Αννίτα Π. Παναρέτου: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα
Η Αννίτα Π. Παναρέτου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο ΕΚΠΑ Αγγλική και στη συνέχεια Ελληνική Φιλολογία. Έλαβε το διδακτορικό της δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Στις δημοσιεύσεις της περιλαμβάνονται επτά βιβλία που αφορούν την έρευνα και τη μελέτη θεμάτων και προσώπων της ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας, και ιδιαίτερα την ταξιδιωτική πεζογραφία, η οποία αποτέλεσε για σειρά ετών το επιστημονικό της αντικείμενο. Η παρουσία της στη λογοτεχνία περιλαμβάνει δύο ιστορικά μυθιστορήματα, ένα παιδικό αφήγημα και μια μαρτυρία. Έχει επίσης ασχοληθεί με μεταφράσεις λογοτεχνικών και ιστορικών έργων.
«Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου…», το νέο σας βιβλίο, μια ιστορική έρευνα σε βάθος χρόνου για ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα. Θέλετε να μας δώσετε κάποια στοιχεία;
Το βιβλίο αφορά μια εν πολλοίς άγνωστη πτυχή της Ιστορίας μας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σχετική με τους Έλληνες ομήρους και αιχμαλώτους που μεταφέρθηκαν βίαια σε στρατόπεδα και φυλακές του Τρίτου Ράιχ και της φασιστικής Ιταλίας. Επρόκειτο για πολίτες και των δύο φύλων, στρατιωτικούς και των τριών όπλων, ακόμα και κληρικούς. Στα στρατόπεδα της φασιστικής Ιταλίας εστάλησαν αξιωματικοί και οπλίτες που συνελήφθησαν στο αλβανικό μέτωπο, καθώς και αξιωματικοί και πολίτες που συνελήφθησαν μετά τον πόλεμο, στην ιταλοκρατούμενη ζώνη της κατεχόμενης Ελλάδας. Σε ναζιστικά στρατόπεδα και φυλακές στη Γερμανία, την Αυστρία, τη Σερβία,την Πολωνία, την Τσεχία εστάλη η πλειονότητα των ομήρων. Είχαν συλληφθεί λόγω της αντιστασιακής δράσης ή των αριστερών φρονημάτων τους είτε, συνηθέστατα, χωρίς αιτία, σε μπλόκα, προκειμένου να τροφοδοτήσουν (μαζί με εκατομμύρια ανθρώπους απ’ όλη την κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη) με εργατικά χέρια το Τρίτο Ράιχ, για να συνεχιστεί ο «μέχρις εσχάτων αγώνας» του. Η περίπτωσή τους διαφέρει σημαντικά από αυτήν των Εβραίων συμπατριωτών μας, οι οποίοι δεν υπήρξαν ούτε αιχμάλωτοι ούτε όμηροι, αλλά θύματα μιας ασύλληπτης οργανωμένης γενοκτονίας, και προορίζονταν για τα στρατόπεδα εξόντωσης, στα οποία στέλνονταν κατά οικογένειες και κατά κοινότητες. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που κατόρθωσαν να επιστρέψουν. Οι μη Εβραίοι Έλληνες προορίζονταν για στρατόπεδα εργασίας και οι απώλειές τους, που οφείλονταν στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, δεν πρέπει να υπήρξαν μεγαλύτερες του 15%-20% του αριθμού τους – αυτός ο αριθμός δεν θα γίνει ποτέ γνωστός και υπολογίζεται μεταξύ 15.000 και 45.000 ατόμων. Μετά την απελευθέρωση από τους Συμμάχους και τη λήξη του πολέμου στην Ευρώπη τον Μάιο του 1945, άρχισε η οδύσσεια της επιστροφής τους, με πολύμηνες περιπλανήσεις σε μια χαοτική Ευρώπη. Όταν έφτασαν στην Ελλάδα, πολλοί αντιμετωπίστηκαν από το κράτος με καχυποψία, λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων.
Ποιο ήταν το δικό σας κίνητρο για να κάνετε μια τόσο εκτεταμένη έρευνα σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα;
Το κίνητρο μου το έδωσε η αφορμή. Και αφορμή για την ενασχόλησή μου με το συγκεκριμένο θέμα στάθηκε ένα βιβλίο του 1948 που έπεσε συμπτωματικά στα χέρια μου: Κωνσταντίνου Μπακόπουλου, Η ομηρία των πέντε αντιστρατήγων. Η ζωή των ‒ στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ο τίτλος του μου κίνησε την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Η ανάγνωσή του υπήρξε αποκαλυπτική. Έκτοτε άρχισα να αναζητώ βιβλία με ανάλογη θεματολογία. Πολύ σύντομα αποφάσισα να ασχοληθώ συστηματικά.
Πόσος χρόνος χρειάστηκε για τη συλλογή και την επεξεργασία του απαραίτητου υλικού για τη συγγραφή του βιβλίου σας;
Χρειάστηκαν επτά χρόνια. Όσο κι αν νιώθω ανακούφιση που το βιβλίο ολοκληρώθηκε, νομίζω ότι και άλλα τόσα χρόνια αν χρειάζονταν, πάλι θα τα αφιέρωνα: Αφενός επειδή, από ένα σημείο και μετά, η εργασία αυτή αποτέλεσε για μένα ηθικό χρέος, αφετέρου επειδή με την πρόοδο της έρευνας το υλικό παρέμενε πάντα το ίδιο αποκαλυπτικό. Η συλλογή του υπήρξε γοητευτικά περιπετειώδης, καθώς οι εκτενείς γραπτές μαρτυρίες, που κατά κύριο λόγο το αποτελούν, άρχισαν να δημοσιεύονται ήδη από το 1945 και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να έρχονται στο φως. Μερικές ήταν εύκολα προσβάσιμες, πολλές όμως ήταν δυσεύρετες λόγω παλαιότητας, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι εκδόθηκαν ιδιωτικά, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Άλλων ο εντοπισμός υπήρξε δυσχερής, επειδή οι τίτλοι τους ήταν παραπλανητικοί και καθόλου ενδεικτικοί του περιεχομένου τους. Βιβλιοθήκες και παλαιοβιβλιοπωλεία συνέδραμαν στο «κυνήγι του θησαυρού», ενώ αποφασιστική ήταν και η συνδρομή συγγενών των ομήρων και αιχμαλώτων, που πρόθυμα μου προσέφεραν κείμενα, έγγραφα και προφορικές πληροφορίες. Πολλά σημαντικότατα στοιχεία αποκόμισα από την έρευνά μου στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών και στον ελληνικό Τύπο του 1945.
75 χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι αρκετός χρόνος για την απόσταση που οφείλει ο ιστορικός και ο συγγραφέας να έχουν από τα γεγονότα που καταγράφουν;
Πιστεύω ότι, από τη στιγμή που θα έχει έρθει στο φως μεγάλος όγκος στοιχείων από ποικίλες πηγές, τα 75 χρόνια είναι αρκετά για την παράθεση των γεγονότων. Κατ’ επέκταση, είναι επίσης αρκετά για την ερμηνεία και την εξαγωγή συμπερασμάτων (όπου όμως συχνά εμπλέκονται και η προσωπική οπτική, πρόσληψη και εκτίμηση, δηλαδή το υποκειμενικό στοιχείο). Στην περίπτωση των Ελλήνων ομήρων και αιχμαλώτων, 9.500 σελίδες προσωπικών βιωμάτων μπορούν να συνθέσουν μια αξιόπιστη εικόνα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι μαρτυρίες τεκμηριώνουν οι μεν τις δε, επιβεβαιώνοντας παράλληλα την ήδη καταγεγραμμένη Ιστορία της συγκεκριμένης περιόδου – και αντίστροφα: η Ιστορία επιβεβαιώνει τις μαρτυρίες.
Αφενός επειδή, από ένα σημείο και μετά, η εργασία αυτή αποτέλεσε για μένα ηθικό χρέος, αφετέρου επειδή με την πρόοδο της έρευνας το υλικό παρέμενε πάντα το ίδιο αποκαλυπτικό.
Η χαοτική Ευρώπη του τότε και η Ευρώπη του σήμερα. Ποιος κίνδυνος ελλοχεύει στη σημερινή ιστορική συγκυρία;
Τη χαοτική πραγματικότητα του τότε συνιστούσαν οι βιβλικές καταστροφές και οι τεράστιες ανθρώπινες ροές κάθε εθνικότητας που μετακινούνταν ανά την Ευρώπη, από και προς αντίθετες κατευθύνσεις, προσπαθώντας, σε κατάσταση πανικού, να αποφύγουν κινδύνους για τη ζωή, την ασφάλεια και την περιουσία τους. Δεν υπάρχει –ευτυχώς– καμιά σχέση του τότε με το τώρα. Ναι μεν οι σύγχρονες μεταναστευτικές/προσφυγικές ροές αποτελούν ένα μείζον ευρωπαϊκό ζήτημα, αλλά η Ευρώπη δεν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση (και, όσο και αν τελικά η ίδια η Ιστορία αποδεικνύει ότι δεν μαθαίνουμε πάντα από τα διδάγματά της, ωστόσο η εμπειρία των δύο Παγκοσμίων Πολέμων έχει παγιώσει την επίγνωση, την εγρήγορση και την υπευθυνότητα σε μεγάλο μέρος του σύγχρονου κόσμου). Επιπλέον, παρά τις ανισορροπίες και τις διαφωνίες –δεν είναι δυνατόν να σταματήσουν να υπάρχουν εθνικά συμφέροντα–, παρά και τα ενίοτε καθυστερημένα αντανακλαστικά της, η ενωμένη Ευρώπη είναι αρκούντως ενωμένη, ώστε να αντιμετωπίσει συγκυρίες που μπορεί να υποκρύπτουν κινδύνους.
Ποιο κομμάτι της ιστορικής αλήθειας, που ενδεχομένως ήταν ασαφές, αποκαθίσταται στο βιβλίο σας;
Το βιβλίο μου φωτίζει, πιστεύω ικανοποιητικά και συνολικότερα, ένα ιστορικό κεφάλαιο με βαθύτατη ανθρώπινη χροιά, που ως τώρα έχει τύχει αποσπασματικής και ελλειμματικής προσέγγισης.
Τα σχολικά και ακαδημαϊκά εγχειρίδια θεωρείτε ότι αποδίδουν με επάρκεια την ιστορική αλήθεια;
Τα ακαδημαϊκά εγχειρίδια, ναι. Και, σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός και η πολυφωνία τους διασφαλίζουν τόσο την επάρκεια όσο και την εγκυρότητα της γνώσης που προσφέρουν. Τα σχολικά εγχειρίδια εκ των πραγμάτων «επιβάλλονται» και δεν προσφέρουν στους μαθητές δυνατότητα επιλογής. Δεν έχω δει πρόσφατα σχολικά εγχειρίδια. Προ δεκαετίας πάντως απέδιδαν μεν (με κάποιες εξαιρέσεις) την ιστορική αλήθεια, αλλά την απέδιδαν με τρόπο ανισοβαρή και σίγουρα όχι ελκυστικό.
Ποια αξία θεωρείτε αδιαπραγμάτευτη;
Την ελευθερία, όταν συμβαδίζει με τον σεβασμό όσων υπάρχουν πέρα από το «εγώ».
Σε ποιες περιπτώσεις είναι αναγκαίο να συμπληρώσουμε τη μνήμη;
Όταν αυτό το συμπλήρωμα μπορεί να ευρύνει την οπτική μας, να ενεργοποιήσει τη σκέψη και την κρίση μας, αλλά και να μιλήσει βαθύτερα μέσα μας.
«Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου…»
Έλληνες όμηροι και αιχμάλωτοι σε ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα και φυλακές 1941-1945
Αννίτα Π. Παναρέτου
Εκδόσεις Παπαδόπουλος
496 σελ.
ISBN 978-960-484-560-6
Τιμή €24,99
πηγή : diastixo.gr