Απόψεις-«Στο όνειρο» του Δημήτρη Μακρίδη

2016-07-21 09:30
«Στο όνειρο» του Δημήτρη Μακρίδη


Μνήμες από τα παιδικά καλοκαίρια στο Κατάκολο

Το σφίξιμο στην κοιλιά ήτανε δυνατό. Λίγες φορές ξυπνάς και θυμάσαι όλο το όνειρο. Άλλωστε τα τελευταία όνειρα είναι και τα πιο αληθινά, όπως λένε. Γιατί ο τόπος που ταξίδεψες στον ύπνο σου είναι πολύ ιδιαίτερος. Μεταφέρθηκες νοερά στο επίνειο του Πύργου, το Κατάκολο και στο παλιό σου καλοκαιρινό σπίτι. Αυτό το μέρος είναι για σένα ό,τι ο Μοντιανό αναφέρει για το παλιό του σχολείο. «Ένα εγκαταλειμμένο κτίριο που επισκεπτόμασταν στα όνειρά μας».

Όλοι θυμούνται τις διακοπές των παιδικών τους χρόνων, ανέμελες και ονειρικές. Με παγωτά, μπάνια και ατέλειωτο παιχνίδι. Μα εσένα οι εικόνες που σου έρχονται από τότε περιέχουν επιπλέον μια πρωτόγνωρη όρεξη. Είναι πλημμυρισμένες με δράσεις και μουσικές. Με τη λογική της ασχολίας στο διπλανό κόκκινο σπίτι που χώραγε και φώτιζε τους πάντες. Λίγοι έφτιαχναν εφημερίδα –τη θρυλική «Τσούχτρα»– και οργάνωναν παραστάσεις κάθε χρόνο. Ελάχιστοι περίμεναν το θησαυρό που τους ετοίμαζαν οι μεγάλοι. Παίρνοντας ερεθίσματα που κανένας χρόνος δεν βρέθηκε ικανός να τα σβήσει. Εκεί μάθαμε για την τέχνη ως βίωμα, για τον Χατζιδάκι ως πρόσωπο στην καθημερινότητά μας. Όχι ως εσκεμμένη αγιογραφία κάποιων στα γεράματα φιλότεχνων.

Βρίσκεσαι στον αμμώδη κόλπο με την άπλα που περπατάς και περπατάς χωρίς να σταματάς ποτέ. Βλέπεις τη θάλασσα που απλώνεται μπροστά σου και τον κόλπο που σχηματίζεται. Εκεί πάντα θέλεις να βρεθείς και να τρέξεις. Αλήθεια, σε πόση ώρα θα φτάσεις μέχρι τη Σπιάντζα, τώρα που έχεις εξασκηθεί στο τρέξιμο; Όσο πιο μακριά από το σπίτι φύγεις, ο δρόμος ανοίγει. Μαζί και η αίσθηση ελευθερίας. Στο όνειρο όλοι οι παιδικοί σου φίλοι. Δεν διακρίνεις συγκεκριμένα πρόσωπα, μα όλα έχουν ένα πηγαίο και ειλικρινές χαμόγελο όπως στη γνωστή φωτογραφία. Τώρα οι παλιοί σου φίλοι μεγάλωσαν, διασκορπίστηκαν σε χώρες που βλέπατε τότε μόνο στην υδρόγειο. Έγιναν γελαστές φωτογραφίες ανάμεσα σε άλλες εκατοντάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τις βλέπεις και θέλεις να γινόσουνα ήρωας των κόμικς. Με έναν μαγικό τρόπο να χωθείς σε αυτές και να βρεθείς μαζί τους. Να μοιραστείς χαρές και λύπες. Να δεις πόσο έχουν αλλάξει και να σου πουν με την παλιά παιδική ειλικρίνεια τι σκέφτονται για το μέλλον. Να τους αναφέρεις πως δεν τους έχεις μόνο ως φευγαλέα ενημέρωση στο ανεβοκατέβασμα του timeline, αλλά τους θυμάσαι πολύ πιο ξεχωριστά.

Δυστυχώς αυτά δεν μπορεί να γίνουν με μια απλή ηλεκτρονική συνομιλία. Τα λόγια αυτά δεν αξίζουν να χαθούν μαζί με δεκάδες άλλα στον ψηφιακό νεροχύτη. Αφήνεις λοιπόν την εικονική πραγματικότητα και βάζεις τις αισθήσεις σου να δουλέψουν, να θυμηθούν. Οι ήχοι που έρχονται από τότε δεν είναι ψηφιακοί. Το πλαφ της θάλασσας ενώνεται με ψίθυρους από παρέες που κουβεντιάζουν και περπατάνε. Τα φώτα μέσα στη νύχτα είναι από τις πυγολαμπίδες και όχι από τις οθόνες των κινητών. Βλέπεις άμμο, πολλή άμμο. Νιώθεις άμμο παντού. Στα πόδια, στα αυτιά, μέχρι και στο στόμα. Ακούς τη φράση «αν έχει τσούχτρες;» ξανά και ξανά. Η κυρα-Βάσω που μπαίνει πρώτη σηκώνει απαγορευτικό και ετοιμάζεσαι για μπάνιο στις πλάκες με το ποδήλατο ή με το αμάξι. Στην παιδική σου θάλασσα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, αφού για να κολυμπήσεις έπρεπε να πας πολύ βαθιά.

Παρατηρείς ξανά την παρέα που περπατάει. Διακρίνεις ντόπιους, Πυργιώτες μέτοικους στην Αθήνα, μα και ξέμπαρκους παραθεριστές. Επιστρέφουν από τη βραδινή βόλτα και αράζουν στις πλαστικές καρέκλες που τους περιμένουν μούσκεμα από την υγρασία. Ρεμβάζουν και συζητούν για την μέρα που πέρασε. Κοιτάζουν τη μεγάλη ουράνια οθόνη απόλυτα ήρεμοι, χωρίς να μιλάνε για την «επόμενη εβδομάδα που είναι πολύ κρίσιμη».

Αναζητάς εκείνη τη γλυκιά, δυσεύρετη πλέον ηρεμία, αλλά και κάτι άλλο. Εκείνο το φοβερό του γέλιο που ακόμα έρχεται στα αυτιά σου. Το ακούς ασυνείδητα κάποιες δύσκολες στιγμές σαν γέλιο λυτρωτικό. Αυτόν τον καγχασμό του Πυργιώτη δικηγόρου που έμενε πίσω σας και γέλαγε τρανταχτά. Μια αντίδραση στη σοβαροφανή ελαφρότητα των καιρών, έναν πανηγυρικό ήχο στην απογοητευτική καθημερινότητα. Το ξανακούς και σκας και εσύ στα γέλια προσπαθώντας να τον μιμηθείς.

Το απόγευμα σήμαινε απλά μία λέξη. «Μ-Π-Α-Λ-Α». Μπάλα για όλους, είτε ως θεατές είτε ως παίκτες, μπροστά στη θάλασσα. Οι μεγάλοι έπαιζαν Τετάρτες, Σάββατα, Κυριακή πρωί και οι μικροί τις υπόλοιπες. Ποδόσφαιρο με τις ώρες στην άμμο μέχρι κάποιος να σπάσει το πόδι του ή η ίδια η φύση να σφυρίξει τη λήξη όταν το σκοτάδι θα σκεπάσει τα πάντα.

Μεταφέρεσαι στην αλάνα των παιδικών σου χρόνων όταν ο ήλιος δύει. Επιστρέφεις στο γήπεδο της χαμένης συνεκτικότητας όταν όλους μάζευε γύρω της σαν μάνα η στρογγυλή θεά. Βλέπεις παλιούς γνωστούς που έχουν πάρει άλλους δρόμους, χωρίς κανένα πλέον κοινό μεταξύ τους, να βρίσκονται εκεί. Παίρνεις μέρος στο παιχνίδι με τους κανόνες μέσα σε μια διαρκή κίνηση, μακριά από τη σημερινή, ανέφικτη επικοινωνία των μεγάλων ανάμεσα σε άψυχα σώματα. Παρών και εσύ, εκεί στο μούχρωμα, παίζοντας τα τελευταία λεπτά χωρίς να ξεχωρίζεις αντίπαλο με συμπαίκτη. Και καθώς η ατμόσφαιρα σκοτεινιάζει, η ένταση ανεβαίνει. Τα πόδια βουλιάζουν στην άμμο, τα μάτια ίσα που μπορούν να διακρίνουν τα σιδερένια τέρματα. Οι μπαλιές γίνονται πιο δυνατές, με την κούραση να φτάνει στα ύψη. Και ενώ όλοι να δείχνουν αποκαμωμένοι, εσύ να τρέχεις σαν να μπαίνεις πρώτη φορά στο γήπεδο. Να μεταμορφώνεσαι σε δεινό σπόρτσμαν και να φτάνεις από τη μία άκρη του γηπέδου στην άλλη σε χρόνο μηδέν. Βγάζοντας μια πρωτόγνωρη ενέργεια, από κάτι φυλαγμένο μέσα σε παλιά βαθιά σπηλιά. Αποκαλύπτοντας ένα αίσθημα προαιώνιο, βγαλμένο από τον διαρκή αγώνα του ανθρώπου να επιβιώσει και να προχωρήσει.

Το σήμερα σε βρίσκει μπερδεμένο στο στίβο της ζωής. Κρίση, ανεργία και λοιπά γνωστά σε κάνουν να χάνεις 4-0 πριν καν παίξεις. Τα πόδια έχουν βαρύνει και η όρεξη έχει πάει περίπατο. Από την καταπακτή βλέπεις πως η ατμόσφαιρα έχει σκοτεινιάσει. Μα δεν θα πλακωθείς στα αποδυτήρια με την κλάση σου πριν βγεις στο γήπεδο. Θα βγεις και θα αγωνιστείς για το καλύτερο και ό,τι βγει. Έχεις μαζί σου εκείνη την ανεξήγητη ενέργεια των τελευταίων λεπτών και εκείνο το λαγαρό γέλιο του Κ. να έρχεται πάντα στα αυτιά σου. Με αυτά θα ατενίζεις μακριά το πέλαγος, προσδοκώντας το καλύτερο. Περιμένοντας υπομονετικά, πράγμα δυσεύρετο στους αγχωμένους καιρούς που ζούμε. Όπως τότε που περίμενες μέχρι το μεσημέρι να έρθουν οι αθηναϊκές εφημερίδες στα μαγαζιά της Δροσιάς. Με την ελπίδα πως η καλή είδηση θα έρθει, με την προσμονή πως κάτι θα αλλάξει...

Πηγή : diastixo.gr