Αποσπασματικά-«Επενδύσεις» της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Ο πιλότος μας καλωσόρισε, μας έδωσε τις πρώτες οδηγίες, μας πληροφόρησε ότι η πτήση για τη Νέα Υόρκη θα διαρκούσε δέκα ώρες και δέκα λεπτά, μας ευχαρίστησε που προτιμήσαμε τη συγκεκριμένη αεροπορική εταιρία και μας ευχήθηκε καλό ταξίδι. Όλα αυτά ήταν γνωστά και τα υποδεχτήκαμε σιωπηλοί.
Αφού τακτοποιήθηκα στο κάθισμά μου, άνοιξα τις εφημερίδες. Τα τρέχοντα θέματα ήταν τα γνωστά: η Ειδομένη, ο Πειραιάς, κάποια ελληνικά νησιά, εναέριες παραβιάσεις, οικονομικά, συνταξιοδοτικά, ασφαλιστικά, μειώσεις μισθών –αναφορές στις μίζες δεν γράφονταν–, μετακινήσεις, καταργήσεις και επενδύσεις.
Άραγε το ταξίδι είναι μια επένδυση; αναρωτήθηκα. Πού επενδύει κάποιος; Σε αυτά που προτιμάει, σ’ εκείνα που το κέρδος είναι γενικό, εθνικό, πολυεθνικό, βιομηχανικό, πολιτισμικό, επεκτατικό ή επιβεβαιωμένο προσωπικό;
Στράφηκα γύρω μου: αριστερά, δεξιά, εμπρός και πίσω αλλά καμιά όψη κανενός επιβάτη δεν μου δημιούργησε την εντύπωση ότι είναι επενδυτής – αν και δεν ήξερα τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, ύφος ή εμφάνιση, ή αν αυτοί δεν ταξιδεύουν μόνοι τους και ακόμα περισσότερο στη λεγόμενη τουριστική θέση. Ύστερα από λίγα λεπτά της ώρας άλλαξα διανοητικά τη σειρά των ερωτήσεων μου.
Τα τελευταία χρόνια, η κινηματογραφοφιλία μου υποχωρούσε μπροστά σε πολλές σύγχρονες ταινίες εξαιτίας της χρήσης των όπλων κάθε κατασκευής και προέλευσης, παρ’ όλο που τα πολεμικά έργα μού ενέπνευσαν πολλά χρόνια πριν την ειρηνοφιλία μου, που δεν έμεινε μόνο παθητική.
Κάποια σελίδα που γύρισα είχε ένα σταυρόλεξο. Θα έφτιαχνα το δικό μου, αναζητώντας τους χώρους και τα είδη που θα γίνονταν επενδύσεις. Στα μολύβια, στις ξύστρες, στα τετράδια, στις γομολάστιχες, στο μελάνι, στο καρμπόν, στις γραφομηχανές, στις ταινίες τους, στους πίνακες, στις κιμωλίες, στα σφουγγάρια που έσβηναν τα γραμμένα, στους χάρτες, στα θρανία, στα καθίσματα (αυτά ζητούσε άλλοτε ο Κάστρο από διάφορους Συνδέσμους Φιλίας με την Κούβα), στα σπιρτόκουτα, στους αναπτήρες, στα κομπολόγια, στα ρολόγια του χεριού, τα λουράκια, στα επιστολόχαρτα, στις άσπρες κορδέλες που φοράνε τα κορίτσια ή σαν εκείνη τη γαλαζόλευκη που μου έδενε η μαμά μου στο κεφάλι όταν ήμουν μαθήτρια του Δημοτικού, τους άσπρους γιακάδες γύρω από το λαιμό της μπλε σχολικής ποδιάς, στα στραγάλια, στους πασατέμπους, στα κουλούρια, στις γραβάτες διαφορετικού μεγέθους ή μήκους για να βγουν τα αγοράκια φωτογραφία;
Τι μου διέφευγε; Έφτιαχνα ένα σταυρόλεξο όχι μόνο με κάθετες και οριζόντιες στήλες, αλλά και διαγώνιες με ερωτήσεις, για παράδειγμα:
Τι δώρα δεν κάνατε ποτέ στ’ αγόρια σας;
Πιστολάκια.
Γύρισα σελίδα. Το πρώτο που αντίκρισα ήταν μια φωτογραφία. Κάποιοι άνδρες, αξύριστοι και ξυπόλυτοι, με φαρδιές και μακριές πουκαμίσες, βαστούσαν στα χέρια τα τελευταίας γενιάς όπλα, όπως έγραφε από κάτω. Η βία οδηγεί στο χρήμα ή τανάπαλιν. Οι φωτογραφισμένοι έδειχναν τόσο φτωχοί και εξαθλιωμένοι που απόρησα πού είχαν βρει τα χρήματα (σε τι εθνικό ή ιμπεριαλιστικό νόμισμα) που κόστιζαν αυτά τα όπλα, που προφανώς θα ανανέωναν. Τόσα «που». Δίπλωσα την εφημερίδα.
Τα τελευταία χρόνια, η κινηματογραφοφιλία μου υποχωρούσε μπροστά σε πολλές σύγχρονες ταινίες εξαιτίας της χρήσης των όπλων κάθε κατασκευής και προέλευσης, παρ’ όλο που τα πολεμικά έργα μού ενέπνευσαν πολλά χρόνια πριν την ειρηνοφιλία μου, που δεν έμεινε μόνο παθητική.
Μέτρησα τα μαύρα τετραγωνάκια στο σταυρόλεξο, έμοιαζαν σαν να ήταν μαύρα στίγματα της δομής του, παραλίγο να πω της δραχμής του, για να υπολογίσω τα λευκά για να βρω την αντίστοιχη λέξη. Κάποια ερώτηση που άρχιζε με το άλφα και τελείωνε με το ωμέγα είχε μείνει αναπάντητη. Κόντευα να την ξεχάσω ενώ την είχα η ίδια σκεφτεί. Αποκτώ, αποτιμώ, απαιτώ, αποχωρώ, αγνοώ, απατώ, αποζητώ, αναζητώ, αποφοιτώ, αγαπώ;
Δεν είχα μαζί μου κανένα λεξικό να ψάξω κάποια που να χωρούσε στα κενά. Άνοιξα, ανοίγω, και πάλι την εφημερίδα. Ίσως διαβάζοντας να ανακάλυπτα, ανακαλύπτω, την κατάλληλη λέξη.
Πριν προλάβω να τη συμπληρώσω, μια άλλη έγχρωμη φωτογραφία τράβηξε την προσοχή μου. Τραβηγμένη από μακριά, έδειχνε μια σειρά από ανθρώπινες φιγούρες που φαίνονταν σαν να περπατούσαν σ’ ένα ερημικό τοπίο ενώ στο βάθος έδυε, δύω – δύση, ο ήλιος, είπα σ’ εμένα. Τα γράμματα κάτω από το πράσινο χορτάρι άρχισαν να χορεύουν λες και το φυσούσε κάποιος δυτικός άνεμος. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να βεβαιωθώ ότι διάβαζα σωστά: «Τρία δισεκατομμύρια ευρώ (χρηματική μονάδα) είναι το κέρδος των διακινητών των προσφύγων και των μεταναστών...».
Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να βεβαιωθώ ότι διάβαζα σωστά: «Τρία δισεκατομμύρια ευρώ (χρηματική μονάδα) είναι το κέρδος των διακινητών των προσφύγων και των μεταναστών…»
Ένιωσα να ταράζομαι τόσο που έκανα μια κίνηση να σηκωθώ από το κάθισμά μου. Αλλά δεν πρόλαβα. Ακούστηκε η φωνή του πιλότου, ενώ ταυτόχρονα φωτίστηκε μπροστά και πάνω από τα καθίσματα η πινακίδα, που μας ζητούσε να μείνουμε στις θέσεις μας εξαιτίας των ανέμων, και το αεροσκάφος έκανε μια βουτιά, άγνωστο το βάθος της. Δεν μ’ ένοιαζε που θα βυθιζόμουν στα βάθη του Ατλαντικού Ωκεανού, αλλά θα έχανα μερικές εκατοντάδες ευρώ που είχα πληρώσει για το εισιτήριο μετ’ επιστροφής, που δεν θα χρησιμοποιούσα.
Όταν επιστρέψαμε στο ύψος μας συνέχισα να διαβάζω. Αυτά τα τρισεκατομμύρια δεν παρέμειναν ανενεργά στις τσέπες –εξάλλου δεν θα χωρούσαν– των διακινητών, αλλά κατατέθηκαν σε διάφορες τράπεζες του εξωτερικού, όπως λέγαμε εκείνες εκτός των συνόρων μας, για να επενδυθούν σε ανώνυμες εταιρίες ή σε συνδυασμούς που ναι μεν δεν διακινούν ανθρώπους, αλλά διακινούν χρήμα.
Ένα βράδυ, στο τέλος του περασμένου Ιανουαρίου, ένας ταξιτζής μου είχε πει, ίσως εξαιτίας του σημείου απ’ όπου με πήρε, ότι η κατάσταση των προσφυγικών ροών είχε αποφέρει εβδομήντα τρία δισεκατομμύρια κέρδη. Επενδύσεις σε πλεούμενα, σωσίβια, μεσολαβητές, μίζες, και άλλα... Η διαδρομή για το σπίτι μου ήταν μικρή και δεν άκουσα περισσότερα.
Και λοιπόν, τι να έγιναν άραγε τα άλλα εβδομήντα τρισεκατομμύρια, μάλλον θα είχαν πολλαπλασιαστεί και επενδυθεί.
Τώρα από το ύψος που πετούσα όλα άλλαζαν μορφή και μέγεθος.
Πηγή : diastixo.gr