Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Η φόνισσα» σε επιμέλεια του Κώστα Σταμάτη
Η φιλολογία περί τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ανθεί και φέρει κι άλλο. Μέσα σε λίγες μέρες έχουν περάσει από τα χέρια μου τρία πολύ αξιόλογα βιβλία, τα οποία προσεγγίζουν τον μεγάλο διηγηματογράφο μας από διαφορετική σκοπιά το καθένα, πέραν των τόσων και τόσων εκδόσεων που έχουν ήδη γίνει, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον – εκείνην του Δόμου, που επιμελήθηκε ο Νίκος Τριανταφυλλόπουλος, ανάμεσα στις καλύτερες. Κάθε έκδοση και μια ακόμα ψηφίδα που πλουτίζει τη βιβλιογραφία για τον μεγάλο διηγηματογράφο, που θα μπορούσε να ενταχθεί στους μέγιστους του κόσμου, αν ο κόσμος μπορούσε να διαβάζει ελληνικά. Και αυτό είναι πολύ ευχάριστο, αλλά από την άλλη μάς θλίβει γιατί δεν ακούγεται στα πέρατα του κόσμου αυτή η φωνή, ενώ άλλες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας όχι μόνο ακούγονται και μεταφράζονται, αλλά και βραβεύονται.
Ο Κώστας Σταμάτης έκανε μια νέα έκδοση του εμβληματικού έργου του Παπαδιαμάντη Η φόνισσα, στηριγμένος στην πρώτη δημοσίευση από το περιοδικό Παναθήναια, 15 Ιανουαρίου – 15 Ιουνίου 1903. Και επειδή χειρόγραφο της Φόνισσας δεν υπάρχει, η έκδοση στα Παναθήναια επέχει θέση χειρογράφου. Έχουμε λοιπόν στα χέρια μας μια έκδοση όπως την είχε δει με τα μάτια του ο Παπαδιαμάντης, ο οποίος, εν ζωή, δεν πρόλαβε ποτέ συγκεντρωτική.
Όπως γράφει ο Σταμάτης, ο Παπαδιαμάντης, εν αγνοία του, «διέγειρε τον θρύλο του, που άρχισε σιγά σιγά να χτίζεται […] και συγκίνησε με την ιδιαίτερη προσφορά του στα νεοελληνικά γράμματα όσο ελάχιστοι συγκαιρινοί ή μεταγενέστεροι συγγραφείς». Αυτού του θρύλου η γοητεία δείχνει σαν μεταφυσική κλήση για τον συγγραφέα που με αγάπη, περίσκεψη και πάθος δέχτηκε το κάλεσμα.
Από τους ενασχολούμενους με τον Παπαδιαμάντη, άλλοι ήταν «ένθερμοι θαυμαστές», άλλοι «συγκρατημένοι», άλλοι «επικριτές» και άλλοι θεωρούν τη Φόνισσα «κορωνίδα». Ωστόσο, η Φόνισσα άρχισε να συγκινεί τους εκδότες μετά τον θάνατο του λογοτέχνη, οπότε, και σχεδόν αμέσως, έγινε η έκδοση των έργων του κατηγοριοποιημένων σε «χριστουγεννιάτικα, της Πρωτοχρονιάς, για τα Φώτα, πασχαλινά, θαλασσινά, αθηναϊκά», ακόμα και «ερωτικά».
Από τους μελετητές, θαυμαστές, άλλοι μιλούσαν για τη γλυκιά νοσταλγία τη συνυφασμένη με την επιθυμία του ανθρώπου να ξαναβρεί την ταυτότητά του με τη φύση, άλλοι εντόπιζαν δεσμούς με τον μυστικισμό, σε ένα κράμα πιστού και ειδωλολάτρη, μια ανατροπή στη θρησκευτικότητά του, άλλοι έκαναν λόγο για τον κρυμμένο του ερωτισμό. Στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας το 1941, ο Παπαδιαμάντης έφτασε να αποκαλείται Ποιητής που στέκεται ισάξια στο πλευρό του Σολωμού: «μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό/ και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», θα γράψει αργότερα και ο Οδυσσέας Ελύτης στο Άξιον Εστί. Και ο Σεφέρης θα τον αναφέρει ως ποιητή ανάμεσα στον Παλαμά και τον Κάλβο.
Το βιβλίο είναι εξαιρετικό, γραμμένο με τα εργαλεία του επιστημονικού λόγου –έρευνα πλατιά και βαθιά, χρήσιμες πληροφορίες και πολύτιμες διευκρινίσεις, τεκμηριωμένες σημειώσεις– και τη γλώσσα της καρδιάς.
Το 1954, γίνεται η έκδοση του Γιώργου Βαλέτα και έκτοτε άλλες πολλές, οι οποίες όμως, λέει ο Σταμάτης, «δεν εμπλούτισαν […] αλλά μάλλον αφαίρεσαν» από το έργο. Σωστά αποκατεστημένο μάς δίνει το συνολικό παπαδιαμαντικό έργο ο Τριανταφυλλόπουλος, που ήδη προαναφέραμε, το οποίο ολοκληρώθηκε ανάμεσα στα έτη 1981-1988. Η Φόνισσα κρατά γερά στη θέση της ως «δυνατό ψυχογράφημα, σφιχτοπλεγμένο με κοινωνικό περιεχόμενο», εστιασμένο στην ανθρώπινη φύση. Πάμπολλες εργασίες και έρευνες έχουν γίνει πάνω σε φανερές και αφανείς πτυχές της προσωπικότητας της ηρωίδας, της οποίας η επιτυχία φαίνεται από τις θεατρικές της εκδοχές, ραδιοφωνικές, τηλεοπτικές και στιχουργικές.
Στέκομαι στην επισήμανση του συγγραφέα ότι ο αναγνώστης του Παπαδιαμάντη είναι «αναγνώστης με ιδιότητες» και το παπαδιαμαντικό έργο δεν ανήκει στα έργα που ενισχύουν τη «διανοητική νωθρότητα». Απαιτεί επαρκή αναγνώστη, ας πούμε.
Ως προς το είδος, ο Σπύρος Μελάς το είχε προαναγγείλει ως «κοινωνικό μυθιστόρημα». Ο Παπαδιαμάντης όμως είχε εγκαταλείψει προ αρκετών χρόνων την ιδέα να γράψει μυθιστόρημα, με μόνα ταλαντευόμενα έργα τον Χρήστο Μηλιόνη ανάμεσα στο διήγημα και την ιστορική νουβέλα και το «διήγημα πρωτότυπον» Η Μετανάστις, κάτι που σημαίνει διήγηση, αφήγηση, εξιστόρηση. Και η Φόνισσα τι είναι; Μυθιστόρημα, διήγημα ή νουβέλα; Ο Σταμάτης εκθέτει τους λόγους οι οποίοι συνηγορούν υπέρ του μυθιστορήματος. Επίσης, ερευνά το πότε και πού γράφτηκε, μέσα σε ποιες συνθήκες, με πόση αμοιβή. Για τους περισσότερους γράφτηκε στη Σκιάθο, αλλά ίσως και στην Αθήνα, το 1903 ή 1902. Στοιχεία της Φόνισσας ανακαλύπτει κανείς σε ειδύλλια που είχε γράψει πριν.
Το θέμα έκανε εντύπωση στην Αθήνα, στην επαρχία όμως ήταν «κοινωνικά εγκατεστημένη κατάσταση» με τον Παπαδιαμάντη να φέρνει στην επιφάνεια ένα μυστικό θαμμένο. Η θηλυκτονία (παιδοκτονία, βρεφοκτονία) ήταν γνωστή και μέσο σωτηρίας της οικογενειακής περιουσίας από τον διαμελισμό. Η λέξη απαντά μόνο στο λεξικό του Κουμανούδη, ωστόσο ήταν συνήθεια αρχαία, πράγμα που σημαίνει πως ο λογοτέχνης βρήκε πλούσιο υλικό από το παρελθόν, αλλά και από τον περίγυρό του: οι βρεφοκτονίες, ο βρόγχος της προίκας, η θέση της γυναίκας στην εποχή του, αλλά και ο παλιός «ανελέητος, τρομερός άγραφος νόμος» που «κρατούσε στις βόρειες Σποράδες, αλλά και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου».
Εξέχουσα θέση στην έρευνα του Σταμάτη αλλά και στην εκτίμησή του έχει η εξαιρετική μελέτη του Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος χαρακτηρίζει τη Φόνισσα «σπάνια περίπτωση ψυχικής μελέτης, άξια για τον πιο μεγάλο ψυχολόγο» και θεωρεί ότι «αφυπνίζει τη συνείδηση της κοινωνίας και της λογοτεχνίας μας». Συγκλονιστικό είναι το απόσπασμά του για την «κανακαρά», τη «χαϊδεμένη» πρώτη κόρη, που κληρονομεί το σπίτι και όλη την περιουσία, με συνέπεια να περιπέσει σε ένδεια όλη η υπόλοιπη οικογένεια, να ξενιτευτούν τα αγόρια, να μείνουν ανύπαντρα και να μαραθούν τα υπόλοιπα κορίτσια, να γίνουν καλόγριες, να γίνουν αστεφάνωτες και, επειδή τα νησιά ήταν πέρασμα πειρατών, να πέσουν στον «ξαμολημό» και την πορνεία. Στο Χωρίς στεφάνι, παραδείγματος χάριν, ο Παπαδιαμάντης μάς έδωσε τη στιγματισμένη γυναίκα.
Ο Βλαχογιάννης μελετά τις τοπικές συνήθειες. Αναφέρει τη θηλυκτονία, το πρόβλημα των νιόπαντρων αλλά και αρραβωνιασμένων που περίμεναν χρόνια να επιστρέψει ο ξενιτεμένος, αδελφός, αρραβωνιαστικός ή σύζυγος, οπότε η αντρική απουσία έδινε δύναμη στη μητέρα γυναίκα δυνάστη. (Δεν ξέρω αν συσχετίζω «κουτά», αλλά κάπως έτσι τα πράγματα εξελίσσονται και στην Άνδρο στη Μικρά Αγγλία της Ιωάννας Καρυστιάνη, με τη μάνα κέρβερο και τον πατέρα απόντα με άλλη οικογένεια εκεί μακριά στα ξένα, όπου ζει.) Ιστορικό γεγονός είναι ο ξεσηκωμός του απελπισμένου λαού στα 1825 στη Γλώσσα Σκοπέλου, που ζητά κατάργηση της προίκας, η οποία γινόταν πηγή δυστυχίας και διαφωνίας μέσα στην οικογένεια.
Η κριτική βρέθηκε σε αμηχανία μπροστά στη Φόνισσα και χρειάστηκε μια δεκαετία για να κατανοήσει την προσφορά του έργου στα ελληνικά γράμματα και ότι «Η τραγωδία της Φραγκογιαννούς ήταν το παραστατικότατο έκτυπο της ίδιας της ζωής». Ακόμα και ο Παλαμάς «δεν μίλησε ξεχωριστά» για τη Φόνισσα. Όταν όμως πέθανε ο Παπαδιαμάντης, τον αποχαιρέτησε με τον σημαδιακό παπαδιαμαντικό στίχο «τ’ αηδόνια αυτά που κελαϊδούν/ μου φαίνονται πως κλαίνε».
Από τις εξαιρετικές σελίδες για τον Παύλο Νιρβάνα, ο Σταμάτης στέκεται στην επιμονή του να καταφέρει τον Παπαδιαμάντη να σταθεί και να φωτογραφηθεί στη Δεξαμενή: «Δεν θα μπορούσε να του δώσει κανείς μια πόζα πιο σύμφωνη με τη φύση του και τον χαρακτήρα του απ’ την ασκητική αυτή πόζα, που είχε πάρει μοναχός του». Ακόμα, ο Νιρβάνας βλέπει την ηρωίδα «υψωμένη εις πνευματικότητα συμβόλου, ενσαρκώνουσα μέσα στο παραλήρημά της τον πόνο μιας ανθρωπότητος ολοκλήρου, διά την τύχη της γυναικός εις τον κόσμον αυτόν […] μια γυναίκα που έχει την θέσιν της εις την πινακοθήκη των μεγάλων γυναικών της παγκοσμίου τέχνης». Είναι η γυναικεία ψυχή που «βρήκε τον ζωγράφο της».
Στέκομαι στην επισήμανση του συγγραφέα ότι ο αναγνώστης του Παπαδιαμάντη είναι «αναγνώστης με ιδιότητες» και το παπαδιαμαντικό έργο δεν ανήκει στα έργα που ενισχύουν τη «διανοητική νωθρότητα».
Ο Ξενόπουλος θεωρεί «ουρανομήκη» τη διαφορά του Παπαδιαμάντη από τους ομοτέχνους του και χαρακτήρισε το έργο «τραγωδία μεγαλοπρεπεστάτη» και «διαμάντι μοναδικόν της φιλολογίας». Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος δεν κατάλαβε γενικώς το έργο του Παπαδιαμάντη, ωστόσο ξεχώρισε τη Φόνισσα. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη χαρακτήρισε «ανύπαρκτο και απίθανο τύπο» τη Φραγκογιαννού. Αρνητικότατος ο Δημαράς και ο Λίνος Πολίτης επίσης.
Εντέλει, ο Κώστας Σταμάτης μάς δίνει τη Φόνισσα, αλλά και την Ιστορία πίσω από το λογοτέχνημα· εποχή, περιβάλλον, κοινωνία, ήθη και έθιμα, παλιές ριζωμένες βαθιά στην ελληνική κοινωνία συνήθειες. Μελετά συστηματικά το τι συμβαίνει στα νησιά Σκιάθο και Σκόπελο· το φαινόμενο της προίκας, την εξαθλίωση της οικογένειας, την τύχη της πρωτοκόρης, τη δυστυχία των δευτερότοκων. Μετά την ιστορία έρχεται η κριτική. Πώς υποδέχτηκαν τον λογοτέχνη και πώς το έργο του. Ποιος είναι ο άνθρωπος που γράφει. Ποιος κατάλαβε τι έκρυβε μέσα του ο Παπαδιαμάντης, ποιος κατάλαβε τι έκρυβε μέσα της η Φραγκογιαννού. Κριτικές διθυραμβικές αλλά και χλιαρές ή αμήχανες και άλλες που δείχνουν ότι ο κριτικός δεν κατάλαβε. Και ο χρόνος που είναι ο μέγας κριτής απένειμε δικαιοσύνη. Έσφαλε ο Δημαράς και δεν είναι η πρώτη φορά, είναι, ωστόσο, ο πρώτος τη τάξει με Ιστορία της Λογοτεχνίας. Έσφαλε και ο Λίνος Πολίτης και η Γαλάτεια Καζαντζάκη. Δεν κατάλαβαν.
Θα ήθελα να πω, και να το τονίσω, πως ο Κώστας Σταμάτης δεν έκανε κριτική έκδοση της Φόνισσας, ή μόνο της Φόνισσας, αλλά έκανε κριτική της εποχής, ηθών και νοοτροπιών, κριτική των κριτικών, ισότιμα και ισόποσα παρουσίασε και τους μεν και τους δε. Δεν κατακρίνει. Με παπαδιαμαντική κατανόηση δέχεται και τον άστοχο ή άδικο λόγο και τον επαινετικό. Το βιβλίο είναι εξαιρετικό, γραμμένο με τα εργαλεία του επιστημονικού λόγου –έρευνα πλατιά και βαθιά, χρήσιμες πληροφορίες και πολύτιμες διευκρινίσεις, τεκμηριωμένες σημειώσεις– και τη γλώσσα της καρδιάς. Ο αναγνώστης έχει διπλή την επίσκεψη. Διαβάζει τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη και τη μελέτη του Σταμάτη. Πατάει γερά στα βήματα που πάτησε ο συγγραφέας ακολουθώντας τη Φραγκογιαννού από τη νύχτα εκείνη της μεγάλης αγρύπνιας και του πρώτου φονικού, όταν «ψήλωσε ο νους της», στην Εβδομάδα των Βαΐων που πήρε το καλαθάκι της για να μαζέψει βότανα, σε όλη την πορεία προς τον Γολγοθά της, τα πάθη της και τη μετάνοιά της, για να την απαλλάξει τέλος από το μαρτύριό της ως «γραία Χαδούλα», μεταξύ θείας και ανθρωπίνης δικαιοσύνης.
Η φόνισσα
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Επιμέλεια – Εισαγωγή – Σημειώσεις – Σχόλια: Κώστας Σταμάτης
Εκδόσεις Πατάκη
330 σελ.
ISBN 978-960-16-7837-5
Τιμή €13,30
πηγή : diastixo.gr