Άννα Γκέρτσου-Σαρρή: «Το κόκκινο της Ανατολής»

2017-07-11 16:38
 

Με το Κόκκινο της Ανατολής η αείμνηστη Άννα Γκέρτσου-Σαρρή μάς μεταφέρει στα 1798, δύο αιώνες και δύο δεκαετίες πίσω, στο παρελθόν. Στα μαύρα χρόνια που η πατρίδα μας δεν υπήρχε στον γεωγραφικό χάρτη, σε μια εποχή που η Τουρκοκρατία ήταν πια παγιωμένη κατάσταση και η σκιά της, αν και διάτρητη, ήταν απλωμένη πάνω από τον τόπο μας. Στην Ευρώπη, όπως και οι ξένοι περιηγητές, δεν μιλούνε για Ελλάδα, αλλά για «τα μέρη της Ανατολής». Μέσα σ’ εκείνη τη γενικόλογη γεωπολιτική παρα-πληροφόρηση, ένα μικρό γεωγραφικό μέρος της ήταν και η άλλοτε ποτέ Ελλάδα των φώτων και του πανάρχαιου πολιτισμού.

Ο τίτλος του μυθιστορήματος, Το κόκκινο της Ανατολής, μου θύμισε τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και «τα μέρη της Ανατολής». Ο μεγάλος Δανός παραμυθάς, στο βιβλίο των περιηγήσεών του, όταν αναφέρεται στην Ελλάδα, μιλάει για μια τουρκοκρατούμενη περιοχή «στα μέρη της Ανατολής», δηλαδή στην Τουρκία, παρουσιάζει μια εξαθλιωμένη χώρα και περιγράφει τη μικρή Αθήνα σαν μια μικρή πόλη βυθισμένη στη λάσπη, ηθική και πραγματική, και για μια ύπαιθρο επικίνδυνη εξαιτίας της φτώχειας και των ληστών που παραφύλαγαν στα περάσματα των ανίδεων ξένων περιηγητών και όχι μόνο.

Να γιατί η συγγραφέας τιτλοφορεί το βιβλίο της Το κόκκινο της Ανατολής αντί «Το κόκκινο των Αμπελακίων» ή της «Ελλάδας». Για ποια Ελλάδα να μιλούσαν τότε οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι, αφού την είχαν ξεγράψει;

Ωστόσο, η ζωή και η μοίρα της Ελλάδας δεν την είχαν ξεχάσει ούτε την είχαν εγκαταλείψει. Εδώ κι εκεί, σε απόκρυφα και δύσβατα μέρη όπου η παρουσία του κατακτητή ήταν σπάνια ως ανύπαρκτη, όσο περνούσαν τα χρόνια και ξυπνούσαν συνειδήσεις από τον λήθαργο που είχε βυθίσει το Έθνος η μακροχρόνια οθωμανική κυριαρχία, από τα τέλη του 18ου αιώνα κυρίως, εποχή του Ελληνικού Διαφωτισμού, και μετά, κάποιοι Έλληνες άρχισαν να δραστηριοποιούνται και να δημιουργούν μικρές επιχειρήσεις, βιοτεχνίες και οικοτεχνίες εκμεταλλευόμενοι τις πρώτες ύλες που τους παρείχε ο τόπος τους

Τότε, στα Αμπελάκια, έναν ορεινό παραδοσιακό οικισμό με αναπαλαιωμένα σήμερα αρχοντικά της εποχής της ακμής, σκαρφαλωμένο στις βορειοδυτικές πλαγιές της Όσας, οι κάτοικοι ανακάλυψαν το «κόκκινο», την «κοκκιναδική», μια φυτική «μπογιά» για τη βαφή των νημάτων. Πρόκειται για βαφή που έδινε στα νήματα ένα λαμπερό κόκκινο ανεξίτηλο χρώμα που τα καθιστούσε περιζήτητα στο εξωτερικό. Έτσι η ορεινή πόλη, το «Μικρό Παρίσι», όπως αποκαλούσαν τότε τα Αμπελάκια, γνώρισε πολύ μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και ακμή χάρη στην επεξεργασία και τη βαφή νημάτων με κόκκινο χρώμα που έβγαζαν από την επεξεργασία της ρίζας ενός φυτού, της ρουβίας της βαφικής (κοινώς ριζάρι).

Χωμένα στο δασωμένο βουνό, όπου το μάτι και το πόδι του κατακτητή δεν έφτανε, τα Αμπελάκια τον καιρό της Τουρκοκρατίας είχαν κάποια προνόμια και δεν κατοικούνταν από Τούρκους. Έτσι, οι Αμπελακιώτες μπόρεσαν μόνο για το δικό τους συμφέρον να καλλιεργούν τα χωράφια τους και να ασκούν τις βιοτεχνικές δραστηριότητές τους, όπως την υφαντουργία, τη μεταξουργία, τη νηματοβαφή, την αμπελοκαλλιέργεια. Ήταν υποχρεωμένοι μόνο να πληρώνουν τον φόρο υποτέλειας και ήταν εντελώς ελεύθεροι να αυτοδιοικούνται.

Έχοντας μελετήσει τα σχετικά με τις δραστηριότητες των Αμπελακιωτών και τον περίφημο Συνεταιρισμό τους, μέσω των ηρώων της, μερικοί από τους οποίους ήταν πραγματικοί παράγοντες του τόπου, κατάφερε με επαγωγικό τρόπο και θαυμάσιο ελληνικό λόγο […] να στήσει μια «ζωντανή» πόλη και να οργανώσει μια κοινωνία ανθρώπων στις πραγματικές τους διαστάσεις.

Με τον καιρό και καθώς αναπτυσσόταν το εμπόριο με τα περίφημα κόκκινα νήματα, όσοι επεξεργάζονταν και εμπορεύονταν κόκκινα νήματα αποφάσισαν να συνεταιριστούν για να αντιμετωπίσουν τον εξωτερικό ανταγωνισμό. Αρχικά δημιουργήθηκαν μικροί συνεταιρισμοί, αλλά το 1778 ενώθηκαν σε έναν. Ο συνεταιρισμός των Αμπελακίων θεωρείται ο πρώτος συνεταιρισμός παγκοσμίως.

Σε διάστημα 35 περίπου χρόνων (1778-1812) λειτουργίας του συνεταιρισμού τα Αμπελάκια γνώρισαν μεγάλη ακμή και ανάπτυξη. Με την ανακάλυψη της «ανιλίνης», όμως, που είχε τα ίδια αποτελέσματα με την «κοκκιναδική»και κόστιζε λιγότερο, ο συνεταιρισμός διαλύθηκε (1812) και ο οικισμός των Αμπελακίων, «το μικρό Παρίσι», όπως το αποκαλούσαν τον καιρό της ακμής, πήρε τον κατήφορο της παρακμής.

Η Άννα Γκέρτσου-Σαρρή, όπως η ίδια αναφέρει στο προλογικό της σημείωμα, έχοντας μελετήσει τα σχετικά με τις δραστηριότητες των Αμπελακιωτών και τον περίφημο Συνεταιρισμό τους, μέσω των ηρώων της, μερικοί από τους οποίους ήταν πραγματικοί παράγοντες του τόπου, κατάφερε με επαγωγικό τρόπο και θαυμάσιο ελληνικό λόγο, στο σύντομο σχετικά μυθιστόρημά της Το κόκκινο της Ανατολής, να στήσει μια «ζωντανή» πόλη και να οργανώσει μια κοινωνία ανθρώπων στις πραγματικές τους διαστάσεις. Μια κοινωνία, όπου κινούνται και δρουν ήρωες ολοκληρωμένοι, στον ρόλο του καθένας είναι αυθεντικός, με τις αρετές και τις κακίες του. Πέτυχε να δώσει τα χαρακτηριστικά της ορεινής πόλης, όπως είχε εξελιχθεί ώστε να αποκαλείται «Μικρό Παρίσι», με τα πραγματικά της χαρακτηριστικά.

Τον καιρό της ακμής, οι Αμπελακιώτες κρατούσαν το στόμα τους κλειστό, δεν αποκάλυπταν σε κανέναν το μυστικό της ανεξίτηλης βαφής, της «κοκκιναδικής». Όσο κι αν προσπαθούσαν οι Ευρωπαίοι, δεν κατάφερναν να αποσπάσουν λέξη και να λύσουν το μυστήριο. Γράφει σχετικά η Άννα Γκέρτσου-Σαρρή:

«…Κάποιος συγκεκριμένος λόγος πρέπει να υπήρχε. Τα πάντα έχουν μια λογική εξήγηση. Τούτο το άλικο χρώμα που πετύχαιναν οι Αμπελακιώτες δεν ήταν θέμα μεταφυσικής! Τούτο το πορφυρό που αντιστεκόταν στον χρόνο διατηρώντας την αρχική, εκτυφλωτική του λαμπράδα, έκρυβε μια επιστημονική εξήγηση. Αυτήν που καιρό τώρα αναζητούσε» ο Γάλλος που γυρόφερνε τους κιρχανάδες, τα βαφεία κι έπιανε κουβέντα με όποιον λάχαινε να είναι δίπλα του στον καφενέ.

Η εμμονή του περίεργου Φραντζέσκου να μελετάει στη βιβλιοθήκη με τις ώρες, να ρωτάει να μάθει τι κρύβεται πίσω από τις θύρες των βαφείων για να ανακαλύψει το μυστικό της «κοκκιναδικής», το πού οφείλεται το σταθερό, το αμετάβλητο λαμπερό κόκκινο χρώμα των νημάτων που πετυχαίνουν οι Αμπελακιώτες, είναι που έκανε τον Χρόνη, τον νεαρό κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος, να παίζει τον ρόλο ντετέκτιβ και να ακολουθεί κατά πόδας τις κινήσεις του ξένου, όπως και κάθε ντόπιου που τον υποπτεύεται ότι κάτι ύπουλο σκαρώνει, δημιουργώντας συνθήκες αστυνομικού μυθιστορήματος. Ο Χρόνης, μένοντας στις σταθερές του, κρατάει τον ειρμό και δίνει το στίγμα της συναρπαστικής αφήγησης από την αρχή ως το τέλος.

Μέσα σ’ εκείνη την καλοστεκούμενη πόλη που έσφυζε από ζωή και η ευμάρεια ήταν εμφανής, «όνειρο κάθε οικογένειας ήταν να στείλει έναν γιο στο εξωτερικό για σπουδές». Αυτό ήταν και το όνειρο του Χρόνη. Ο φίλος του ο Ίβος ήταν ήδη στην Ευρώπη. Ενώ οι γυναίκες δεν είχαν ρόλο ενεργό έξω από το σπίτι και τις γυναικείες δραστηριότητες, όπως ήταν το γνέσιμο, η υφαντική και άλλες οικιακές απασχολήσεις.

Μιλώντας για τη Φωτεινή, ένα κορίτσι που περίμενε τον Ίβο να γυρίσει και να την παντρευτεί, όταν ρωτούσε τη μάνα της για κάτι σχετικά με τον Ίβο, «ένας φράχτης ψηλός ορθωνόταν μπροστά στο στήθος της και την πλάκωνε. “Αυτά είναι για τους άντρες. Κάτσε στην κόχη σου και γνέθε εσύ” της αποκρινόταν η μάνα της χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από τη ρόκα και το αδράχτι. Αυτό ήταν το ριζικό της. Να γνέθει σαν τη μάνα της, σαν τη μάνα της μάνας της, σαν τη γειτόνισσα απέναντι, δίπλα. “Αυτή είναι η μοίρα μας. Και να φχαριστάς τον Μεγαλοδύναμο, γιατί ’ναι καλύτερη απ’ αλλωνών”».

Η Φωτεινή έβλεπε τις αλλαγές στην κοινωνία, ένιωθε τη ζωή που προχωρούσε και την ακολουθούσε, έστω και νοερά. Ένιωθε πως φύτρωναν στους ώμους της φτερά:

«Ο χρόνος κυλάει μαζί με το ποτάμι μας» έλεγε στη μάνα της σκεφτική. «Μόνο στην κοίτη στέκει το ίδιο νερό».

«Ζεβζεκιές!» την απόπαιρνε η μάνα της, που δεν τα καταλάβαινε όλα τούτα.

«Κι εδώ δε στέκουν οι ίδιοι άνθρωποι. Πεθαίνουν κι έρχονται άλλοι» επέμενε η Φωτεινή.

Οι μεγάλες γυναίκες, «εκείνες οι ψηλόκορμες, λυγερές γυναίκες που οι ανηφοριές του τόπου είχαν σμιλέψει με τον χρόνο την κορμοστασιά τους», δεν καταλάβαιναν από αλλαγές. «Ήταν νοικοκυρεμένες γυναίκες. Δεν ήταν για τα μάτια των ξέων, μ’ όση ευγένεια και να τις χαιρετούσαν».

Η μόνη έξοδος των γυναικών ήταν το κατώφλι του σπιτιού και διέξοδος από την καθημερινότητα ήταν η ψιλοκουβέντα μεταξύ τους σχετικά με όσα συνέβαιναν στην κλειστή κοινωνία της πόλης τους. Λόγο στα κοινωνικά δρώμενα δεν είχαν. Η εικόνα που αναδίνει η λιτή περιγραφή της Άννας Γκέρτσου-Σαρρή μας κάνει να συμπεράνουμε πως η ύπαρξη και η θέση της γυναίκας στην κοινωνία εκείνη ήταν υπολογίσιμη μόνο ως ένα ακόμα εργαλείο επεξεργασίας των πρώτων υλών που τροφοδοτούσαν την παραγωγή:

«Οι γυναίκες έγνεθαν μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού τους. Μέρος κι αυτές της πρόσοψης. Συνέχιζαν με τις ώρες τη μονότονη δουλειά τους, που την ποίκιλλαν κουβεντιάζοντας με τις γειτόνισσες»

Και δεν ήταν μόνο αυτό. Οι προεστοί όχι μόνο δεν άκουσαν τον νεοφερμένο από την Ευρώπη Ίβο που προσπάθησε να τους επιστήσει την προσοχή στις αλλαγές που συνέβαιναν στην Ευρώπη και να τους μυήσει στις καινοτόμες μεθόδους βαφής των νημάτων με την ανιλίνη και χρήση μηχανών για καλύτερα αποτελέσματα, απεναντίας τον θεώρησαν «προδότη» του μυστικού, προς μεγάλη θλίψη και απογοήτευση του Χρόνη που τον είχε ως ίνδαλμα και της Φωτεινής, και φρόντισαν να του… κλείσουν τελεσίδικα το στόμα κόβοντας σε «τυχαίο!» ατύχημα το νήμα της ζωής του. Όχι σπανίως, οι άνθρωποι βρίσκουν τον τρόπο να καταστρέψουν σε μια στιγμή ό,τι χρόνια ολόκληρα προσπάθησαν να δημιουργήσουν.

Το Κόκκινο της Ανατολής, εκτός από χρήσιμο ως ντοκουμέντο εποχής, είναι ένα καλογραμμένο, ευκολοδιάβαστο, συναρπαστικό, ιστορικο/κοινωνικο/αστυνομικό μυθιστόρημα με διαχρονικές προδιαγραφές, που δημιουργεί αντιστάσεις και προκαλεί τον αναγνώστη με τις προοπτικές που ανοίγει, που τέρπει και ωφελεί μικρούς και μεγάλους.

 

Το κόκκινο της Ανατολής
Άννα Γκέρτσου-Σαρρή
Πατάκης
174 σελ.
ISBN 978-960-16-6041-7
Τιμή: €8,70
001 patakis eshop

 

 

πηγή : diastixo.gr