Αποσπασματικά-«Άνευ» της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Η πρώτη φορά που διάβασα, στην Α’ τάξη Δημοτικού, τη λέξη άνευ ήταν πάνω στο καφετί χοντρό εξώφυλλο ενός μεγάλου βιβλίου, με μεγάλα γράμματα, στον τίτλο: ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΑΝΕΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ. Το βιβλίο ήταν της αδελφής μου Ρουμπίνης κι έτρεξα να τη ρωτήσω τι θα πει άνευ.
«Μέθοδος τι θα πει ξέρεις;» με ρώτησε.
Ούτε αυτή τη λέξη ήξερα, αλλά η άνευ, προφανώς, μου είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση ή ήταν πιο εύκολη να τη διαβάσω και να την πω, αν και δεν θυμάμαι αν τη διάβασα άνεφ.
Μεσολάβησε ο μπαμπάς μας και μου έλυσε την απορία – ούτε θυμάμαι αν μάλωσε τη Ρουμπίνη, που δεν μου απάντησε ευθέως εκείνη. Συνήθως οι γονείς μας δεν μας μάλωναν.
Αυτή η σκηνή, που συνέβη πριν από δεκαετίες δεκαετιών, επανήλθε στη μνήμη μου τον περασμένο Σεπτέμβρη, με τον τίτλο: «Άνοιξαν τα σχολεία άνευ διδασκάλων». Είχε προηγηθεί ο αγιασμός κι ακολούθησε το κλείσιμο των σχολείων. Ήταν τόσο παράλογο αυτό και ο αγιασμός χωρίς αντίκρισμα ή, τουλάχιστον, μερικός. Ο αγιασμός είχε τελεστεί μόνο για έναν αριθμό μαθητών σε σχολεία, δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια, οποιουδήποτε νησιού, χωριού, κωμόπολης, πόλης ή ακόμα και της πρωτεύουσας με το υπέροχο όνομα Αθήναι και των προαστίων, καθώς και της μεγαλούπολης Θεσσαλονίκης.
Τι είναι το σχολείο, οποιασδήποτε βαθμίδας – ένα κτίριο ή οι ζωντανές υπάρξεις που το εμψυχώνουν;
Το συγκλονιστικό, όπως το ένιωσα ή εξακολουθώ να νιώθω ακόμα, θέμα δεν ήταν/είναι ο ακριβής αριθμός των άνευ, αλλά η κρατική, αχαρακτήριστη – αδιαντροπιά; αδιαφορία; ανευθυνότητα; Και, έστω, η μη αντίδραση των παρευρισκόμενων διδασκάλων, οι οποίοι παρέμειναν στη θέση τους για να διδάξουν ένα ποσοστό μαθητών.
Έμοιαζε με σκηνή απεργών και απεργοσπαστών, άνευ συνειδητής και εθελούσιας αποχής των απεργών, ενώ οι δεύτεροι κατέχονταν από τον φόβο μήπως εκδιωχθούν από την έδρα τους, ως αντιστασιάζοντες στις αποφάσεις της κυβέρνησης ή του υπουργείου Παιδείας. Η τελευταία υπόθεση, που έκανα, ήταν/είναι: ίσως οι εργαζόμενοι γενικά, σε παρόμοιες περιπτώσεις, να φοβούνται να διαμαρτυρηθούν για την έλλειψη διάφορων στοιχείων και επικουρικών ειδών, μήπως χάσουν τη δουλειά τους και αυτοί. Έχουμε φτάσει στα όρια των μη διαμαρτυρόμενων, ακόμα και στις στάσεις των λεωφορείων για την αραιή δρομολόγησή τους, όπου οι επιβάτες περιμένουν υπομονετικά την άφιξή τους, ή στις τράπεζες όπου η αναμονή περνάει, πολλές φορές, τη μισή ώρα. Έχω, επίσης, όπως όλοι μας, ακούσει και επισκεπτόμενη ασθενείς επιβεβαιωθεί ότι και αρκετά νοσοκομεία λειτουργούν άνευ ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων, βοηθητικού προσωπικού, υλικών και άλλων σχετικών με τη δημόσια υγεία. Οι ασθενείς προσκομίζουν κλινοσκεπάσματα και άλλα είδη απαραίτητα στην καθημερινότητα ακόμα και ενός υγιούς ανθρώπου.
Παρ’ όλη την προσπάθειά μου να παρακολουθώ την καθημερινή ειδησεογραφία, έντυπη ή διαδικτυακή, υποψιάζομαι πως μπορεί να μου έχουν διαφύγει και άλλα ιδρύματα, σχετικά με την κανονική λειτουργία του κράτους, που δηλώνουν άνευ κάποιων έμψυχων ή υλικών αγαθών.
Η αφαίρεση, ο υποβιβασμός, η μείωση, τι αποτελέσματα αποφέρουν στο άτομο, την οικογένεια, την πόλη, τη χώρα; Η πτώση είναι ταξική, φανερή, ορατή, αισθητή, συνειδητή, ιάσιμη, άγνωστης χρονικής διάρκειας, προγραμματισμένη εκ των προτέρων, αναπάντεχη, φορέας απελπισίας, κατάθλιψης, υπεύθυνη για την απαισιοδοξία, ισχυρότερη από τη ζωή; Ποιο τμήμα σπουδών ερευνά συγκριτικά τις αυτοκτονίες – τα ποσοστά, τις αιτίες, την αύξησή τους, τον περιορισμό τους, την ανατροπή τους;
Κάποτε ρώτησα μια παρέα Σουηδών πού οφείλονται οι αυτοκτονίες. Η πρώτη απάντηση ήταν ότι η θρησκεία τους δεν την απαγορεύει στις Καθολικές ή άλλες κοινωνίες. Ξαφνιάστηκα γιατί, στα πέντε χρόνια που είχα ζήσει στη χώρα τους, δεν είχα ποτέ παρατηρήσει καμιά θρησκευτικότητα. Αντίθετα, την ήξερα ως στατιστικά οργανωμένη.
Όλα αυτά ή και περισσότερα με οδηγούν στο ερώτημα: πώς αντιδρά ή δεν αντιδρά ο λαός μας; Με αδιαφορία, με φόβο ή με άρνηση της πραγματικότητας.
Πηγή : diastixo.gr