ΑΠΟΨΕΙΣ «Στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού και της θάλασσας, κάτω από τον ήλιο της Ίμβρου, τον χρυσό μήνα Ιούλιο» της Φωτεινής Τομαή
Ν’ αποκαταστήσω, από τις νύξεις
που έβρισκα διάσπαρτες
μέσα στον κόσμο αυτόν,
μια αθωότητα τόσο ισχυρή
που να ξεπλένει τα αίματα
(Οδυσσέας Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος)
Έσσεται χρόνος, είχα πει στον εαυτό μου, όχι μια και δυο φορές εδώ και δέκα, δεκαπέντε χρόνια... Και ο χρόνος πληρώθηκε: αυτό το καλοκαίρι ξεκίνησε η γνωριμία μου με το νησί. Η φυσική, όχι η λογοτεχνική. Γιατί την Ιστορία της Ίμβρου τη γνώριζα ήδη. Είχα γράψει κιόλας γι’ αυτή μερικά χρόνια πριν. Είναι άλλο όμως να τη μαθαίνεις διαβάζοντας, έστω κι αν πιάνεις στα χέρια σου χαρτιά που γράφτηκαν μισό και παραπάνω αιώνα πριν, στο θαμπό φως ενός κεριού –όπως το ημερολόγιο του άτυχου Ίμβριου Δημήτρη Κουτρουβέλη, που μεγάλωσε ορφανός με τ’ αδέλφια του σε ίδρυμα της Πριγκήπου και ζητούσε «χείλια Συγνόμην» για την ανορθογραφία του (βρέθηκε ανάμεσα σε επίσημη διπλωματική αλληλογραφία της εποχής)– και άλλο να τη ζεις ανάμεσα στους ανθρώπους του νησιού. Ταξιδεύοντας μέσα στα μάτια των γηραιότερων με τα βλέμματα στραμμένα πίσω στο παρελθόν. Και των νεότερων που, παρά τη σπίθα της ελπίδας να καίει άλλοτε δυνατά κι άλλοτε να υποχωρεί μπροστά στον φόβο ν’ αποτύχει η ευχή του επαναπατρισμού, διέκρινες μια επίμονη μελαγχολία. Σάμπως να γεννήθηκαν οι άνθρωποι με αυτήν...
Όλα ξεκίνησαν με την άφιξη στο νησί. Πάνω στο πλοίο που το ενώνει με την απέναντι ακτή. Νησί θα τ’ ονομάζω στο εξής. Της καρδιάς μου, αφού εκεί την άφησα. Οι Τούρκοι πάλι, άγνωστο το πώς και το γιατί, αλλάζοντας όπως καθετί ελληνικό τ’ όνομά του, το είπαν «Γκιοκσέαντα», που σημαίνει «νησί τ’ ουρανού»! Απ’ τις λίγες φορές που δεν είχαν άδικο. Το ζήτημα, βέβαια, είναι από πού κανείς βλέπει τον ουρανό...
Εδώ που περπάτησα στις ακρογιαλιές του Ομήρου, η ίδια ακριβώς θάλασσα επιστρέφει αιώνια στις ακτές όπου περπάτησαν πανάρχαια πόδια, ο αέρας τη μέρα μυρίζει αμπέλια και ελιές, και τις νύχτες Ιστορία.
Τα γεύτηκα όλα, συμπυκνωμένα στο έπακρο στη σύντομη διαμονή μου, με τις αισθήσεις ακονισμένες στον τόνο μιας παρατεταμένης προσευχής: τις παραδοσιακές νοστιμιές και τα γλυκά καμωμένα όλα με ντόπια υλικά, το υπέροχο κρασί που συνόδευε όλες μας τις επιτραπέζιες συναθροίσεις, το ζυμωτό ψωμί και το σπιτικό γιαούρτι που όμοιό του δεν είχα γευθεί πριν.
Κι έπειτα, ήταν οι ιερές μυσταγωγίες στο Γλυκύ, στο Κάστρο, στην Αγία Μαρίνα, στο ξωκλήσι του Άγιου Παντελεήμονα με την Αγία Τράπεζα κάτω απ’ τους ίσκιους των δέντρων... Σε όλες, κυρίαρχη η φιγούρα εκείνου που εν τη αγήρω νεότητι κρατούσε για μέρες τον πληθυσμό ενός ολόκληρου νησιού, αδιακρίτως αν ήταν χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, να περιστρέφονται γύρω του σαν τα ουράνια σώματα πέριξ από τον ήλιο: του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Ακάματος, μ’ ένα χαμόγελο και μια ζεστή, πατρική αγκαλιά για όλους που έσπευδαν από μακριά στη θέασή του να τον αγγίξουν, και τα μικρά μ’ ένα χεράκι ανοιχτό για να πάρουν τα δώρα του: ένα μικρό σταυρό, ένα φίλεμα ζαχαρωτό, ένα φυλαχτό καμωμένο από ταπεινό σχοινί για το περικάρπιο ή τον λαιμό. Με πόση συγκίνηση, αλλά και απορία τον πρόσεχα στις κινήσεις του να βγάζει ένα ένα τα δωράκια των παιδιών από το ιμάτιό του, καθώς μου θύμιζε τον Κωνσταντινοπολίτη παππού μου, τον Αναστάση, που μόλις τον βλέπαμε από μακριά τρέχαμε να τον καλωσορίσουμε κι εκείνος –ωραίος και γλυκός, όσο κανείς στα παιδικά μου μάτια– έβγαζε απ’ τις τσέπες του φιλέματα για τον καθένα μας. Παράξενο πώς οι εικόνες μπορεί να επιστρέφουν στη ζωή ενός ανθρώπου...
Ω, χρόνε, γεροϋφαντή! Όλα αλλάζουν και μόνο εσύ μένεις πέτρινος, ακριβώς όπως τα σπίτια των Ρωμιών του νησιού και τα λιθόστρωτα φιδίσια σοκάκια με τα γερμένα γιασεμιά, τα κλήματα και τις μπουκαμβίλλιες να κάνουν τη δική τους επανάσταση ξεφεύγοντας απ’ τους μαντρότοιχους των κήπων...
Σ’ εκείνα τα δρομάκια περπάτησα με όλες μου τις αισθήσεις στο έπακρο σαν το λαγωνικό ψάχνοντας κάτω από κάθε πέτρα ως την πιο ανυποψίαστη γωνιά πάνω στο Κάστρο την άκρη της Ιστορίας. Εκεί, κάτω από τον αχαλίνωτο ουρανό του Κάστρου, αντίκρισα μέσα στην ησυχία τον όγκο της Σαμοθράκης να υψώνεται μαγικά στα μάτια μου – κι άξαφνα η ψυχή μου ρυτίδιασε.
Ω, ποιητή, πόσο δίκιο είχες σαν έγραφες: «Τη στιγμή που ο Ελευθέριος φεύγει κι η Ιωνία χάνεται...» μετρώντας μ’ έναν μόνο στίχο το βάρος του πόνου απ’ τον ξεριζωμό μας.
Φύγαν οι άνθρωποι και οι λίγοι που απέμειναν, σαν την κυρία Άννα που μ’ αγκάλιασε με τόση αγάπη πάνω στο Γλυκύ, καθισμένη σε μια γωνιά μέσα στον ολάνθιστο κήπο της, με το πρόσωπο και τα χέρια γεμάτα χαρακιές – σάμπως πάνω της να γράφτηκε ολόκληρη η Ιστορία του νησιού. Αποχαιρετώντας τη γερόντισσα, έστρεψα για μια ακόμα φορά τα μάτια μου πάνω της και τότε πρόσεξα τα δικά της βυθισμένα στη σιωπή, απ’ το αύριο που κανείς δεν γνωρίζει ακόμη.
Απ’ το θέλημα της αγάπης των λίγων που απέμειναν ξαναφτιάχνεται στις μέρες μας το νησί αλλά κι εκείνων που δεν παύουν, τρίτη και τέταρτη γενιά, να το επισκέπτονται γιαίνοντας τις πληγές του με θύμησες και έργα από κάθε γωνιά της γης.
Η κυρία Άννα απ’ το Γλυκύ μ’ έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της και στα μάτια της είδα αρχαίες κολόνες ακριβώς όπως στα μάτια της γιαγιάς μου, της Φωτεινής. Που κάθε επέτειο της Άλωσης έπινε μόνο νερό· και νηστική ολημερίς σιγομουρμούριζε προσευχές. Που κάθε βράδυ κλείδωνε τις μνήμες της για να αντέχει να ζει. Που, όπως και η κυρία Άννα στο Γλυκύ, έβγαλε μέσα από τ’ αλιεύματα της δυστυχίας παιδιά και εγγόνια. Και ιδού! Η δική της εγγόνα, ένα ολόδροσο κορίτσι με το ίδιο όνομα, Άννα, έφτιαξε στο μισό του κήπου τους ένα μικρό καφενεδάκι, καταφύγιο δροσιάς για τους τολμηρούς καλοκαιρινούς επισκέπτες του νησιού.
Κι έγνεθε, κι έγνεθε η Ιστορία. Όλα αλλάζουν ξανά. Και είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία. Εκεί που συναθροίζεται η ζωή απ’ τη γέννηση ως τον θάνατο. Και πάλι από την αρχή...
Ο θάνατος! Ήταν και αυτός παρών. Τον συλλογιστήκαμε βαθιά. Το διπλό μνημόσυνο για τις δυο τραγωδίες που σημάδεψαν το νησί με μικρή χρονική απόσταση μέσα στην ίδια δεκαετία πριν από εξήντα χρόνια ήταν κορυφαίο γεγονός της επίσκεψης. Δεκάχρονο μόλις παιδί στο πρώτο, και νεαρός σπουδαστής στη Χάλκη στο δεύτερο, όπου πνίγηκαν συνολικά 25 νέοι και νέες του νησιού πηγαίνοντας παραμονή της Αγίας Άννης στο πανηγύρι του Πύργου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης που χοροστάτησε στο μνημόσυνο στο Σχοινούδι ράγισε τις καρδιές μας με την ομιλία του. Ράγισε όμως κι ο ίδιος κι ήταν ολοφάνερο πως πνίγηκε η φωνή του μέσα στα δάκρυα που μετά βίας συγκρατούσε ανάμεσα στους αύλακες των βλεφάρων του και των βοηθημάτων της όρασής του.
«Δεν έκανα ταξίδια μακρινά/ τα χρόνια μου είχαν ρίζες, ήταν δέντρα/ που τα ’ντυσε με φύλλα η καρδιά/ και τ’ άφησε ν’ ανθίζουν μες στην πέτρα»: με τους στίχους αυτούς του Παρασκευά Καρασούλα που επέλεξε η Παναγιότητά του, το εκκλησίασμα συγκλονίστηκε. Δεν θα ξεχάσω η ίδια ποτέ την τόσο ζεστή, τόσο αληθινή, τόσο βαθιά ανθρώπινη αναφορά του στη ζωή που είχαν οι νησιώτες κάτοικοί του εκείνα τα χρόνια: «Ζούσαμε αμέριμνοι, κατά τα πατροπαράδοτα έθιμά μας, φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι, ξεχασμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο σε αυτή την άκρη της γης, όμως τίμιοι νοικοκυραίοι με τα πανηγύρια μας, με τις ξωμεριές μας, με τα κοπάδια μας, με τους έρωτες των νέων μας και τα βιολιά και τα σαντούρια που συνοδεύουν τους γάμους των, με την παραδοσιακή ευσέβεια και την προσήλωσή μας στην πίστη των πατέρων μας, εύγλωττη έκφραση της οποίας αποτελούν τα πολυάριθμα εξωκλήσια μας. Έτσι λοιπόν, όμορφα και καλά, ήσυχα και ειρηνικά, ζούσαμε οι Ίμβριοι σ’ αυτή τη “Μικρή Πατρίδα”».
Αυτόματα μου ήλθε στη θύμηση ο στίχος του Ελύτη «στον παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί...» και σκέφτηκα μονομιάς πως για μένα από εδώ κι έπειτα το νησί αυτό θα είναι η Ίμβρος. Το ταπεινό κι ελλειψοειδές νησί με τις ήσυχες, καθαρές ακρογιαλιές, τις πευκόφυτες πλαγιές με τα αμέτρητα ξωκλήσια σκαρφαλωμένα θαρρείς σαν τα ποίμνια που αναζητούν τροφή.
«Να, τη βλέπετε αυτή την κορυφή; Ως εκεί ανέβαινα μικρός», μας είπε δείχνοντας με το χέρι του τη βραχώδη κορυφογραμμή απέναντι απ’ τη γενέτειρά του, τους Αγίους Θεοδώρους.
Πιο κάτω, δεξιά κι αριστερά του αμαξιτού δρόμου τα νταμάκια, όπως αποκαλούν στην Ίμβρο τα ταπεινά, μονόχωρα εξοχικά που διατηρούσαν οι νοικοκυραίοι πιο πολύ για ν’ αποθηκεύουν τα χρειαζούμενα για την αγροτική οικονομία του νησιού.
Είναι, ωστόσο, περίεργο πώς οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι, θαρρείς από άμυνα, διατηρούν μία μοναδική αίσθηση χιούμορ, προκειμένου να σχολιάσουν πρόσωπα ή γεγονότα της εποχής. Από τον πιο απλό, καθημερινό άνθρωπο έως τον Μητροπολίτη Ίμβρου και Τενέδου Κύριλλο, που έχει την ευλογία να περιβάλλεται με την απέραντη αγάπη και σεβασμό του ποιμνίου του. Ιστορίες, όπως «οι κλεμμένοι» κατεναντίς του αρχοντικού της οικογένειας Αρχοντώνη με χρονολογία 1916, όπου μας περιποιήθηκε δις η κυρία Έφη Αρχοντώνη, ερίτιμη σύζυγος του αδελφού του Παναγιότατου, τελετές βαπτίσεων και γάμων με ιδιοτροπίες των πρωταγωνιστών, ως και της Κούρδισσας μάνας που παρακαλούσε να κάνει τρίδυμα και μπέρδευε τις λέξεις, προκαλούσαν σπαρταριστό γέλιο στη διάρκεια συγκεντρώσεών μας γύρω απ’ το βραδινό φαγητό μέσα σε κήπους με ολάνθιστες ορτανσίες, φορτωμένες αχλαδιές, ροδακινιές και βαθύσκιωτες συκιές που, χαμηλωμένες απ’ το χτύπημα του ανέμου, ως ικέτιδες εκλιπαρούσαν για μικρή ακόμα αναμονή όσο να ωριμάσει ο γλυκύς τους καρπός και μας τον παραδώσουν γενναιόδωρα.
Φεύγοντας από το νησί, ένιωσα πάνω στο πλοίο της επιστροφής πως, έπειτα από μερικές ημέρες παραμονής μου σε αυτό, δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος. Έφτασα χαρούμενη και ανυπόμονη, και έφυγα θλιμμένη γιατί το άφηνα πίσω μου. Χίλιες δυο σκέψεις μέσα μου ποθούσαν βασανιστικά σχεδόν να τις βάλω σε τάξη. Ακόμη δεν το κατάφερα τις στιγμές που γράφω αυτές τις γραμμές. Δεν είναι δα εύκολο! Πώς να τακτοποιήσεις μονομιάς στη γεωγραφία της καρδιάς και της ψυχής σου τόσες εικόνες και συγκινήσεις, άλλες δυτικά της λύπης, κι άλλες ανατολικά της ελπίδας. Της ελπίδας ότι η ρωμιοσύνη μπορεί να κάνει το νησί να σφύζει ξανά από ζωή;
Πηγή : diastixo.gr