Αναστάσης Βιστωνίτης: Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Αναστάσης Βιστωνίτης γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1952. Παρουσιάστηκε στα γράμματα το 1972 και από τότε εξέδωσε δέκα ποιητικές συλλογές, πέντε πεζογραφικά βιβλία, τέσσερις τόμους δοκιμίων κι ένα βιβλίο μεταφράσεων του Κινέζου ποιητή της δυναστείας των Ταγκ, Λι Χο. Έχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρα, δοκίμια, ταξιδιωτικά κείμενα και κριτικά σημειώματα στις εφημερίδες Η Καθημερινή και Η Αυγή, στα περιοδικά Αντί, Η Λέξη, Γράμματα και Τέχνες, Χάρτης, Το Δέντρο, Εντευκτήριο, Νέα Πορεία, Poetix, Πλανόδιονκ.ά. Είναι συντάκτης του Βήματος από το 1991. Υπήρξε μέλος της επιτελικής ομάδας που συνέταξε τον φάκελο υποψηφιότητας της Αθήνας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 (επιμελητής και συντάκτης) και για έναν χρόνο εργάστηκε στην Οργανωτική Επιτροπή Αθήνα 2004. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Από το 1996 ως το 2001 υπήρξε μέλος του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας Ευρωπαίων Συγγραφέων ( European Writers’ Congress) και από το 2003 ως το 2008 αντιπρόεδρός της. Ποιήματα, δοκίμια και πεζογραφήματά του έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες. Πέντε ποιητικά βιβλία του εκδόθηκαν στα αγγλικά, τα γερμανικά, τα σλαβομακεδονικά, τα σλοβενικά και τα εβραϊκά κι ένα πεζογραφικό στα σερβικά.
Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Όταν ήμουν μικρός διάβαζα ό,τι μου έπεφτε στο χέρι. Νομίζω ότι το ίδιο θα πρέπει να συνέβη σε όσους σαν κι εμένα μεγάλωσαν στην επαρχία εκείνα τα χρόνια, όπου τα βιβλία ήταν σπάνια. Μ’ έμαθε να διαβάζω ο πατέρας μου, γιατί τον ρωτούσα συνεχώς, όταν βγαίναμε βόλτα, τι λέει η μια και η άλλη πινακίδα στα καταστήματα. «Σε βαρέθηκα» μου είπε κάποια στιγμή. «Θα σε μάθω να διαβάζεις». Έτσι, όταν πήγα στην πρώτη τάξη του δημοτικού διάβαζα κανονικά, όπως σήμερα, χωρίς να συλλαβίζω. Το αποτέλεσμα ήταν να βαριέμαι αφόρητα στο σχολείο. Στο σπίτι διάβαζα εφημερίδες και περιοδικά. Το γράψιμο το απεχθανόμουν. Και φυσικά αυτό που αγαπούσα περισσότερο ήταν το παιχνίδι. Βιβλία άρχισα να διαβάζω στα δεκατέσσερα χρόνια μου. Πήγαινα κάθε βράδυ στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κομοτηνής, που ήταν ανοιχτή τότε ως αργά, και διάβαζα ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί: από Ιούλιο Βερν μέχρι Κάφκα. Στα βιβλιοπωλεία εκείνα τα χρόνια δεν έβρισκες τίποτε σχεδόν. Πουλούσαν κυρίως χαρτικά, μπάλες του μπάσκετ, λαμπάδες για το Πάσχα, αεροβόλα – τέτοια. Συστηματικά όμως διάβασα το καλοκαίρι του 1970 στη Θεσσαλονίκη. Διάβασμα σαρωτικό. Όλη σχεδόν τη νεοελληνική πεζογραφία και ποίηση στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης και στο σπίτι.
Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στη συγγραφή;
Πρωτοδημοσίευσα το 1970, στα δεκαοχτώ μου χρόνια. Βγήκα στα γράμματα πολύ μικρός, όπως και οι περισσότεροι της γενιάς μου. Είχαμε δικτατορία, η λογοτεχνία τότε ήταν κάτι πολύ σπουδαίο: καταφύγιο και τρόπος ζωής. Όταν ήμουν παιδί, ωστόσο, ήθελα να γίνω πολιτικός μηχανικός.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο Κάτω από την ίδια στέγη;
Το είχαμε συζητήσει με την εκδότριά μου στην Κίχλη, τη Γιώτα Κριτσέλη. Είπαμε πως ένα βιβλίο το οποίο θα αποτελείται από αυτόνομα μεν κείμενα αλλά που ως σύνολο θα έχουν μια εσωτερική συνοχή παρουσίαζε εκδοτικό ενδιαφέρον. Της οφείλω χάρες. Πρώτον γιατί το βιβλίο είναι πολύ ωραίο αισθητικά και, δεύτερον, γιατί με τα σημερινά δεδομένα η έκδοση ενός βιβλίου 480 σελίδων που δεν είναι μυθιστόρημα συνιστά οικονομικό ρίσκο.
Ο τίτλος Κάτω από την ίδια στέγη είναι συμβολικός;
Η φράση «κάτω από την ίδια στέγη» είναι κοινός τόπος στην αρχιτεκτονική – κι από εκεί τη δανείστηκα. Στόχος του αρχιτέκτονα είναι να βάλει τα πάντα «κάτω από την ίδια στέγη». Αυτός ήταν κι ο δικός μου στόχος, δεδομένου ότι πιστεύω πως οι πυλώνες του πολιτισμού είναι το κτίσμα και το κείμενο. Κι αφού και το κείμενο το «χτίζεις», προσπάθησα να κάνω περίπου το ίδιο και στο πεδίο της σύνθεσης, δηλαδή τα κείμενα στο βιβλίο μου να λειτουργούν μεν αυτόνομα αλλά να έχουν ταυτόχρονα και μια συνάφεια.
Είναι αλήθεια ότι τα κείμενα που γράφετε στο Βήμα είναι πάντοτε καλοδουλεμένα. Πώς ετοιμάζεται ο συγγραφέας στο προσωπικό του εργαστήρι;
Προσπαθώ να μη γράφω τίποτε «στο γόνατο», ακόμη κι αν τα χρονικά περιθώρια είναι ασφυκτικά. Αλλά στο Βήμα υπάρχει μια μεγάλη παράδοση. Δεν μπορείς να «ξεπετάς» τα κείμενά σου. Η δική μου προσπάθεια ήταν και είναι να δημοσιεύω στην εφημερίδα κείμενα που να μπορώ να τα βάλω αργότερα σε βιβλίο. Έτσι, πρώτα κρατώ σημειώσεις, στη συνέχεια γράφω το πρώτο χέρι και κατόπιν το δεύτερο. Αν το αποτέλεσμα δεν με ικανοποιεί, ακολουθεί και τρίτο χέρι.
Το δοκίμιο όμως είναι πεζογραφία ιδεών. Πέραν των άλλων, χωρίς το δοκίμιο η λογοτεχνία δεν έχει τρόπο να «ψάξει» τα σωθικά της. Σκεφθείτε πόσοι σημαντικοί ποιητές και πεζογράφοι υπήρξαν και σπουδαίοι δοκιμιογράφοι.
Γιατί τα βιβλία με δοκίμια στη σημερινή εποχή έχουν λιγοστέψει;
Εξαρτάται από το τι εννοούμε με τη λέξη δοκίμιο. Είναι το δυσκολότερο είδος, για το οποίο κανόνες δεν υπάρχουν. Είχα δημοσιεύσει κάποτε ένα «Δοκίμιο περί δοκιμίου», το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Οι σημαίες του αναχρονισμού, από αντίδραση στην άποψη ότι το δοκίμιο δεν είναι λογοτεχνία. Το δοκίμιο όμως είναι πεζογραφία ιδεών. Πέραν των άλλων, χωρίς το δοκίμιο η λογοτεχνία δεν έχει τρόπο να «ψάξει» τα σωθικά της. Σκεφθείτε πόσοι σημαντικοί ποιητές και πεζογράφοι υπήρξαν και σπουδαίοι δοκιμιογράφοι. Κι ας μην πάμε στους ξένους. Η γενιά του 1930 μας έδωσε πρώτης γραμμής δοκιμιογράφους. Για το ότι σήμερα έχουν λιγοστέψει τα δοκίμια, υπάρχουν πολλές εξηγήσεις. Αν όμως συνεχιστεί η φθίνουσα πορεία, τότε αυτό θα είναι, πολύ φοβούμαι, κακά μαντάτα για τη λογοτεχνία.
Διαβάζοντας το βιβλίο σας έμαθα πάρα πολλά για τη λογοτεχνία. Σήμερα οι αναγνώστες ενδιαφέρονται μόνο για τη λογοτεχνία ή και για την προσωπική ζωή των διάσημων συγγραφέων;
Για ποιους αναγνώστες μιλούμε; Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου αναγνώστης που να διαβάζει κάπως συστηματικά και να μην τον ενδιαφέρει η ζωή των συγγραφέων τους οποίους θαυμάζει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θέλει να βάλει το μάτι του στην κλειδαρότρυπα. Και υπάρχουν στον αγγλόφωνο κόσμο βιογραφίες εφάμιλλες των μυθιστορημάτων πρώτης γραμμής. Η δημιουργία ενός έργου έχει πολλές παραμέτρους. Όταν τις γνωρίζεις, το διαβάζεις με πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Μου άρεσε η περιγραφή που κάνετε για τις πόλεις: Παρίσι, Βερολίνο, Βιέννη, Λονδίνο, Νέα Υόρκη. Γιατί αυτές οι πόλεις εξακολουθούν να μας γοητεύουν;
Είναι τα μεγάλα κέντρα του δυτικού πολιτισμού. Αυτονόητο να μας γοητεύουν. Υπάρχουν όμως πόλεις στον Τρίτο Κόσμο και στην Ασία που είναι εξίσου γοητευτικές.
Άλλη εξαιρετική ενότητα στο βιβλίο είναι «Οι διαδρομές του καφέ», δηλαδή τα περάσματα από ιστορικά καφενεία της Ευρώπης. Υπάρχει κάτι ανάλογο στην πατρίδα μας;
Υπήρχε κάποτε. Δεν θα έλεγα το ίδιο και για σήμερα. Οι παραδόσεις στην Ελλάδα εξαφανίζονται, δυστυχώς, εν μία νυκτί. Αλλά και τα λογοτεχνικά καφενεία της Ευρώπης υπάρχουν γι’ αυτό που ήταν κάποτε. Διατηρούν όμως σε μεγάλο βαθμό τις μνήμες και την αίσθηση του παρελθόντος.
Στο βιβλίο διακρίνεται η προσωπική ματιά σας στον κόσμο και τα πράγματα. Αυτό οφείλεται στις σημαντικές γνώσεις και εμπειρίες σας;
Χωρίς το αίσθημα και το βίωμα, αν δηλαδή η γνώση δεν μεταστοιχειώνεται σε εμπειρία, για τη λογοτεχνία η λεγόμενη καθαρή γνώση δεν σημαίνει τίποτε. Αυτό που ξέρεις και ό,τι μαθαίνεις πρέπει να το ζήσεις και να το οικειοποιηθείς. Αλλιώς ξεπέφτεις στον ακαδημαϊσμό. Πληροφορίες για οτιδήποτε υπάρχουν άφθονες και δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς τα δικά μου κείμενα για να τις αντλήσει. Δεν έχει επομένως σημασία το τι γνωρίζεις, αλλά το πώς το εισπράττεις και πώς το προσφέρεις στον αναγνώστη. Το αναγνωστήριο είναι η σχολή της φαντασίας, όπως έγραψα κάποτε, από μόνο του εντούτοις δεν αρκεί.
Χωρίς το αίσθημα και το βίωμα, αν δηλαδή η γνώση δεν μεταστοιχειώνεται σε εμπειρία, για τη λογοτεχνία η λεγόμενη καθαρή γνώση δεν σημαίνει τίποτε. Αυτό που ξέρεις και ό,τι μαθαίνεις πρέπει να το ζήσεις και να το οικειοποιηθείς. Αλλιώς ξεπέφτεις στον ακαδημαϊσμό.
Εμείς σας γνωρίζουμε και ως ποιητή. Είσαστε όμως και δημοσιογράφος. Από πού αντλείτε τη δημιουργική σας δύναμη;
Είμαι πρωτίστως ποιητής. Αλλά τα ποιήματα δεν γράφονται παρά μόνον αν και όταν είσαι τυχερός – όχι κάθε μέρα, χωρίς φυσικά να ξεχνούμε ότι υπάρχουν κι εξαιρέσεις. Ο Ρίτσος, για παράδειγμα. Η πρόζα μου, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι συνέχεια της ποίησής μου με άλλα μέσα – για να παραπέμψω στον Κλαούζεβιτς και τον Γιόζεφ Μπρόντσκι. Όσο για τη δημοσιογραφία, όσοι δημοσιεύουν κείμενά τους σε εφημερίδες ούτως ή άλλως δημοσιογραφούν. Αυτό όμως είναι μεγάλη κουβέντα.
Πολλοί νέοι γράφουν. Το όνειρό τους είναι να εκδοθούν τα έργα τους. Παλαιότερα περίμεναν με αγωνία να αποκτήσει οντότητα το πρώτο τους βιβλίο. Σήμερα ανεβάζουν τα γραπτά τους στο διαδίκτυο. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να βοηθήσει τη λογοτεχνία;
Δεν μου αρέσει να κάνω προβλέψεις και πολύ περισσότερο να δίνω συμβουλές. Νομίζω όμως ότι πριν εκδώσει βιβλίο ένας νέος συγγραφέας θα πρέπει να δοκιμαστεί στα λογοτεχνικά περιοδικά. Αυτά είναι τα κύτταρα της λογοτεχνίας. Αν δημοσιεύσει κάτι εκεί, τότε να το ανεβάσει και στο διαδίκτυο. Αλλιώς καλλιεργούνται αυταπάτες. Υπάρχουν βεβαίως και αρκετές πολύ καλές ιστοσελίδες και κάποια από τα κείμενα που δημοσιεύονται εκεί βρίσκουν αργότερα τον δρόμο τους για το τυπογραφείο. Δεν είναι όμως ο κανόνας. Ο κυβερνοχώρος έχει τη γοητεία του αλλά δεν είναι το παν.
Έχετε ζήσει στο εξωτερικό πολλά χρόνια. Εκεί συμμετείχατε ως ενεργό μέλος σε σημαντικές παρουσιάσεις του ελληνικού πολιτισμού. Ενδιαφέρονται οι ξένοι για τα ελληνικά γράμματα;
Δεν θα έλεγα ότι τα πέντε χρόνια που έζησα στις ΗΠΑ είναι πολλά. Οι Έλληνες ποιητές και πεζογράφοι κατά τη γνώμη μου πρέπει να επικοινωνούν με τους συναδέλφους τους από άλλες χώρες. Να συμμετέχουν στα φεστιβάλ και τα διεθνή fora. Είναι σχετικά εύκολο στην ανοιχτή κοινωνία της σήμερον. Ασφαλώς κι ενδιαφέρονται οι ξένοι για τα ελληνικά γράμματα. Όμως είναι επαρχιωτισμός το να πιστεύουμε, λ.χ., πως η ελληνική ποίηση είναι η καλύτερη στον κόσμο – κι άρα δεν χρειάζεται να ξέρουμε τι ποίηση γράφεται σε άλλες χώρες. Επαρχιωτισμός, ωστόσο, είναι και η αντίθετη άποψη: πως ό,τι γίνεται εκτός Ελλάδος, στα λεγόμενα μεγάλα κέντρα του πολιτισμού, δηλαδή, είναι πανάκεια. Για να επικοινωνήσει βεβαίως κανείς με συγγραφείς άλλων χωρών και να βρει κοινά σημεία οφείλει να γνωρίζει καλά τη λογοτεχνία της γλώσσας του ώστε να μπορεί να τη δει συγκριτικά με τις λογοτεχνίες άλλων χωρών, είτε στο πρωτότυπο είτε σε μεταφράσεις. Με άλλα λόγια, να μη μαϊμουδίζει. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, οι επιδράσεις είναι αναπόφευκτες. Αλλά λειτουργούν δημιουργικά μόνον όταν γνωρίζουμε ποιοι είμαστε. Η Ελλάδα εξακολουθεί να ασκεί διεθνώς μιαν απίστευτη γοητεία. Αυτό φυσικά συνεπάγεται για τον Έλληνα συγγραφέα πολύ μεγαλύτερες υποχρεώσεις.
Διαβάζουν οι Έλληνες;
Διαβάζουν πολύ περισσότερο (ή σωστότερα: πολύ περισσότεροι) από παλαιότερα. Αλλιώς δεν θα είχαμε αυτή την υπερπαραγωγή βιβλίων. Το τι διαβάζουν είναι μια άλλη ιστορία και δεν θα επαναλάβω την κοινοτοπία ότι στη μεγάλη τους πλειονότητα οι Έλληνες διαβάζουν βιβλία δευτέρας κατηγορίας. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει σχεδόν παντού. Εκείνο που έχει σημασία πρωτίστως είναι το τι γράφουμε και δευτερευόντως το πόσοι και ποιοι μας διαβάζουν. Φυσικά, συγγραφέας χωρίς αναγνώστες δεν νοείται.
Ποιο από τα διδάγματα των γονιών σας τηρείτε μέχρι σήμερα;
Να μην είμαι ιδιοτελής αλλά και να μην κολακεύω τους άλλους, ιδιαίτερα τους φίλους μου. Ας το συμπληρώσω και με τρεις αρχές δανεισμένες από τον Κομφούκιο: να κατευθύνω όση ενέργεια διαθέτω στον στόχο, να αρνούμαι ν’ ακούσω όσους δεν κάνουν το ίδιο και να παραδέχομαι τα λάθη μου.
Κάτω από την ίδια στέγη
Αναστάσης Βιστωνίτης
Κίχλη
488 σελ.
ISBN 978-618-5004-53-8
Τιμή: €14,50
πηγή : diastixo.gr