Απόψεις- «Λάντλοου» της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Έχω κατά καιρούς, ή σπάνια, ανατρέψει τη σειρά ενός βιβλίου με κάποιο άλλο στη λίστα των βιβλίων των προτιμήσεων μου, όπως συνέβη εσχάτως μετά την ανάγνωση του ιστορικού μυθιστορήματος Αμοιρολόιτος. Ο Λούης Τίκας και η σφαγή στο Λάντλοου του Ζήση Παπανικόλα [Zesse Papanikolas], ενώ συμπτωματικά είχα δει τις προηγούμενες ημέρες και την ταινία Ludlow του Λεωνίδα Βαρδαρού.
Παρά τις λιγοστές μου γνώσεις επί του θέματός του από την παλαιότερη προβολή της ταινίας, Το αλάτι της γης του συγγραφέα-σκηνοθέτη Χέρμπερτ Μπίμπερμαν, ενός από τους Δέκα της Μαύρης Λίστας του Χόλιγουντ που είχε αρνηθεί να παρουσιαστεί ενώπιον της Επιτροπής για αντιαμερικανική δράση την εποχή του Μακαρθισμού, η οποία αναφερόταν σε μια απεργία των ανθρακωρύχων στο Λάντλοου, το βιβλίο του Παπαζήση με είχε κατακυριεύσει. Επανέφερε στη μνήμη μου την προβολή της εν λόγω ταινίας στην Κινηματογραφική Λέσχη Αργυρούπολης/ Ηλιούπολης, όπου είχαμε προσκληθεί ο Νίκος Αντωνάκος, σκηνοθέτης-συγγραφέας, ο Στέλιος Ελληνιάδης, με πολιτική- πολιτιστική δράση και γραπτά, κι εγώ, και είχε ακολουθήσει συζήτηση με το κοινό. Καθώς επίσης και μια παλαιότερη εκδήλωση για τον Λούη Τίκα του Νίκου Κουνάδη στη Στοά βιβλίου, από την οποία κράτησα ένα μικρό ποτηράκι ούζου με χαραγμένο το όνομά του.
Η ανθρώπινη δράση, όσο διαδίδεται, έστω και προφορικά, τόσο αποδεικνύει την ανεξάντλητη πορεία της
Ενώ Το αλάτι της γης αναφέρεται σε μια ορισμένη περιοχή κατοικημένη κυρίως από Μεξικάνους, ο Αμοιρολόιτος αναγνωρίζει και όλες τις άλλες φυλές – Έλληνες, Ιταλοί, Σλάβοι, Ιάπωνες και άλλους–, επισκέπτεται διάφορες Αμερικανικές Πολιτείες και δίνει προτεραιότητα στις δυο Ανθρακοφόρες Περιοχές, τη Βόρεια και τη Νότια, με κοινά σημεία τα ανθρακωρυχεία, τις στοές, την εκμετάλλευση των ανθρακωρύχων, και άλλων εργατών, την ψευδή καταμέτρηση της παραγωγής τους , την κατακράτηση ποσοστού από την αμοιβή τους, τους απεργούς και τους απεργοσπάστες, τους ένοπλους αστυνομικούς και τους συνεργάτες τους, τους μεσάζοντες για την εξεύρεση εργασίας, την ίδρυση των συνδικάτων με την καταπληκτική ταύτιση ονομάτων και καταγωγής, ηλικιών και φυσικών γνωρισμάτων, τρόπους ψυχαγωγίας και γεγονότων, τόπων διαμονής και δράσης.
Η ανθρώπινη δράση, όσο διαδίδεται, έστω και προφορικά, τόσο αποδεικνύει την ανεξάντλητη πορεία της και όσο επεκτείνεται επικοινωνιακά τόσο αναγνωρίζεται από τα μέσα που διαθέτει και δεν παραμένει στάσιμη στον χώρο και τον χρόνο.
Από τις πρώτες αράδες του Προλογικού Σημειώματος της Αλέκας Μπουτζούβη ένιωσα την επιθυμία να διαβάσω για τη ζωή των ανθρακωρύχων και τη ζωή ενός ανθρώπου χωρίς παρελθόν, η μορφή του οποίου σώζεται μόνο σε πέντε ξεθωριασμένες και ρετουσαρισμένες φωτογραφίες που αποτυπώνουν φευγαλέα στιγμές της ζωής και του θανάτου του. Η πρώτη το 1906 τον δείχνει σε ηλικία 20 χρόνων, ντυμένο με την τοπική στολή, πριν ξεκινήσει για το μεγάλο ταξίδι στη Νέα Υόρκη, και η τελευταία, το 1914, στο κρεβάτι του νεκροτομείου.
Θα εμπλούτιζα τις γνώσεις μου γύρω από τον Λούη Τίκα από τη Λούτρα Ρεθύμνου. Ακολούθησε ο «Πρόλογος στην αμερικανική έκδοση» του Ουάλας Στέγκνερ, με ιστορικές επισημάνσεις που αύξησαν την επιθυμία μου για την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του βιβλίου.
Από την πρώτη παράγραφο της επόμενης ενότητας με τίτλο «Εθνοτική καταγωγή και ταξικοί αγώνες: Η αφηγηματοποίηση μιας ασύμβατης σχέσης» που προετοιμάζει τον αναγνώστη για την ιστορικότητα του περιεχομένου και την έρευνα που θα επακολουθούσε, καθώς και μια πρόταση από τη μέση της πρώτης παραγράφου «Εν ολίγοις, η μαζική μετακίνηση ελληνικών πληθυσμών προς τις ΗΠΑ, που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1880, χαρακτηρίστηκε ως “αιμορραγία” και διαμόρφωσε μια εικόνα της Ελλάδας ως “έθνους μεταναστών”», ένιωσα την ανάγκη να υπογραμμίζω τα σημεία που με άγγιζαν περισσότερο αφού μέχρι το 1924 είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική ο αδελφός της μητέρας μου και ο πατέρας μου.
Από την πολύπλευρη έρευνα και τις ιστορικές αναφορές του συγγραφέα Ζήση Παπανικολάου, ένιωθα σαν να είχα βυθιστεί σ’ ένα πηγάδι με πολύτιμους λίθους και ολόχρυσα παράσημα
Από τις πρώτες σελίδες του Αμοιρολόιτου κατάλαβα πως δεν θα μπορούσα απλώς να τις διαβάζω τη μια μετά την άλλη, γιατί γρήγορα ανακάλυψα την κίνησή μου να γυρίζω πίσω και ξαναδιαβάζω, αν όχι ολόκληρη τη σελίδα, κάποια παράγραφο, κάποια αμερικανική ή ελληνική τοποθεσία, κάποιο όνομα ή επίθετο ή εργατική απασχόληση και απολαβή, χρονολογίες και ονόματα πολιτικών, που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στον 20ο αιώνα.
Οι χαρακτήρες, αληθινά πρόσωπα, δεν αφήνονται να αιωρούνται ή να εμφανίζονται παρεμπιπτόντως, αλλά δίνουν την αίσθηση ότι θα έχουν μια συνέχεια. Είχα ακούσει ότι οι περισσότεροι μετανάστες στα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου απέφευγαν να αποκτήσουν την αμερικανική ιθαγένεια για να μην ορκιστούν υπέρ της αμερικάνικης σημαίας, γιατί το θεωρούσαν προδοσία κατά της πατρίδας.
Αντίθετα, σύντομα διάβασα: «Εγώ, ο Λούης Τίκας , ετών είκοσι τεσσάρων, επάγγελμα έμπορος, δηλώνω ενόρκως ότι η προσωπική περιγραφή μου έχει ως εξής: Φυλή λευκή, χρώμα επιδερμίδος μελαμψό, ύψος πέντε πόδια και οχτώ ίντσες, βάρος εκατόν πενήντα μία λίβρες, χρώμα μαλλιών σκούρο καστανό, χρώμα οφθαλμών καστανό, άλλα διακριτικά σημεία κανένα. Γεννήθηκα οκτώ μίλια δυτικά του Ρεθύμνου Κρήτης, την δεκάτη τρίτη Μαρτίου, το έτος Κυρίου 1886... Προτίθεμαι καλή τη πίστει να αποκηρύξω δια παντός κάθε υπακοή και πίστη σε οποιονδήποτε ξένο ηγεμόνα...»
Όσο πολλαπλασιάζονταν οι σελίδες, τόσο πολλαπλασιάζονταν οι πληροφορίες και τα θαυμαστικά μου για τη δράση των ανθρακωρύχων, κυρίως των Ελλήνων και τη στάση των γυναικών στις απεργίες τους, ώσπου διάβασα: «Βόρεια Ανθρακοφόρος Περιφέρεια: Η γέννηση ενός συνδικαλιστή», με την αναφορά:
Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, εργαζόμενος προς όφελος της πληρέστερης ανάπτυξης της οργάνωσης σας ανάμεσα στους συντοπίτες μου, γύρισα ολόκληρη την Βόρεια Ανθρακοφόρο Περιφέρεια της Πολιτείας του Κολοράντο.
Λούης Τίκας
Οι πληροφορίες πλήθαιναν. Ο Τίκας, όταν έγραψε σχετικά δυο χρόνια αργότερα, είπε ότι εκείνος ξεσήκωσε την απεργία μαζί με εξήντα τρεις Έλληνες συναδέλφους του... Έτσι ο Τίκας κάνει το πρώτο βήμα προς το πεπρωμένο του...
Ο Τίκας και οι μετανάστες συνδικαλιστές σαν εκείνον κρατούσαν στα χέρια τους τη δυνατότητα να κάνουν ένα βήμα εμπρός...
Ο Τίκας δεν ήταν ο πρώτος έλληνας συνδικαλιστής στη Βόρεια Περιφέρεια, αλλά επρόκειτο να γίνει ο αποτελεσματικότερος. «Ο Λούης Τίκας, εκείνος ο οποίος δέχτηκε άνανδρη επίθεση και πυροβολήθηκε από κάποιον μπράβο της...τη 13η Ιανουαρίου του 1913, είναι ο ίδιος με τον Λούη Τίκα, συγγραφέα της αναφοράς αυτής προς εσάς». Αυτή είναι η τελευταία μαρτυρία για τον Λούη Τίκα.
Στις επόμενες σελίδες το όνομα του Τίκα εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε παράγραφο. Μέχρι την πληροφορία εκ μέρους του συγγραφέα: Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν ο υπεύθυνος του καταυλισμού, ο Λούης Τίκας. Ο Λούης ο Έλληνας.
Είχα μπει στη βιβλιοθήκη αναζητώντας υλικό για μυθιστόρημα. Βγήκα με ένα όνομα. Γύρισα λίγες σελίδες και βρέθηκα μπροστά σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, ένα ακίνητο κορμί, σκεπασμένο μ’ ένα άσπρο σεντόνι , με το κεφάλι, όπου διακρίνονται τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και τα μαύρα του μαλλιά σ’ ένα άσπρο μαξιλάρι, και τρεις αράδες στο τέλος της σελίδας:
«Τον πάτησαν στο πρόσωπο. Έχουμε μια φωτογραφία... δείχνει καθαρά τα αποτυπώματα της μπότας στο πρόσωπό του».
Περλ Τζόλι
Ο Λούης Τίκας στο νεκροθάλαμο. Με την ευγενική παραχώρηση της Βιβλιοθήκης της State Historical Society of Colorado, Συλλογή Ντονλντ.
Ο Τίκας δεν ήταν ο πρώτος έλληνας συνδικαλιστής στη Βόρεια Περιφέρεια, αλλά επρόκειτο να γίνει ο αποτελεσματικότερος.
Έκλεισα το βιβλίο και το ακούμπησα πάνω στο στήθος μου σαν κάτι πολύτιμο, που δεν το είχα χάσει, αλλά το ξανάβρισκα με αυτή τη μορφή του μυθιστορήματος που προσφέρεται στον αναγνώστη μ’ ένα τόσο ρεαλιστικό τρόπο. Προσπάθησα ύστερα από αρκετή ώρα να ξεπεράσω τη συγκίνηση και να συνεχίσω το διάβασμα, όχι μόνο επί ώρες, αλλά ημέρες γιατί γύριζα, εμπρός και πίσω τις σελίδες. Πώς μπορούσα να αναφερθώ στο πλούσιο αυτό ιστορικό μυθιστόρημα μέσα από μία, έστω, εκτεταμένη στήλη.
Από την πολύπλευρη έρευνα και τις ιστορικές αναφορές του συγγραφέα Ζήση Παπανικολάου, ένιωθα σαν να είχα βυθιστεί σ’ ένα πηγάδι με πολύτιμους λίθους και ολόχρυσα παράσημα, με λέξεις που γίνονταν πράξεις και γεγονότα που μετατρέπονταν σε ιστορία. Συνέχισα να διαβάζω ώσπου, κατά το συγγραφέα «ο Τίκας κατέληξε κάτι άχρωμο και ανούσιο, κατέληξε μάρτυρας. Αυτοί οι κακοφτιαγμένοι στίχοι είναι βέβαια συγκινητικοί, αλλά παραμένουν πιο εύγλωττοι για τους ζωντανούς παρά για τους νεκρούς».
...Ω! Λούη Τίκα, ψυχή ευγενική,
των αβοήθητων και των ανίσχυρων υπερασπιστή,
κάλλιο θα σ’ έλεγαν της ανθρωπότητας ιππότη
παρά της Ελλάδας ή της Αμερικής παιδί.
Βέβαιη πως θα επανερχόμουν πάλι και πάλι στον Αμοιρολόιτο από θαυμασμό για τον συγγραφέα και «ζήλια» για τη μεταφράστρια Πελαγία Μαρκέτου, αντίκρισα την άγραφη σελίδα στο λαπτόπ μου.
Πηγή : diastixo.gr