Από τη λογοτεχνία για παιδιά στο βιβλίο για παιδιά του Μάνου Κοντολέων
Η προσπάθεια που πριν από μερικά χρόνια είχε ξεκινήσει και σκόπευε να εδραιώσει στην καθημερινότητα των παιδιών την παρουσία του λογοτεχνικού βιβλίου, έχει μια ενδιαφέρουσα πορεία από τότε μέχρι σήμερα.
Η έννοια της φιλαναγνωσίας εξαπλώθηκε στους εκπαιδευτικούς μέσα από λίγο ή πολύ μεμονωμένες παρεμβάσεις συγγραφέων ή θεωρητικών και πανεπιστημιακών και στη συνέχεια βρήκε δομή προγράμματος υπό την καθοδήγηση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Αλλά όταν αυτό εξαναγκάστηκε σε συρρίκνωση και εξαφάνιση, διάφοροι φορείς (δήμοι, σύλλογοι γονέων, δάσκαλοι, βιβλιοπώλες, αλλά και εκδότες) ανέλαβαν να συνεχίσουν αυτά τα προγράμματα.
Οι νέοι τρόποι υλοποίησης προγραμμάτων φιλαναγνωσίας ποικίλλουν – κάποιοι από αυτούς στοχεύουν στη δημιουργία μιας «συναισθηματικής» σχέσης του παιδιού με τη λογοτεχνία, περισσότεροι πάντως προσπαθούν να κερδίσουν το ενδιαφέρον των παιδιών με τη διοργάνωση διάφορων διαγωνιστικών δραστηριοτήτων, μερικοί –άλλωστε– δεν κρύβουν και τη διάθεσή τους να τονώσουν και το κίνητρο ενός καθ’ όλα νόμιμου εμπορικού κέρδους.
Λογικό όλα τούτα να συνυπάρχουν, καθώς αυτά τα προγράμματα δεν γίνονται κάτω από την πολλαπλή κάλυψη ενός κρατικού φορέα, αλλά υλοποιούνται με τη συνεργασία τόσων ειδικοτήτων.
Εκείνο ίσως που δεν είχε προβλεφθεί από τους διοργανωτές όλων αυτών των βιβλιοδρομιών ή βιβλιομαραθωνίων (με τέτοια ονόματα συνήθως χαρακτηρίζονται τα προγράμματα φιλαναγνωσίας) ήταν πως η προσπάθεια τόνωσης της αγάπης ενός παιδιού προς το βιβλίο θα οδηγούσε τελικά στη μετατροπή της λογοτεχνίας για παιδιά σε βιβλίο για παιδιά.
Ποια διαφορά υπονοούν οι δυο αυτοί χαρακτηρισμοί;
Η λογοτεχνία για παιδιά (ως μια μορφή ελεύθερης καλλιτεχνικής έκφρασης) όχι μόνο διατηρεί το δικαίωμα να εκφράζεται κάθε φορά με κανόνες εντελώς υποκειμενικής συγγραφικής σύλληψης, αλλά και επιζητά τη διάδοσή της όχι τόσο ποσοτικά όσο ποιοτικά. Η λογοτεχνία για παιδιά θέλει αναγνώστες και όχι καταναλωτές.
Το βιβλίο για παιδιά (με αυτό τον χαρακτηρισμό προσπαθώ να διακρίνω τις διαφορές ανάμεσα στην ελεύθερη συγγραφική σύλληψη και στην αντίστοιχη προγραμματική συγγραφή) έχει την άποψη πως για να αναπτυχθεί η φιλαναγνωσία δεν είναι τόσο αναγκαία η υποκειμενικότητα της σύνθεσης, όσο είναι η στοχευμένη κυρίως σε ένα θέμα αφήγηση. Και παράλληλα θέτει και την αναγκαιότητα των ολιγοσέλιδων ιστοριών – για να διαβάσει ένα παιδί όσο περισσότερα βιβλία γίνεται, πρέπει αυτά να διαβάζονται και γρήγορα. Άρα να είναι γραμμένα με τρόπο λίγο πολύ επιφανειακό και να μην κουράζουν με το πλήθος των σελίδων τους.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η κυκλοφορία των τίτλων που θέλουν (αρέσκονται, μάλλον) να θεωρούν πως ανήκουν στον χώρο της λογοτεχνίας αυξάνεται. Και η αύξησή τους ασφαλώς και λύνει πολλά προβλήματα σε όσους ζούνε από τον κύκλο έκδοσης και πώλησης βιβλίων για παιδιά.
Μα έτσι έχουμε οδηγηθεί σε αυτό που λίγο πιο πάνω σημείωσα – στη σταδιακή μετατροπή της λογοτεχνίας για παιδιά σε βιβλίο για παιδιά.
Βέβαια –ας τονισθεί και αυτό– ασφαλώς και συνεχίζουν να εκδίδονται από μεγάλους όσο και μικρότερους εκδοτικούς οίκους λογοτεχνικά βιβλία για παιδιά που πολύ απέχουν από προγραμματικές συγγραφικές τεχνικές υλοποίησης. Αλλά η ανεξέλεγκτα, πλέον, δημιουργούμενη πίεση που και οι εκδότες και οι βιβλιοπώλες και κατ΄ ανάγκη και οι ίδιοι οι συγγραφείς υφίστανται ολοένα και περισσότερο οδηγεί στο να συναντάμε στα ράφια των βιβλιοπωλείων και στους καταλόγους των εκδοτών τίτλους βιβλίων για παιδιά με μονοθεματικό χαρακτήρα και άρα με διάθεση να εξυπηρετήσουν έναν νεοδιδακτισμό και όχι μια νέα λογοτεχνική φόρμα.
Οι παραπάνω σκέψεις αποτελούν μια πρώτη και αρκούντως συνοπτική έκφραση προβληματισμών (όχι μόνο δικών μου) πάνω στα όσα σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνουν τα περιεχόμενα και τις φόρμες των βιβλίων που απευθύνονται στα παιδιά των πρώτων χρόνων του 21ου αιώνα.
Μου δόθηκε η ευκαιρία να τις καταγράψω με αφορμή το βιβλίο Χάθηκε η μπάλα της Ελένης Γεωργοστάθη (εκδόσεις Ψυχογιός) με εικονογράφηση τηςΛέλας Στρούτση.
Και σπεύδω αμέσως να δηλώσω πως αυτό το μάλλον ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα (90 περίπου είναι οι σελίδες του) καταφέρνει να διεκδικήσει μια θέση σε έναν διαγωνισμό βιβλιοδρομίας ή βιβλιομαραθωνίου, αλλά και να διατηρεί τη λογοτεχνική του ταυτότητα.
Ένα μυθιστόρημα που έχει γραφτεί και στη συνέχεια εκδίδεται με στόχο να διαβαστεί με ενδιαφέρον από παιδιά των τελευταίων τάξεων του δημοτικού θα πρέπει –σαφώς– να έχει ήρωες παρόμοιας ηλικίας με τους μελλοντικούς του αναγνώστες και να έχει υλοποιηθεί με τη βοήθεια μιας γλώσσας απλής και πολύ κοντά στον τρόπο έκφρασης και σκέψης παιδιών αυτής πάνω κάτω της ηλικίας.
Αλλά αν θέλει μαζί με το ενδιαφέρον της πλοκής να προσφέρει και μια ουσιαστικότερη ανάγνωση της κοινωνίας μέσα στην οποία τα παιδιά μας σήμερα ζούνε και διαμορφώνουν το μέλλον τους, θα πρέπει με τρόπο αυθόρμητο και αβίαστο δίπλα στη δράση να φωτίζει το δράμα, δίπλα στο χιούμορ να τοποθετεί προβληματισμούς. Και βέβαια να ξεφεύγει από μια μονοθεματική θέαση του κόσμου μέσα στον οποίο ο μικρός πρωταγωνιστής βιώνει όλα όσα ζει και ο αναγνώστης του – αυτός σίγουρα κάτω από συνθήκες πολυδιάστατες και σύνθετες.
Το μυθιστόρημα αντιγράφει τη ζωή, ενώ αυτή αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά της μέσα από εκείνο.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο η αφήγηση διατηρεί τον αυθορμητισμό του νεαρού ήρωα (αγόρι της Ε’ Δημοτικού) και στηρίζεται πάνω σε καθημερινά γεγονότα, παρόμοια με αυτά που σε πολλές πλέον ελληνικές οικογένειες συμβαίνουν.
Η ανεργία του γονιού, αν και είναι ένα από τα βασικά στοιχεία ανάπτυξης της πλοκής, δεν δραματοποιείται με μεγάλα λόγια, αλλά αφήνεται να επηρεάσει τη συμπεριφορά των ενηλίκων χωρίς ακρότητες. Η αγριότητα στις σχέσεις των παιδιών, όπως και οι πρώτες αισθηματικές τους ανησυχίες, αλλά και οι προτάσεις υποστήριξης της ισότητας των φύλων, κυκλοφορούν αβίαστα μέσα στις σελίδες και το αποδεκτά αίσιο τέλος ικανοποιεί τον αναγνώστη χωρίς πάντως και να τον αποκοιμίζει.
Με δυο λόγια – μπορώ να υποστηρίξω πως το συγκεκριμένο βιβλίο καταφέρνει να παραμείνει στον χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά, ενώ παράλληλα μπορεί και να χρησιμοποιηθεί από όσους επιθυμούν να «τρέχουν» προγράμματα φιλαναγνωσίας βασισμένα σε κείμενα ευκολοδιάβαστα, μα όχι και κατ’ ανάγκη μονοθεματικά και επίπεδα.
πηγή : diastixo.gr