Απόψεις-«Κολάζ καυτού Ιουλίου,2016» της Ανθούλας Δανιήλ
Δύο μεγάλα δέντρα ορίζουν τον κήπο μου. Μια πασχαλιά μπροστά και μια συκιά πίσω, τεράστια και τα δύο. Η πασχαλιά το Πάσχα έχει μυρωδάτα λουλούδια και το καλοκαίρι μικρά κίτρινα μπιρμπιλόνια, η συκιά σύκα! Ανάμεσα στα δυο δέντρα υπάρχουν ροδιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές και πάλι ροδιές, πολλές, να μου θυμίζουν την «τρελή» κι εκείνη εμένα και τις τρέλες μου, με τα σπαρταριστά ξαφνιάσματα και τα καρποφόρα γέλια μου. Και μια ελιά, που αρνείται να καρποφορήσει ή να γελάσει, τη σιλουέτα της να μη χαλάσει, και μια βερικοκιά, πλούσια σε φύλλα και στείρα σε βερίκοκα με άποψη. Δεν με απασχολεί πια η καρποφορία, καταλαβαίνετε, η παρουσία και μόνο με κερδίζει. Έχω και τριανταφυλλιές και μια γιγαντιαία κατακόκκινη μπουκαμβίλια και άλλα πολλά ψιλολόγια. Και κάτι δέντρα που απλώς αυγατίζουν και ψηλώνουν και έχουν καταπνίξει τη μάντρα του γείτονα. Κι έτσι, στο απυρόβλητο της θέας του, ιδού εγώ και το φεγγάρι πάνωθέ μου, Θεέ μου!
Μέσα σ’ αυτόν τον καταπράσινο παράδεισο είναι ένα κατάλευκο σπίτι, που το πρωί ανοίγει τα μάτια του στη θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα, στην πίσω μεριά, είτε βραδιάζει είτε φέγγει μένει λευκό το γιασεμί, και πλάι του ένα αγιόκλημα, πιο πλάι η μεγάλη σιδερένια Πορτάρα, όχι της Νάξου για να μπαίνει ο Ήλιος, αλλά η δική μου για να μπαίνει το αυτοκίνητο. Κι από την άλλη, η άλλη, η μικρούλα, που σκύβουμε για να μπούμε, πνιγμένη στα πράσινα. Αυτά όλα στέλνουν μεθυστικό χαιρετισμό στο αμφιθέατρο από βουναλάκια κατάφυτα, κατάπευκα, καταπράσινα, που αγκαλιάζουν το χωριό και που ομαλά ομαλά εκβάλλουν στη θάλασσα που κατρακυλάει κάτω με τα σγουρά νερά του γαρ και του άρα τα λευκά της μοναξιάς της βότσαλα και της ιδιοτροπίας μου τα μόρια.
Αν ανεβώ τη σκάλα βλέπω όλο τον κόλπο να απλώνεται κάτω κι αν ανεβώ λίγο ψηλότερα, στην ταράτσα, ας πούμε, τότε σχεδόν αγγίζω τον Θεό, το χέρι του δεν το βλέπω –ο Μιχαήλ Άγγελος δεν πάτησε στα μέρη μας–, όμως συλλαβίζω τις βουλήσεις του σε όλους τους αστερισμούς του ουρανού τις αφέγγαρες νύχτες. Να το Άλφα του Κενταύρου, να ο Αλδεβαράν, να και ο Αντάρης. Αλλά και όλες οι νύχτες με φεγγάρι μου αρέσουν. Προχθές, εκεί, στο κοτσάνι της νύχτας, η Σελήνη σπάραζε. Με κοίταζε και σπάραζα κι εγώ, βασίλισσα χλωμή εκείνη, στρογγυλή, ολόκληρη πριν λίγες μέρες, μισή τώρα, με την άλλη μισή στην αγκαλιά της, έγερνε το κεφάλι με νόημα, κατέβαινε για μυστική συνομιλία κι εγώ άρχισα τα καλοπιάσματα: το βλέπω πως ήρθες ουρανόθεν και πορφυροντυμένη ειπείν το «Χαίρε»∙ το ξέρω πως σε έφερε η Σαπφώ, πως σε λένε Σελάνα... πως εσύ κρατείς επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου κι εγώ τρελαίνομαι. Με κοιτάζει, την κοιτάζω, της τραγουδάω καμιά στροφή πλακιώτικη: «Έχει μπλέξει το φεγγάρι στης γαζίας το κλωνάρι» και μετά ακούω με προσοχή τι θέλει να μου πει κι αυτή: «Σε σκέπτομαι και σου μιλώ... Δεν έχω άλλον να τα πω... Άκου λοιπόν τι λέω: Στο φυσικό του το ’χει το φεγγάρι ν’ αλλάζει τις νύχτες όψη/ και πότε μοιάζει φουντωτό δεντρί... και πότε στο γλυκό σου πρόσωπο.../ Στην τωρινή μορφή του ζει ό,τι εμείς αφήσαμε στη μέση!», γι’ αυτό είμαι σήμερα μισή. Δανείζομαι τη λάμψη μου από σένα, απαντώ, και να το πάλι το φεγγάρι παιχνιδιάρικο και ερωτικό: «Παίζει... μέσα στην κληματαριά, που ’ναι να το πιεις αλήθεια στο ποτήρι/...γιατί φέγγει δίπλα σ’ ένα παραθύρι». Δικό μου το φεγγάρι μου, δικό μου και το παραθύρι. Πόσο σ’ αγαπώ, ολόκληρο και μισό και φωτεινό και σκοτεινό και αφανές και φανερό. Στη χάση σε γυρεύω σαν τρελή, στη φέξη σε λατρεύω πιο πολύ. Είπα, και κατέβηκα απ’ τη σκάλα, σαν ηρωίδα του σαιξπηρικού midnight summer, ακολουθούμενη από τον «τοίχο» που τόση ώρα του μιλούσα και τα ξωτικά, ξωτικό κι εγώ.
Ύστερα, πάω κάτω να δω αν ανάμεσα στα τριφύλλια που καλύπτουν το χώμα της πίσω αυλής υπάρχει κανένα τετράφυλλο. Μπα! Δεν νομίζω, αν και δεν τα έχω εξετάσει όλα λεπτομερώς. Με ανταμείβει όμως η αρμπαρόριζα και ο δυόσμος που με το λεπτό άρωμά τους γεμίζουν την απόσταση του ουρανού από τη γη, ενώ με γραπώνουν βίαια οι τριανταφυλλιές και η μπουκαμβίλια με τα αγκάθια τους. Κάρφωσε, αγκάθι, κάρφωσε βαθιά, είπε το δέντρο στο αηδόνι, και κείνο καρφώνει και ματώνει και βάφεται κόκκινο σαν το αίμα του. Έτσι οι κόκκινες χαρακιές κάθε γυμνού του φτωχικού μου σαρκίου μπορούν να μαρτυρήσουν τη λύση «της συνεχείας του δέρματος» διά της μεθόδου του αγκαθωτού βελονισμού και ότι είμαι ζωντανή ακόμα. Μια γρατσουνιά εδώ, μια εκεί, μια στο μπράτσο, μια στην πλάτη∙ καμιά στο γόνατο, δεν είμαι παιδί πια, κουρεμένο κεφάλι δεν έχω, όμως μαλλιά πολλά ακούρευτα και όνειρα έχω. Ακόμα. «Και σ’ ονειρεύομαι!». Όταν χαζεύω, το έχω το ελάττωμα, βλέπω και τα αόρατα. Βλέπω, βλέπω πιο πολλά κι απ’ τον φίλο μου τον Γιώργο Βέη που βλέπει Παντού τα Πάντα. Ο Θεός έπλασε τον κόσμο σε έξι ημέρες, ο Ιούλιος Βερν έκανε το γύρο του σε ογδόντα ημέρες και ο Βέης σε εξήντα χρόνια... Τι είδε ο ένας και τι ο άλλος, άλλο πράμα. Ο Βερν πήγε και πάνω στον ουρανό και κάτω από τη θάλασσα, χιλιάδες λεύγες. Ο Βέης πήγε στο πάνω ημισφαίριο και στο κάτω, χιλιάδες χιλιόμετρα στη γη και στη σκέψη, στις σελίδες όλων των βιβλίων. Διάβασε τα ορατά και τα αόρατα, μηνύματα και σήματα. Με πονήρεψε κι άρχισα να κοιτάζω στα τζάμια τις σταγόνες της βροχής (του Ελύτη), το νερό στις πλάκες (του Σεφέρη), τον Εμπειρίκο στον Πόρο (του Σαχτούρη), στην Ιερά Οδό την αρκούδα και τον γύφτο (του Σικελιανού), στους τοίχους τους λεκέδες (δικό του), κι ακόμα τις βεντάλιες των γιαπωνέζων, τη σημειολογία του ντυσίματος της γκέισας, το πέταγμα των πουλιών, τα λουλούδια στους κήπους και τους κορμοράνους στους βράχους. Από τον Κέρκη ακούω τις ψυχές σαν πευκοβελόνες που κατεβαίνουν... Δικαίωμά του να μην πιστεύει όποιος δεν πιστεύει, αλλά εμείς πιστεύουμε ό,τι θέλουμε, το βλέπουμε και το κηπεύουμε και το ιστορούμε, το αόρατο. Έτσι λέει ο ποιητής. Όλα αυτά, ορατά και αόρατα, βέβαια, ο άνθρωπος, με την τόση ανάπτυξη της τεχνολογίας, μπορεί να τα καταστρέψει σε έξι ώρες ή έξι λεπτά. Ωραίο και ερωτικό το «έξι», «κοντεύει έξι, ας πούμε αυτή τη λέξη, που ‘χει στα χείλη μπλέξει και δεν τολμάει να βγει...» ή «η χαρά μου για να παίξει/ διάλεξε κοπέλες έξι /Καθεμιά κι από μια λέξη/ να τη λέει ώσπου να φέξει».
Επιστρέφω στη μικρή μου αυλή και στα μπιρμπιλόνια της πασχαλιάς μου που κατρακυλούν σαν μεγάλα φουσκωμένα ρεβίθια. Ανοίγω το λάστιχο με το νερό και τα κυνηγάω μια από δω μια από κει, όπως με κατευθύνουν οι ελικοειδείς χαραματιές στις πλάκες, σαν να χορεύω το βαλς του Σοστακόβιτς. Εγώ, μ’ εκείνη την τουαλέτα τη λευκή, τη μακριά, τη φαρδιά, την πλατιά και μεγάλη, στο χέρι μου το λάστιχο και στην αγκαλιά μου το φεγγάρι. Κι εκείνα κατρακυλώντας πέφτουν στη ρίζα του δέντρου κι εκεί τέλος! Έτσι κατρακυλούν τα καλοκαίρια μου και ωσάν πυρός σταλάγματα/πέφτουσιν εις την θάλασσαν/των αιώνων, και χάνονται/ διά πάντα η ώραι. Έτσι και οι ελπίδες μου χάνονται ως λεπτόν βόλι εις άπειρον βάθος πελάγου, λέει ο Κάλβος. Πόσες άραγε είναι «η ώραι» μου που έχουν χαθεί και πόσα «τα βόλια» μου που έχουν βουλιάξει; Πόσα τα μπιρμπιλόνια που κατρακυλούν από το δέντρο; Πόσα φύλλα, Όμηρε, φύει η πολυάνθεμος ώρη και ποια η γενιά μου; Απάντηση καμιά. Σημασία δεν μου δίνει, απλώς σήμανε και με κατέγραψε στη γενεή των φύλλων. Φύλλο κι εγώ, γυναίκα τοπίο, γυναίκα πρόσωπο, γυναίκα βιβλίο, διαβασμένο, αδιάβαστο, δύσκολο, αντιφατικό, σταθερό, ευμετάβλητο, πεισματικό, ακούραστο μέσα στην αλλαγή, κυκλοθυμικό, που ανεβαίνει ή κατεβαίνει το δρόμο, ασθμαίνοντας αλλά και χοροπηδώντας, παίζοντας και σπουδάζοντας, επιθυμώντας, ελπίζοντας, αφαιρώντας του θανάτου ό,τι μπορεί, συνεχίζω τον αγώνα τον δίκαιο.
Η φωτογραφία πιστή στο χρόνο της. Ακίνητοι και οι δυο τους, σοβαροί και τόσο νέοι, κοιτάζουν το άγνωστο, κοιτάζουν εμένα που δεν είχα γεννηθεί ακόμα. Πώς απομένουν οστά γεγυμνωμένα αυτές οι φρέσκες ροδαλές σάρκες; Τώρα αόρατοι κι οι δυο τους, σαν αραιό νεφέλωμα τριγυρνούν, σαν απαλό αεράκι πνέουν. Αναζητώ στο βλέμμα τους τη συγκατάθεση για κάθε μου παρέμβαση στο έργο το δικό τους. Αυτό το σπίτι δεν είναι δικό μου. Αυτό το σπίτι είναι δικό τους. Το κληρονόμησα, θα το αφήσω στο παιδί μου κι εκείνο στα δικά του. Ο πατέρας μου όμως το αγόρασε για κείνον και τη μητέρα μου αρχικά, για μένα έπειτα και πάει λέγοντας. Σνομπάριζα παλαιότερα, καθυστερούσα στα νησιά. Με συγχωρώ! Ου γαρ ᾔδη τι εποίουν. Μες στο σώμα η φύση κατοικεί κι από κει εκδικείται.
Εδώ στο χωριό, στην εξοχή, η καμπάνα χτυπά συχνά, πένθιμα και δυνατά. Βάφει τον ουρανό με λουλάκι. Ένας ένας οι παλιοί φεύγουν. Μένουν άδεια τα σπίτια. Όλο και πιο πολλά παράθυρα κλειστά στη γειτονιά. Τόσο που λες και θα μείνω μόνη μου∙ εγώ, τα άστρα, ψηλά, και το φεγγαράκι μου. Αυτό, τουλάχιστον, ελπίζω ότι δεν θα σβήσει. «Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι θα ’ταν όλα αληθινά». Εγώ σε πιστεύω, «αστέρι μου, φεγγάρι μου, της Άνοιξης κλωνάρι μου, κοντά σου θα ’ρθω πάλι, κοντά σου θα ’ρθω μιαν αυγή, για να σου πάρω ένα φιλί και να με πάρεις πάλι».
Φεγγάρι στο τρίστρατο, η Εκάτη εκεί. Σε πόσα έτη φωτός θα λάβω απάντηση στα ερωτήματα που θέτω στον ουρανό. Άγνωστο. Πού θα είμαι όταν θα έρθει εδώ σ’ αυτή την αυλή το φως; Άγνωστο. Πόσα καλοκαίρια έχω ακόμα να ζήσω, να κολυμπήσω, να φιλολογήσω; Άγνωστο. Και δεν διάβασα ακόμα όλα τα βιβλία∙ κι ο Μαλαρμέ που τα διάβασε ανικανοποίητος δογμάτισε: «La chair est triste, hélas, et j’ ai lu tous les livres». Και τι θα είχα καταλάβει, αν, ακόμα και σαν τον Φάουστ (!), γινόμουνα; Εσπούδασα φιλολογία, όχι νομική, όχι γιατρική, όμως ποίηση και φιλοσοφία με πίστη και μ’ επιμονή... Και πολύ αργά κατάλαβα πως όσο εγώ πλησίαζα τόσο αυτή απομακρυνόταν. Δεν ήθελα δα να κατακτήσω το Έβερεστ με τον Χίλαρι, άλλωστε με τραβούσε η θάλασσα σαν τον μαγνήτη. Όμως έπρεπε να γίνω μπιρμπιλόνι για να το μάθω. Πώς αλλιώς; Η αλήθεια έναντι θανάτου δίνεται. Α! Ζωή τρελή που είσαι, α! Ζωή και είσαι πάντα ωραία και ανήσυχη και απρόσμενη και τρι και τρι και τι γλυκιά και τι πικρή και δωρεά άπαξ, δεύτερη ζωή δεν έχει, το είπε ο ποιητής και είναι τόσο λίγο αυτό που έχει απομείνει.
Εν τω μεταξύ, στο ραδιόφωνο ακούω Μπετόβεν που πέθανε στα 1827, ενώ τα τζιτζίκια στην αυλή συνεχίζουν το τραγούδι τους: Ζει, ζει, ζει, ζει, ζει, ζει, ζει, ζει!
πηγή : diastixo.gr