Ανδρέας Μήτσου: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Ανδρέας Μήτσου σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία και Ελληνική Φιλολογία. Είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση και διετέλεσε σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα. Έχει εκδώσει εννέα συλλογές διηγημάτων, πέντε μυθιστορήματα και δύο νουβέλες. Το μυθιστόρημά του Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου (Εκδόσεις Καστανιώτη) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1996 και η συλλογή διηγημάτων Σφήκες (Εκδόσεις Καστανιώτη) με το Βραβείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (Ουράνη) το 2002. Η νουβέλα Ο κύριος Επισκοπάκης (Εκδόσεις Καστανιώτη) απέσπασε το 2007 το Βραβείο Αναγνωστών (ΕΚΕΒΙ-ΕΡΤ). Το 2016 απονεμήθηκε στον Ανδρέα Μήτσου το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια (Εκδόσεις Καστανιώτη). Έργα του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Το τελευταίο του βιβλίο, Ο Ορφέας και ο Ανδρέας (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018) είναι η αφορμή για τη συζήτησή μας.
Ακόμη μια συλλογή διηγημάτων, με τον τίτλο Ο Ορφέας και ο Ανδρέας. Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο;
Ο συγγραφέας μοιάζει με τον τραγουδιστή. Απροσδόκητα ανεβαίνει ένα τραγούδι ως τα χείλη του. Δεν είναι καθόλου απαραίτητο να γνωρίζει τον λόγο. Ίσως τότε, αν το ’χε καλοσκεφθεί, να του έφευγε αυτή η διάθεση. Μιλάμε, γιατί θέλουμε να φτάσουμε την πιο μεστή σιωπή μας. Μπορεί, όμως, και επειδή προσδοκούμε να καταργήσουμε την αφόρητη, την πνιγερή σιωπή μέσα μας. Δεν έχω καταλήξει τι από τα δυο συμβαίνει σε μένα. Ή μήπως είναι και τα δυο μαζί. Μάλλον εξαρτάται από το κάθε άτομο. Εν πάση περιπτώσει, οι αιτίες, αλλά και οι συγκεκριμένες αφορμές, ενυπάρχουν και είναι ίσως εμφανείς σε κάθε διήγημα της συλλογής Ο Ορφέας και ο Ανδρέας.
Είστε διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος. Ποια η διαφορά από τις νουβέλες τις οποίες έχετε γράψει;
Λέμε πάντα την ίδια ιστορία, με διαφορετικούς τρόπους. Διαχειριζόμαστε το ίδιο αξεδιάλυτο μυστικό μας. Ό,τι έχει ενδιαφέρον, το ύφος, ο ρυθμός, η διαύγεια και η ιδιαίτερη, κάθε φορά, γλωσσική διαχείριση της όποιας αφήγησης. Οι ήρωές μας πότε τρέχουν μεγάλες αποστάσεις, καθώς τους κυνηγούν χίλιοι δαίμονοι και τριβόλοι –οπότε παίρνει μορφή το μυθιστόρημα– κι άλλοτε πηδούν από ψηλά στον γκρεμό, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει κανείς να τους κυνηγήσει, να τους δώσει σημασία. Και τότε έχουμε μικρότερες διηγήσεις και νουβέλες. Στο μικρό, επικεντρώνομαι πάντα στο φαινομενικά ασήμαντο με μια συγκεκριμένη σκηνή. Μια καθημερινή εικόνα, όπως η μαγιά φουσκώνει το ψωμί και αυτό αναπτύσσεται και παίρνει μορφή, μεγαλύτερα ή μικρότερα σχήματα, ανάλογα με τον «αέρα» που θα αναμειχθεί με τη μαγιά. Να τον ονομάσω αυτόν τον αέρα πάθος, έμπνευση, καημό, δεν ξέρω. Ωστόσο, αξία έχει η νοστιμιά της κάθε ιστόρησης, η νοστιμιά αυτού του άρτου. Ασχέτως αν είναι μικρό σε μέγεθος ή μεγάλο και πολύσπορο.
Γιατί η χώρα μας έχει παράδοση στη συγγραφή διηγημάτων;
Είναι αλήθεια πως υπήρξαν πολύ καλοί διηγηματογράφοι, και υπάρχουν ακόμη, στη χώρα μας. Όμως η κυρίαρχη, και επαναλαμβανόμενη, άποψη περί εθνικής παράδοσης στο είδος, και η αναζήτηση των αιτιών της, σηκώνει πολλή κουβέντα. Πάντως δεν μου αρέσει να εφευρίσκω κοινωνικές παραμέτρους και ανάλογες ερμηνείες της καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως είθισται. Ούτε πιστεύω σε γενετικά χαρακτηριστικά.
Ο γενέθλιος τόπος πάντως δεν λειτουργεί σε μένα ηθογραφικά, παρά ψυχογραφικά.
Πώς ξεκινάτε τη συγγραφή ενός διηγήματος;
Φτάνει, χωρίς να το περιμένω, μια εικόνα στον νου μου και εκεί κολλάει. Εγώ τότε πρέπει, είμαι αναγκασμένος προκειμένου να απαλλαγώ, να την τακτοποιήσω μέσα μου. Αλλιώς δεν μπορώ να ησυχάσω, δυσκολεύομαι ακόμα και να ανασάνω, με πιάνει δυσφορία. Μόλις όμως βρω πώς να την κοιτάξω, από ποια μεριά να τη δω, τότε ησυχάζω. Ηρεμώ εγώ, γαληνεύει και η εικόνα. Μια εικόνα είναι, λοιπόν, για μένα η απαρχή της γραφής. Άλλοι ξεκινούν να γράφουν από μια ιδέα.
Τα διηγήματα της νέας συλλογής αναφέρονται σε θέματα που αφορούν την ελληνική κοινωνία και που τα βλέπετε με τη δική σας ματιά. Από πού όμως εμπνέεστε για να ξεκινήσετε να γράψετε;
Είναι θέματα που έχουν να κάνουν με την ανάγκη του αφηγητή μου να ενταχθεί και να επικοινωνήσει· να βρει κοινή γλώσσα με τους άλλους· ότι επιχειρεί, επομένως, οι «μικροί του κώδικες» να γίνουν κατανοητοί και αποδεκτοί. Γι’ αυτό επικαλείται τη συμπόνια, την καλοσύνη τους. Και ο ίδιος κάνει χίλια κόλπα για να τους σαγηνεύσει, να τους αποπλανήσει, να τους ξεγελάσει.
Τα τελευταία χρόνια, μερικά από τα διηγήματά σας έχουν αναφορές και στον τόπο όπου μεγαλώσατε, την Αμφιλοχία. Ποια είναι η επιρροή του γενέθλιου τόπου στον συγγραφέα;
Ο τόπος για μένα αντιπροσωπεύει τον πιο νοσταλγικό χρόνο μου. Η Αμφιλοχία, με την ποιητική ακινησία της, με κρατά εκεί νέο και ονειροπόλο. Ο παλιός μας, τρυφερός χρόνος, εκεί περιμένει άθικτος και αναλλοίωτος. Για τους άλλους συγγραφείς, τι ρόλο παίζει ο τόπος δεν ξέρω. Ο καθένας και ένας κόσμος διαφορετικός.
Στο διήγημα «Ο μοχθηρός δάσκαλος» αναφέρετε το κάψιμο των βιβλίων. Υπάρχουν άνθρωποι που τους ενοχλούν τα βιβλία;
Οι τρομαγμένοι άνθρωποι τα εχθρεύονται τα βιβλία και ό,τι έχει να κάνει με την τέχνη. Γιατί τα καλά βιβλία δημιουργούν αντισυμβατικές, ανατρεπτικές συνειδήσεις και νέες παρηγορητικές και αισιόδοξες πραγματικότητες. Και αυτοί τρέμουν την αλλαγή, την ανατροπή, μην αναποδογυρίσουν και οι ίδιοι.
Σε μια άλλη ιστορία, «Το γεφύρι του ταχυδρόμου», μιλάτε με αγάπη για τη δουλειά του ταχυδρόμου. Πώς ήταν αυτή η εργασία στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην επαρχία;
Τι πιο ωραίο από το να παραδίδεις σε κάποιον επιστολές! Αυτό ακριβώς κάνει και ο συγγραφέας. Έχω δημοσιεύσει και ένα άλλο ακόμα διήγημα με ταχυδρόμους, «Το πράσινο αεροπλάνο», όπου μερικοί μοχθηροί συγχωριανοί μου –για πλάκα!– έβαψαν πράσινο, με πηχτή μπογιά, τον γάιδαρο του ταχυδρόμου, που μ’ αυτόν μετέφερε στα γύρω χωριά τις επιστολές. Και ο γάιδαρος πέθανε από ασφυξία. Έσκασε. Μη λάβουμε γράμμα, ένα καινούργιο μήνυμα, γι’ αυτό πολλοί ανησυχούμε.
Στην «Πάραλο» γράφετε για τις γαρίδες του Αμβρακικού. Τι σημαίνει ο Αμβρακικός για εσάς;
Ο γενέθλιος τόπος φυλάει επιμελώς τα μυστικά και τους φόβους μας, όπως ίσως και την παλιά αγνότητα και αθωότητά μας. Στο διήγημα «Η Πάραλος» ταυτίζομαι μ’ ένα μουσουλμανάκι που τρέχει να κρυφτεί στην πόλη του, η οποία βομβαρδίζεται. Ερμηνεύω και αποδίδω από άλλη, διαφορετική οπτική γωνία, την καταστροφή των Δίδυμων Πύργων. Ο γενέθλιος τόπος πάντως δεν λειτουργεί σε μένα ηθογραφικά, παρά ψυχογραφικά.
Πρέπει να διδάσκεται η λογοτεχνία ως μάθημα στο σχολείο;
Δεν πρέπει να διδάσκεται η λογοτεχνία. Δεν μπορεί να είναι μάθημα στο σχολείο. Όποιος την έχει ανάγκη, θα τη βρει, όπως βρίσκει και συναντά κανείς μιαν αγάπη. Επιλέγει μόνος του τον συνομιλητή, τον μέντορά του, τον οδηγό του για να περιπατήσει σ’ αυτόν τον δρόμο. Το σχολείο, αυτό πιστεύω, σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης καταστρέφει, νοθεύει την αγάπη προς τη λογοτεχνία. Είκοσι επτά χρόνια φιλόλογος στην τάξη, και δέκα σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, αυτό έχω διαπιστώσει. Λιγοστούς «δασκάλους», ποιητικές πράγματι φύσεις, έχω συναντήσει, που να αγαπούν, όντως, τη λογοτεχνία. Οι περισσότεροι συνειδητά ή ασυνείδητα –και από άγνοιά τους– τη μισούν. Σαν τον Προκρούστη, της κόβουν τα πόδια. Είναι «το σκοτεινό αντικείμενο» του βασανισμού τους.
Οι τρομαγμένοι άνθρωποι τα εχθρεύονται τα βιβλία και ό,τι έχει να κάνει με την τέχνη.
Έχετε διαγράψει μια μεγάλη πορεία στα ελληνικά γράμματα. Είστε ικανοποιημένος από αυτή την πορεία;
Μέσα μου περπατάω. Και δεν φτάνω. Μέσα μου πορεύομαι, έγκλειστος, ψάχνοντας να βρω την έξοδο. Ό,τι προσδοκώ, «μια πολίχνη ροζ», την ιδεατή πατρίδα μου, έτσι όπως το λέει ο Οδυσσέας Ελύτης: «Ακόμη βρέχει. Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει. Κι αιωνίως θα κυκλοφορώ με μιαν ομπρέλα, ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ, γεμάτη ωραία, υπαίθρια ζαχαροπλαστεία». «Πορεία στα γράμματα» μου θυμίζει φακίρη που περπατάει πάνω στα καρφιά, έστω αναστενάρη πάνω στα κάρβουνα.
Τι θα συμβουλεύατε τους νέους που γράφουν;
Έξω να ψάχνουν τον εαυτό τους. Έξω από το χαρτί. Σαν πεταλούδα στον κήπο πετάει η χαρά. Όταν την πιάσουν απαλά στις χούφτες τους, τότε μόνον θα καταγράψουν τα χρώματα και τα σχήματα στα φτερά της.
Ο Ορφέας και ο Ανδρέας
Ανδρέας Μήτσου
Εκδόσεις Καστανιώτη
169 σελ.
ISBN 978-960-03-6519-1
Τιμή €12,00
πηγή : diastixo.gr