιστροφή περικλείει έναν θάνατο που δεν σβήστηκε από τη μνήμη μου, εκείνον του Κώστα Γιαννουλόπουλου. Μαθαίνοντας ότι είχα ζήσει στη Νέα Ορλεάνη, μου είχε ζητήσει να γράψω κάτι για το περιοδικό Τζαζ. Έγραψα ένα διήγημα φαντασίας για μια κηδεία ενός τζαζίστα, που την ακολουθούν συγκροτήματά του αυτοσχεδιάζοντας και παίζοντας τζαζ με τα χάλκινα όργανά τους. Την κηδεία του ίδιου του Γιαννουλόπουλου την παρακολούθησα με 40 πυρετό, παρά την προειδοποίηση της μαμάς μου για χειροτέρευση – είχα, τυχαία, επιστρέψει από τη Νέα Υόρκη και θα τον συναντούσα.
Τις περισσότερες νοητές επιστροφές, από την πρώτη εικόνα μέχρι την τελευταία, τις ταξίδεψα με το έργο του Θεόδωρου Αγγελόπουλου Αθήνα ή τρεις επισκέψεις στην Ακρόπολη (1983)ή Επιστροφή στην Ακρόπολη. Η συγκίνησή μου άρχιζε με το όνομα του σκηνοθέτη, με μια παρεμβολή, το έργο του Γιώργου Σεφέρη, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη,που η ανάγνωσή του μου είχε φέρει μακρόχρονη κατάθλιψη. Τον ίδιο τον ποιητή τον συνάντησα στη Νέα Υόρκη, τα χρόνια της Χούντας, μετά τη δήλωσή του ενάντιά της.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήρθα σ’ επαφή με τον Χένρι Μίλερ, ο οποίος μου έγραφε στο πίσω μέρος καρτών με φωτογραφίες των δικών του ζωγραφικών έργων. Ατυχώς, με τις μετακινήσεις μου τις έχασα, αλλά θυμάμαι την προτροπή του προς τον δυναμισμό, τίποτα το παθητικό. Χρόνια αργότερα μετέφρασα το βιβλίο του Ο Κολοσσός του Μαρουσιού,που ζωντάνευε μέσα μου πρόσωπα σχεδόν μυθικά.
Για τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, το μεγάλο του ταλέντο, τα θέματά του, την αφοσίωση στο έργο του, που ξεκινούσαν από το πρώτο πλάνο της ταινίας που εξελισσόταν στην οθόνη, μιας Αθήνας, πριν από τρεις και πλέον δεκαετίες, και με όσα την είχαν φορτίσει εκείνα τα χρόνια, οι επιστροφές μου ήταν βαθιά μελαγχολικές. Μου λείπει το σθένος για να περιγράψω, το έχω ήδη κάνει, περιληπτικά στο αυτοβιογραφικό μου βιβλίο Ο τόπος μου είναι παντού για τη στροφή μου (σε διδακτορική εργασία) όταν το 1972-1973 είδα στη σουηδική τηλεόραση τις ταινίες Αναπαράσταση και Μέρες του ’36. Όποιες τιμές και αν έχουν αποδοθεί στο έργο του, στο καθένα ή συνολικά, είναι μικρότερο από τις επαναληπτικές προβολές προς μάθηση από γενιά σε γενιά.
Ακολούθησε η ταινία Αθήναι (Ελλάδα-Αγγλία, 1995) της Ε. Στεφανή, γυρισμένη στον Σταθμό Λαρίσης με «απόκληρους» –όπως λέγονταν άλλοτε–, με τη ζωή που διάγουν κάποιοι ανέστιοι, με τη δική τους γλώσσα και διαλόγους, που παρέμεναν γνήσιοι και αυθεντικοί στην ταινία, όπως τα ρούχα τους, η μουσική που άκουγαν, η εμφάνιση μιας γυναίκας με υπνόσακο, ενός αλλοδαπού με κιθάρα, σε νυχτερινό φόντο. Παρακολουθούσα την εξέλιξη της ταινίας χωρίς κάποια ταύτιση ή εξαγωγή συμπερασμάτων για παρόμοια τμήματα της κοινωνίας, και όχι μόνο της ελληνικής, χωρίς να επιστρέψω στην πολιτική… Όμως η δική μου αδυναμία δεν αφαιρεί από την ταινία το ενδιαφέρον της σκηνοθέτιδας και την άρτια κινηματογραφική της παραγωγή.
Όλοι οι άνεμοι της Ελλάδας ή του πλανήτη μας και αν φυσήξουν, δεν θα μπορέσουν να σβήσουν από τη μνήμη μου την ταινία Νοτιάς του Τάσου Μπουλμέτη, ούτε θα με σταματήσουν να επιστρέφω στην Ιστορία, έστω και περιορισμένη, των δεκαετιών ’60, ’70, ’80, με τους χαρακτήρες των νέων στην εφηβεία τους, την ομορφιά τους, τις πολιτικές τους τάσεις, την τάση για ανατροπή των κατεστημένων, την αναζήτηση της πλειοψηφίας για την πραγματοποίηση προτάσεων και σχεδίων, μ’ έναν συνδυασμό ιστορικών αναδρομών, βιωμένων γεγονότων, μελλοντικών επιδιώξεων, και συσχετισμούς ονειροπόλησης και μυθολογίας. Η θάλασσα του Νοτιά με παρέσυρε, ταξίδεψα μαζί της και τα δάκρυά μου είχαν την αλμύρα της.
Τόσα ταλέντα! Σε μια τόσο μικρή χώρα!
Πηγή : diastixo.gr