Αλέξης Ζήρας: συνέντευξη στην Άννα Αφεντουλίδου
Με αφορμή τα 50 χρόνια από την πρώτη κριτική δημοσίευση του Αλέξη Ζήρα, είχα μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία με τον σημαντικό αυτό μελετητή και κριτικό λογοτεχνίας, την οποία και καταγράφω παρακάτω. Θα ήθελα εισαγωγικά να πω μόνο δυο λόγια για το στίγμα του έργου του, μια που αν διάλεγα να παραθέσω τα εργοβιογραφικά του στοιχεία θα ήθελα σελίδες επί σελίδων.
Για την κριτική ματιά του Αλέξη Ζήρα όλα τα μέρη της λογοτεχνικής επικοινωνίας διεκδικούν τη συνθετική τους μοίρα αλληλοεισδύοντας στη δημιουργική μηχανή, ενώ ταυτοχρόνως ο κυρίως δέκτης τους, ο αναγνώστης, αναδεικνύεται σε πρόσωπο αξιοσέβαστο, γίνεται μέλημά του αυτός να κατανοήσει. Όποιο κι αν είναι το κριτικό άλλοθι, δεν παύει να του εξηγεί, να τον παίρνει από το χέρι, όχι για να ανατάμει χειρουργικά το κείμενο, δείχνοντας με ψυχρό υπολογιστικό μάτι τα σπλάχνα του, αλλά για να συγ-κινήσει το θυμικό και να κινητο-ποιήσει τη σκέψη, να του υπο-δείξει με περίσκεψη το αληθινό σημείο μηδέν της γραφής, που δεν είναι παρά η ταύτιση με τον Άλλον. Σε μια προσπάθεια ιχνηλασίας του Ανθρώπου και του Έργου, τα οποία δεν μπορούν παρά να συγκλίνουν, ακόμη κι όταν φαίνεται απελπιστικά πως αποκλίνουν. Όπως ο ίδιος λέει στο τελευταίο του βιβλίο: «[…] για μένα δεν υπάρχει τέχνη που να μη γίνεται για να απαντήσει στα ερωτήματα του δημιουργού της, υποδαυλίζοντας έτσι στο διηνεκές και την ανάγκη μας να τον φανταστούμε και να τον γνωρίσουμε» [1].
Μελετώντας το έργο του διαπιστώνουμε ότι έχει τρία χαρακτηριστικά όσο και σταθερά, στη διάρκεια της μακρόχρονης παρουσίας του, γνωρίσματα: 1. Το λογοτεχνικό κείμενο αντιμετωπίζεται ως ένα πολυπαραγοντικό δημιούργημα χωρίς φορμαλιστικά στεγανά και σχηματοποιήσεις. 2. Είναι α-νόητη η διάζευξη μείζονος και ελάσσονος επί έργων και δημιουργών. Για τον Ζήρα το λογοτεχνικό όραμα έχει ανάγκη όλα τα υλικά˙ οικοδομείται πάνω στα μείζονα έργα, αλλά αναπνέει με τα ελάσσονα. 3. Η κριτική γλώσσα οφείλει να είναι μια διττά ισοζυγισμένη γλώσσα: να υποβοηθά τη μεθοδική τεκμηρίωση αλλά να μην πνίγει το συγκινησιακό και συγκινούμενο πάθος.
Μη νομίζετε, όμως, ότι μέσα στον πυρετό της πολιτικής αλλαγής υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Όσο οι αναγνώστες της ήταν λίγοι, τα ΜΜΕ την αγνοούσαν. Σποραδικά κείμενα και λίγες ραδιοφωνικές εκπομπές, εδώ κι εκεί. Ζούσαμε τον θρίαμβο του πολιτικού λόγου.
Αλλά ας ακούσουμε τον ίδιο.
Φέτος, κ. Ζήρα, συμπληρώνονται 45 χρόνια από την έκδοση του πρώτου σας κριτικού βιβλίου, Ανατομία εποχής (1973), μιας συλλογής στοχαστικών δοκιμίων, «κοινωνικού προβληματισμού», όπως είναι ο υπότιτλος. Ήσασταν μόλις 28 ετών και είχατε ήδη στο ενεργητικό σας μια ιδιωτική έκδοση ποιημάτων, το Αναζητώντας (1966), σε ηλικία 21 ετών. Το 2019 συμπληρώνονται 50 χρόνια από την «επίσημη» πρώτη εμφάνισή σας ως κριτικού με ένα άρθρο για τον Κάφκα στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη. Ακολούθησαν και άλλα, μερικά από τα οποία –που είχαν ως κοινή γραμμή την πραγμάτευση των ιδεών που εντοπίζονται σε έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας– τα συγκεντρώσατε πριν από 40 χρόνια, το 1978, με τον τίτλο: Θεωρία μορφών: Ζιντ, Κάφκα, Μαλρώ, Χεμινγκουέη, Καμύ, Σαρτρ. Τι σας έκανε να ασχοληθείτε τόσο νωρίς με τη λογοτεχνία και μάλιστα με τον ιδιαίτερα απαιτητικό χώρο της κριτικής, τη στιγμή μάλιστα που οι οικονομικές σπουδές και η αρχική επαγγελματική σας δραστηριότητα είχαν διαφορετικό προσανατολισμό;
Κάπως πολλές επέτειοι μαζεύτηκαν... Ξέρετε, ως τώρα δεν ένιωσα ποτέ ιδιαίτερα το κυνηγητό του χρόνου, ίσως γι’ αυτό και δεν πολυνοιάστηκα για την τύχη όσων έγραψα. Ως οντότητα και μαζί ως οντότητα της γραφής, ως παλαιοντολογικό είδος, δηλαδή, πάνω κάτω, έζησα το τώρα και για το τώρα, όχι όπως το προγραμματικό μυρμήγκι αλλά μάλλον όπως το παρασυρμένο από την κάθε στιγμή τζιτζίκι... Στα σαράντα πέντε χρόνια, έστω από το 1973 ως σήμερα, αντιστοιχούν εννιά μόνο βιβλία μου, τα περισσότερα απ’ αυτά λιπόσαρκα, λίγων τυπογραφικών. Αλλά τουλάχιστον ό,τι έβγαλα δεν το έβγαλα με την εξ επιδείξεως λαχτάρα να είμαι παρών... Ξεκινούσα από την κατευναστική σκέψη ότι δεν χάνει η Βενετιά βελόνι αν δεν εμφανίζομαι τακτικά στο μεϊντάνι... Ακόμα και τώρα νομίζω ότι το κάθε βιβλίο πρέπει να έχει ένα νόημα, ότι πρέπει να θεσπίζει μια ιδιαίτερη στιγμή της ζωής μας, ότι τέλος πάντων μ’ αυτό έχουμε κάτι το ουσιώδες να πούμε μέσα στη γενικότερη ασυδοσία που επιβάλλει ο τρέχων κανόνας της δημοσιότητας. Τώρα, για τα άλλα που με ρωτάτε, δηλαδή τι με έκανε να ασχοληθώ με τη λογοτεχνική κριτική, αν και σε άλλα σπουδασμένος, ε, σ’ αυτό εν μέρει φταίει η δικτατορία και η μοναξιά της που με βρήκε στη Θεσσαλονίκη. Τον πρώτο καιρό μαζί με τη Monde διάβαζα μανιωδώς σύγχρονη κλασική λογοτεχνία, ευρωπαϊκή και αμερικάνικη, που τις έβρισκα ξεχασμένες στα αζήτητα των ραφιών του παλιού βιβλιοπωλείου των Μόλχο... Έπειτα, κάποια στιγμή άρχισα να κρατώ σημειώσεις, αναπτύσσοντας ως αναγνώστης τα σημεία που με ενδιέφεραν και, με τη βοήθεια των συγκυριών που έτυχαν, άρχισα από το 1969 να αρθρογραφώ μ’ αυτό το υλικό στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη. Κάπως έτσι μπήκε το νερό στ’ αυλάκι... Αργότερα, κατάλαβα ότι η κριτική, πέρα από το διαλογικό της μέρος που με γοήτευε, μου πήγαινε και ιδιοσυγκρασιακά!
Η μαθητεία σε εποχές πολιτικής εσωστρέφειας
Ουσιαστικά, λοιπόν, μαθητεύετε στα γράμματα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Θεωρείτε σημαντικό αυτό το διάστημα, γενικότερα;
Και ναι και όχι! Ένα βασικό φαινόμενο που αν δεν υπολογίσουμε την επίδρασή του γενικότερα, στη λογοτεχνία, στην κριτική, στη φιλολογία, στην ιστορία και αλλού, θα έχουμε μια στρεβλή εικόνα του πολιτισμικού μας γίγνεσθαι είναι και το ότι η επταετία της δικτατορίας δημιούργησε στα πρώτα χρόνια της ένα κενό. Η περίφημη «σιωπή των συγγραφέων» υπήρξε για μένα μια ενέργεια ανάσχεσης που μάλλον βόλεψε το καθεστώς παρά την ούτως ή άλλως κολοβομένη κίνηση των ιδεών. Στην Κατοχή, σε πολύ πιο επικίνδυνες συνθήκες, ο συγγραφέας που δημοσίευε όλο και κάτι διακινδύνευε˙ στα πρώτα χρόνια της χούντας, σε τι ρίσκαραν οι συγγραφείς; Αυτό το κατά συνθήκην κενό λειτούργησε ως φραγή στα πάσοις φύσεως γεγονότα που σε άλλες χώρες καθόριζαν εκείνο τον καιρό το πολιτισμικό πάρε-δώσε, το ανά την Ευρώπη γίγνεσθαι. Και από την άλλη, η ανώφελη σιωπή καθυστέρησε τη δυναμική σύγκλισης των πολιτικών δημοκρατικών δυνάμεων και βοήθησε να διατηρηθεί η αναχρονιστική, ιδεολογική μνησικακία που μας παιδεύει από παλιά.
Νομίζετε ότι η δικτατορία ήταν ένα όριο και ως προς τα πολιτιστικά μας πράγματα;
Ίσως να άλλαζαν περισσότερα, αν δεν υπήρχαν αυτές οι φραγές. Κι έτσι όμως, η Ελλάδα του Απριλίου του ’67 είχε μικρή σχέση με την Ελλάδα του καλοκαιριού του ’74! Έσπασαν αρκετές γραμμές που προηγουμένως διαιρούσαν ανοήτως: γραμμές πολιτικές, ιδεολογικές, νοοτροπιών, ηθών ή ό,τι άλλο σας έρχεται στον νου. Σας παραθέτω δυο τρία χρήσιμα παραδείγματα. Στο πεδίο της λογοτεχνίας, η γενιά των μεσοπολεμικών έπαψε να ασκεί τον απόλυτο θεσμικό της έλεγχο˙ στις φιλολογικές σχολές «επισημοποιήθηκε» η κατάργηση των ως τότε αποστάσεων ασφαλείας που κρατούσε η διδασκαλία και άρχισαν να διδάσκονται συστηματικά ζώντες ποιητές και πεζογράφοι˙ συν τω χρόνω έγιναν όλο και πιο ασθενικά τα όρια ανάμεσα στην πανεπιστημιακή και στη λογοτεχνική κριτική, αφού η φιλολογία αναμείχθηκε δυναμικά στο γίγνεσθαι. Ειδικότερα στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής, συνέπεσε να χαθούν σ’ αυτό το διάστημα οι παλαιότεροι πυλώνες της, ο Αιμ. Χουρμούζιος και ο Β. Βαρίκας, ο Γ. Χατζίνης έφυγε το 1975, ενώ ο Α. Καραντώνης ουσιαστικά είχε σταματήσει και προ του θανάτου του, το 1982, να θεωρείται σημαίνουσα δύναμη της κριτικής. Έγινε τότε μια εντυπωσιακή αλλαγή φρουράς... Με άλλες συνθήκες θα μπορούσε το ’74 να γίνει σημείο γενικότερης επανεκκίνησης!
Η μεταπολίτευση του ’74 και οι αλλαγές φρουράς
Από το 1974 παρακολουθείτε τα λογοτεχνικά και παρεμβαίνετε συχνά σ’ αυτά. Πώς βρεθήκατε μετά τη φοιτητική Θεσσαλονίκη της δικτατορίας στη λογοτεχνική σκηνή της Αθήνας που τότε ανασυντασσόταν;
Έχετε δίκιο. Τότε ανασυντασσόταν. Μη νομίζετε, όμως, ότι μέσα στον πυρετό της πολιτικής αλλαγής υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Όσο οι αναγνώστες της ήταν λίγοι, τα ΜΜΕ την αγνοούσαν. Σποραδικά κείμενα και λίγες ραδιοφωνικές εκπομπές, εδώ κι εκεί. Ζούσαμε τον θρίαμβο του πολιτικού λόγου. Μετά την ενωτική και υπερκομματική Συνέχεια του 1973, πολλοί περίμεναν –μάταια– ότι θα ξαναχτίζονταν τα παλιά «μετερίζια», ότι θα επανεμφανίζονταν τα παλιά εμβληματικά έντυπα, οι Εποχές του ΔΟΛ, η Κριτική των Αναγνωστάκηδων, η Επιθεώρηση Τέχνης. Προς τιμήν τους, ο Κώστας Κουλουφάκος και ο Μανόλης Αναγνωστάκης αρνήθηκαν, λέγοντας περίπου ότι οι νέες καλλιέργειες χρειάζονται νέα εργαλεία. Κάτι που σήμερα ακούγεται πολύ σωστό και μαζί ευεργετικά απομυθοποιητικό – όμως τότε λίγοι συμφωνήσαμε μαζί τους. Ωστόσο, τα πράγματα ήταν δύσκολα, ιδιαίτερα για τους νέους. Ήμουν περίπου στα τριάντα όταν ανέλαβε συνδιευθυντής στην Αυγή ο Κώστας Χατζηαργύρης, ο δημοσιογράφος και πρωτοξάδελφος του καλού μα άγνωστου στο ευρύτερο κοινό συγγραφέα. Μου ζήτησε κάτι βαρύ: να γράφω επιφυλλίδες κατά το πρότυπο του Βήματος, στο κάτω δεξιά της πρώτης σελίδας! Ευτυχώς, πρόλαβαν και δημοσιεύτηκαν μόνο δυο, κοινωνικοπολιτικής, ας πούμε, θεωρίας˙ στην τρίτη μού είπαν από την εφημερίδα να σταματήσω: έπρεπε να καταλάβω ότι για την ώρα η εφημερίδα είχε άλλες προτεραιότητες...
Από τα λίγα κέρδη, απ’ όσα μας άφησε η δικτατορία, σημαντικότερο ήταν η συνάφεια, η άμβλυνση των αμετακίνητων ορίων ανάμεσα στα εκκλησιάσματα της δεξιάς και της αριστεράς. Τώρα που το σκέπτομαι, οι πολιτικές αντιθέσεις το 1974-1975 έμοιαζαν, και μάλλον ήταν, πολύ πιο έτοιμες σε υποχωρήσεις γραμμών και συνεννοήσεις από ό,τι σήμερα!
Γιατί λέτε... ευτυχώς;
Διότι σ’ αυτές τις ηλικίες νομίζω ότι εύκολα ο ναρκισισμός νικάει με τη διαλυτική του επίδραση τον αυτοέλεγχο, την εσωτερική πειθαρχία... Δηλαδή, τι λέμε τώρα... Τα έχει πλέον νικήσει κατά κράτος! Έτσι κι αλλιώς, η λογοτεχνία και το περιβάλλον της πάντοτε ναρκισεύονταν, πάντοτε μαγεύονται από την έπαρση... Σπανίως να βρεις ποιητή, πεζογράφο, δημοσιογράφο, πολιτικό ή και μελετητή ακόμα που δεν τον έχει πάρει η έπαρση κάτω από τις φτερούγες της... Ένα καλό παράδειγμα γι’ αυτή την οίηση ήταν για ένα μεγάλο διάστημα τα έντυπα τύπου Lifo... Επί χρόνια έγιναν μια σχολή μαθητείας για το άλλοτε νέο σε ηλικία κοινό. Ιδιαιτέρως, το ναρκισιστικό ύφος τους, το ενίοτε δηκτικά αρνητικό που υποδήλωνε πως δήθεν πρωτοπορούν... Καμιά φορά διαβάζω γελώντας τους ήδη μεσήλικες συνεργάτες των περί ου ο λόγος μέσων να ιδρώνουν επιδιώκοντας συνεχώς να τρέχουν πίσω από νεολαιΐστικα ρηγματικά slag and pop θέματα. Μα το σοβαρό παιχνίδι δεν παίζεται πια εκεί: το πραγματικά νέο κοινό εδώ και μια δεκαπενταετία δεν είναι ο δέκτης αλλά το διάμεσο, το υποχείριο της βιομηχανίας κατασκευής ψευδών ειδήσεων!
Να γυρίσουμε στα όσα λέγατε προηγουμένως; Ότι παρά τη μεγάλη ανεκτικότητα που διαδέχτηκε τις απαγορεύσεις της επταετίας, δεν ήταν και πάλι εύκολο για έναν νέο της εποχής να βρει τον δρόμο του...
Θα έλεγα, αντίθετα, ότι ήταν υπερβολικά εύκολο, στις τότε συνθήκες της απόλυτης χαλάρωσης. Και μην ξεχνάμε: σ’ εκείνες τις συνθήκες όπου μεγεθύνονταν στο έπακρο οι μικροηρωϊσμοί, πραγματικοί ή επινοημένοι, ευνοήθηκε το χτίσιμο αναρίθμητων πολιτικών και ακαδημαϊκών σταδιοδρομιών... Αν ανατρέξω λοιπόν μέσα σ’ αυτό το χάος που προοιωνιζόταν με μαθηματική ακρίβεια την κατοπινή κρίση, θυμάμαι πως είχα αναδιπλωθεί... Ένιωθα ανίσχυρος... Έψαχνα να βρω τα πατήματά μου και ζητούσα γι’ αυτό μια όψιμη, δεύτερη μαθητεία, δηλαδή δασκάλους και σχολεία, όσο κι αν κάτι τέτοιο μοιάζει αντιφατικό σε μια εποχή τρελής εξωστρέφειας! Έτσι, πήρα την απόφαση να παραιτηθώ από την εταιρεία όπου εργαζόμουν... Ήταν σαν να γύρισα τον χρόνο πίσω για να κάνω μια άλλη εκκίνηση... Ένα είδος στοιχήματος, ας πούμε. Όμως σ’ αυτό νομίζω ότι στάθηκα τυχερός. Το ξέρουμε όλοι ότι στη ζωή μας περνάμε από πολλά σχολεία, ε, κάποια από τα σημαδιακά δικά μου σχολεία, όπου η γνώση ρίζωνε σε βιώματα εμπειρικής παιδείας, τα βρήκα μέσα στο αλαλούμ της μεταπολίτευσης! Και μάλιστα σε φαινομενικά αντίθετες κατευθύνσεις. Αφενός το «σχολείο» της Καθημερινής, με την παρέα των Αλέξανδρου Κοτζιά, Αλέξανδρου Αργυρίου, Σπύρου Τσακνιά, Χριστόφορου Μηλιώνη, Γιώργου Παγανού και, βέβαια, του Ανδρέα Φραγκιά˙ αφετέρου, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια του, το επιφανειακά ανοργάνωτο και όχι τόσο αποκλίνον από τη γραμμή της μεγάλης, μετωπικής αριστεράς «σχολείο» του Αντί, όπου μ’ έστειλε ο Δημήτρης Χατζής και όπου εκεί, ανάμεσα σε προσερχόμενους και απερχόμενους βρήκα και πάλι τον Φραγκιά μαζί με τον Χρήστο Παπουτσάκη...
Από την Αυγή στην Καθημερινή;
Από την Αυγή στην Καθημερινή, αλλά και στο Αντί! Γιατί όχι; Από τα λίγα κέρδη, απ’ όσα μας άφησε η δικτατορία, σημαντικότερο ήταν η συνάφεια, η άμβλυνση των αμετακίνητων ορίων ανάμεσα στα εκκλησιάσματα της δεξιάς και της αριστεράς. Τώρα που το σκέπτομαι, οι πολιτικές αντιθέσεις το 1974-1975 έμοιαζαν, και μάλλον ήταν, πολύ πιο έτοιμες σε υποχωρήσεις γραμμών και συνεννοήσεις από ό,τι σήμερα! Και πάντως η σελίδα της Φιλολογικής Καθημερινής ήταν αποδεδειγμένα ανεξίθρησκη... Έπαιρνε από τους συνεργάτες της αυτό που έμενε καθαρό από τις όποιες πολιτικές σκοπιμότητες! Νομίζω ότι εκεί ήταν όλη η στρατηγική της...
Οπότε, στην Καθημερινή τα εμπόδια ήταν λιγότερα;
Αναφέρομαι στα επ’ εμοί... Είχα στείλει στον Τάκη Σινόπουλο μερικές φωτοτυπίες από τα άρθρα μου της Θεσσαλονίκης, νομίζω αυτά για τον Νίκο Μπακόλα και τον Μένη Κουμανταρέα, και ο Σινόπουλος τα έδωσε στον Κοτζιά. Εκείνος, περαστικός, με βρήκε τυχαία ένα μεσημέρι στον Ηνίοχο, στο βιβλιοπωλείο του Γιάννη Κοντού, στην Ομήρου και Σόλωνος, και είπαμε να ιδωθούμε για τα όποια περαιτέρω... Εν τέλει ανταμώσαμε ένα βράδυ στα γραφεία της εφημερίδας, στη Σωκράτους, του Φραγκιά και του Αργυρίου παρόντων. Ακολούθησε μια μικρή «ανάκριση» με το γάντι και, τέλος, μια ρακή σε τσιπουράδικο, σε στοά της Λυκούργου...
Όσο κι αν η διαπίστωση δυσαρεστεί πολλούς, η λογοτεχνική κριτική (όπως και η λογοτεχνία ως ευπρόσιτη ιαματική διέξοδος) εδώ και αρκετό καιρό είναι ένα είδος που υπεραφθονεί. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως η αξία της είναι αντιστρόφως ανάλογη της υπεραφθονίας της;
Οι ποιητές του '70 και τα ασυναίρετα της γενιάς
Δεν σας ρώτησα ως τώρα τίποτε για την ασχολία σας με τους ποιητές και τις ποιήτριες της γενιάς του ’70. Πώς έτυχε και ενδιαφερθήκατε τόσο έντονα και μακροχρόνια για το έργο τους, σε σημείο που να θεωρείστε εδώ και χρόνια ο κατεξοχήν γραμματολόγος και κριτικός τους;
Να σας πω... Μερικούς ποιητές τους γνώριζα από κοινές παρέες τον καιρό της δικτατορίας. Τον Στεριάδη, τον Βαλαβανίδη, τον Παναγιώτου, τον Καπώνη – τον Τραϊανό στη Θεσσαλονίκη. Μετά το ’71 είχα πια γυρίσει στην Αθήνα, εργαζόμουν σε μια εταιρεία εισαγωγών-εξαγωγών, οργώνοντας την πόλη και τα περίχωρά της και προσπαθώντας να «πουλήσω» βιομηχανικά εργαλεία! Η εταιρεία ανήκε στον μηχανικό Ζήνωνα Κασιμάτη –η κόρη του, Μαριλένα, έγινε αργότερα γνωστή ως ιστορικός τέχνης–, βρισκόταν σε μια μεσοπολεμική πολυκατοικία αλλά με ακόμα ωραία αρχιτεκτονική όψη, στην οδό Μπενάκη... Νομίζω ότι ανήκε σε Αιγυπτιώτες. Μια φορά χρειάστηκε να κατεβώ στο υπόγειο κι έπεσα σε κάτι βαρείς πολυελαίους από μπρούντζο, με περίεργα, καββαλιστικά σχήματα... Λοιπόν, καθόμουν στο γραφείο ως τις οχτώ περίπου, μα δεν το έβαζα κάτω, συνέχιζα με άλλες, νυχτερινές περιπλανήσεις στα νεανικά στέκια της εποχής˙ η Αθήνα τότε έσφυζε από ζωή, ίσως και εξ αντιδράσεως, δεν ξέρω: μουσικές σε μπουάτ της Πλάκας, δεκάδες μπαρ, χωμένα στα στενά της Νεάπολης και των Εξαρχείων, το Intime στην πλατεία Βικτωρίας, το Au Revoir στην Πατησίων αλλά και στη Σταδίου το Galaxy... Αναγνώσεις στην γκαλερί Άστορ και στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, όπου αφανής και ένθερμος υποστηρικτής των νεαρών τότε ποιητών ήταν ο Κίμων Φράιερ... Ο Μιχάλης Μήτρας, που κι αυτός κατέφθασε το ’72 από τη Θεσσαλονίκη και ξαναβρεθήκαμε στην γκαλερί Ώρα του Μπαχαριάν όπου ήδη έβγαινε το Χρονικό... Κι έπειτα, μην ξεχνάτε ότι, όταν εκδόθηκε, ιδίοις αναλώμασι, η Ανατομία εποχής, με άρθρα μου από την εφημερίδα Θεσσαλονίκη, ήμουν κάθε απόγευμα στο κέντρο και πήγαινα από βιβλιοπωλείο σε βιβλιοπωλείο για ν’ αφήσω 3-4 αντίτυπα επί παρακαταθήκη... Τι αφέλεια, μα πόση αφέλεια... Έτσι πρωτοσυνάντησα τον Κοντό στον Ηνίοχο αλλά και τον Γιώργο Μαρκόπουλο, στο βιβλιοπωλειάκι του, την Αλόννησο...
Μάλλον αναφέρεστε σε μια εποχή που ηταν ακόμα αδιαμόρφωτα τα πράγματα ως προς τη γενιά του ’70...
Αδιαμόρφωτα δεν μπορώ να πω. Υπήρχαν ήδη τρεις τουλάχιστον σχετικές εκδόσεις, η Ποιητική Αντι Ανθολογία του Δημήτρη Ιατρόπουλου το 1971 και τον ίδιο χρόνο Οι έξη ποιητές με εισαγωγή του Κίμωνα Φράιερ και μάλλον η πιο επαρκής, Νέα Γενιά, των Στέφανου Μπεκατώρου και Αλέκου Φλωράκη. Και στις τρεις αυτές ανθολογίες βρίσκονται ποιητές και ποιήτριες που αποτέλεσαν στα επόμενα χρόνια τον βασικό κορμό της λεγόμενης γενιάς του ’70...
Λεγόμενης; Γιατί;
...Διότι ουσιαστικά το μόνο που συνδέει όλους αυτούς τους ποιητές, και μάλιστα όχι απολύτως, είναι ότι απλώς οι συγκυρίες ανάγκασαν αρκετούς να βγάλουν βιβλία ποίησης γύρω στο ’70. Ο βασικότερος λόγος ετούτης της σύγκλισης ήταν ότι οι περισσότεροι δίσταζαν να προχωρήσουν σε έκδοση λόγω του ισχύοντος ως το 1969 νόμου περί λογοκρισίας. Το πώς οι παρθενικές αυτές ποιητικές συλλογές έγιναν για ορισμένους αντιστασιακές πράξεις, ε, αυτό ανήκει στη μυθολογία της περιόδου εκείνης! Λέω, λοιπόν, ότι έτσι χτίστηκε μια παρεξήγηση από την αρχή με τον όρο που πέταξε στο τραπέζι κάπως σαν παιχνίδι ο Βασίλης Στεριάδης. Άλλους εννοούσε εκείνος ως γενιά του ’70, άλλους εννοούσα εγώ στην εισαγωγή που έγραψα το ’79 και άλλους εννοούν σήμερα οι διάφοροι σχετικοί και άσχετοι γραμματολογούντες. Ό,τι όμως και να λέμε, έκτοτε ο όρος έπιασε και έμεινε, καθώς βόλευε πολλαπλώς. Ήταν ένας γραμματολογικός προσδιορισμός που εξυπηρετούσε ποικίλως... Ας πούμε, υπονοούσε τη συνέχεια της γραμμής που είχε ήδη υπάρξει ιστορικά με τον όρο «γενιά του ’30»˙ έθετε την ύπαρξη μιας συλλογικής πινακίδας που δεν άφηνε να φανούν οι επιμέρους διαφορές˙ παρείχε έναν χαρακτηρισμό που έμενε εύκολα στη μνήμη˙ προσφερόταν ως έτοιμη λύση που οριοθετούσε, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, το τότε νέο στην ποίηση από το παλαιότερο. Ασφαλώς, το θέμα της «γενιάς» δεν μπορούμε να το λύσουμε σ’ αυτή τη συζήτηση –μπορεί και να μην ενδιαφέρει πια–, όμως αν θέλουμε να βρούμε σώνει και καλά αναλογίες ανάμεσα στον όρο «γενιά του ’70» και «γενιά του ’30», ως προς τον καταρτισμό του όρου εννοώ, νομίζω ότι ουσιαστικά δεν υπάρχουν... Τα κοινά βιώματα που επεσήμαινε την ύπαρξή τους στους συνομηλίκους του ο Γιώργος Θεοτοκάς στο Ελεύθερο πνεύμα του, ακολουθώντας τον σχετικό γενεαλογικό διαχωρισμό του Τιμποντέ, τα συναντούμε σπάνια στη λογοτεχνική ομάδα του ’70, το ίδιο τις κοινές εμπειρίες, όπως επίσης τις ομότροπες πολιτικές στάσεις και τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις για τον ρόλο της ποίησης ή της τέχνης γενικότερα. Ως επιμέρους δημιουργοί, όμως, με έστω λίγες μεταξύ τους οργανικές γενεαλογικές συνάψεις, ασφαλώς και έχουν τη σημασία τους. Αυτή τη σημασία προσπάθησα να αναδείξω σε διάφορα κείμενά μου, τουλάχιστον μετά το ’79-’80. Για τα υπόλοιπα αναλαμβάνω τη mea culpa μου...
Το μόνο που συνδέει όλους αυτούς τους ποιητές, και μάλιστα όχι απολύτως, είναι ότι απλώς οι συγκυρίες ανάγκασαν αρκετούς να βγάλουν βιβλία ποίησης γύρω στο ’70 […] Το πώς οι παρθενικές αυτές ποιητικές συλλογές έγιναν για ορισμένους αντιστασιακές πράξεις, ε, αυτό ανήκει στη μυθολογία της περιόδου εκείνης!
Η αξία του ικανού ελάσσονος και η απαξία του πληθωριστικού μείζονος
Τι σας έκανε να ασχοληθείτε σε μονογραφίες σας με λογοτέχνες που δεν θεωρούνται του βασικού κανόνα και χαρακτηρίζονται «ελάσσονες», όπως ο Τάκης Καρβέλης, ο Ανέστης Ευαγγέλου, ο Τάσος Πορφύρης;
Τον λόγο τον όρισε διαχρονικά, και πολύ καίρια μάλιστα, ο Τέλλος Άγρας, σ’ ένα μικρό δοκίμιό του 1943, το «Nihil… minor in litteris». Πιστεύω πως στην επικράτεια των γραμμάτων τα πρωτεία και τα δευτερεία είναι πολύ σχετικές έννοιες˙ ακόμα και το υποτίθεται ελάχιστο έχει τη σημασία του. Μ’ αυτό δεν ισχυρίζομαι πως δεν υπάρχουν μάστορες και καλφάδες, δεν βρίσκω όμως κανέναν μείζονα να προκόβει μόνος του στη λογοτεχνία. Χρειάζεται έναν κύκλο ομοτέχνων του για να φανεί η δική του αξία, και, επιπλέον, όσο αξιότερος είναι αυτός ο κύκλος σε μια ορισμένη χρονική στιγμή, όσο ικανότεροι είναι οι καλφάδες, δηλαδή, τόσο καλύτερα φαίνεται και η αξιοσύνη των μαστόρων!
Έχετε ιδιαιτέρως ασχοληθεί με την κυπριακή λογοτεχνία. Τι σας έκανε να στραφείτε στη λογοτεχνία της «περιφέρειας»;
Η Κύπρος είναι εντός του πανελληνίου και το πανελλήνιο, υπονομευμένο από τα ήδη αναχρονιστικά ιδεολογήματα του ανοιχτού πεδίου, είναι εδώ και καιρό ασταθές! Για την ώρα, όσο η κυπριακή λογοτεχνία θα είναι ομόκεντρη και ομόγλωσση με τη δική μας, έστω και με τις ιδιωματικές της αποκλίσεις, θα πρέπει να μας ενδιαφέρει να βρούμε την αξιοσύνη της, όπως ενδιαφέρει τη γραμματολογία μας ο με πολλές πατρίδες Ανδρέας Κάλβος, η διηγηματογράφος από την Πόλη Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, ο γεννημένος στο Κάιρο Στρατής Τσίρκας, ο Αλεξανδρινός Κ. Π. Καβάφης... Εδώ νοιαζόταν για την κυπριακή ιδιωματική ο Σολωμός, κρατώντας σημειώσεις... Λοιπόν, η αίσθηση του ασταθούς ενιαίου πανελληνίου είναι αυτή που με έκανε να συμπεριλάβω στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας το 2007 μια ευρεία εκπροσώπηση της λογοτεχνίας της Κύπρου!
Ποια χαρακτηριστικά πιστεύετε ότι πρέπει να έχει ένας κριτικός λογοτεχνίας; Τι οφείλει να αποφεύγει; Τι πρέπει να προσπαθεί; Τι θα συμβουλεύατε τους νεότερους;
Το αστείο είναι ότι γυρεύετε κανόνες για την άσκηση της λογοτεχνικής κριτικής, τη στιγμή που τόσο το νόμισμά της όσο και το νόμισμα της λογοτεχνίας είναι υποτιμημένα, λόγω της πληθωριστικής προσφοράς και ζήτησης! Όσο κι αν η διαπίστωση δυσαρεστεί πολλούς, η λογοτεχνική κριτική (όπως και η λογοτεχνία ως ευπρόσιτη ιαματική διέξοδος) εδώ και αρκετό καιρό είναι ένα είδος που υπεραφθονεί. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως η αξία της είναι αντιστρόφως ανάλογη της υπεραφθονίας της; Τη βλέπουμε παντού, ανίδεη, άσοφη, μεγαλόστομη, προπάντων άκριτη, να γράφεται εύκολα, να επαινεί εύκολα, να θωπεύει, να μη θέλει να χαλάει καρδιές, να είναι μια κατάφαση για τα πάντα και για τους πάντες. Να μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων, να δελεάζεται από το θέμα, να μη βρίσκει τίποτ’ άλλο από αριστουργήματα παντού, ενώ η μαστοριά της είναι ακατανόητη ή και ανώφελη˙ να συμμετέχει σ’ ένα εξωφρενικής συχνότητας δούναι-λαβείν όπου πρέπει όλοι να μένουν ευχαριστημένοι. «Ασκούμενη» μ’ αυτό τον δήθεν αγαθοεργό εκ προοιμίου τρόπο είναι σε μεγάλο βαθμό το βάλσαμο στην καρδιά των συγγραφέων που διαγκωνίζονται ενίοτε μάταια για ένα πρώτο τραπέζι στην πίστα της δημοσιότητας. Αλλά το ακόμα πιο αστείο είναι ότι κατάφερε επιτέλους η λογοτεχνική κριτική να πάψει να είναι υποκειμενική! Δεν διατρέχει δηλαδή τον κίνδυνο να είναι αυθαίρετη, να λέει τη γνώμη της, έστω και διακινδυνεύοντας, κάτι που έτρεμαν οι παλαιότεροι του είδους. Και τούτο διότι στις περισσότερες των περιπτώσεων κάνει μια συμβατική ανάγνωση των περιεχομένων του έργου, επικεντρώνεται στο τι λέει και αποφεύγει το πώς το λέει! Ε, από αυτά που σας ανέφερα ας βγάλει αυτός ο «νέος κριτικός σας» τα δικά του συμπεράσματα.
Κύριε Ζήρα, σας ευχαριστώ πολύ για την τόσο ενδιαφέρουσα συνομιλία.
Σημείωση
[1] Αλέξη Ζήρα, Η ορεσίβια ποιητική μνήμη του Τάσου Πορφύρη. Ο μεταπόλεμος και οι ποιητές της ορεινής ενδοχώρας, Ύψιλον 2016, σ. 10.
πηγή : diastixo.gr