Αλεξάνδρα Μητσιάλη: συνέντευξη στην Αντωνία Γουναροπούλου

2017-05-24 10:34
 Αλεξάνδρα Μητσιάλη: συνέντευξη στην Αντωνία Γουναροπούλου


Η Αλεξάνδρα Μητσιάλη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάζεται ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση. Ταυτόχρονα γράφει λογοτεχνία για μικρούς και μεγάλους. Βιβλία της ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας (Το Αστερόσπιτο, Με λένε Νιλουφέρ, Το υπόσχομαι… και Η κούκλα που ταξίδευε στον κόσμο) καθώς και για άλλα βραβεία (Το Αστερόσπιτο και Η νύχτα των πυγολαμπίδων για το Βραβείο του Λογοτεχνικού Περιοδικού Διαβάζω 2008 και 2009 αντίστοιχα, Θα σε σώσω ό,τι κι αν γίνει,Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και Αναγνώστης2014, Κύριε Χρόνε, σου έχω πολλά παράπονα, Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου 2015, Να με Αντέχεις, Αναγνώστης 2016). Το μυθιστόρημά της Θα σε σώσω ό,τι κι αν γίνει βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για Νέους του 2014, ενώ το τελευταίο της μυθιστόρημα, Ξυπόλυτοι ήρωες, με το Βραβείο Νεανικού Μυθιστορήματος από το ελληνικό τμήμα της IBBY το 2017.

Ποια ήταν τα απαραίτητα υλικά σας για να μπορέσετε να μπείτε στον κόσμο του Τάκη, της Σταυρούλας και του Πέπο;

Τα πολλά και διαφορετικά πρόσωπα της πόλης εκείνη την εποχή και τα γεγονότα της· οι γειτονιές, οι δρόμοι, οι φυσιογνωμίες και τα ρούχα των ανθρώπων. Επίσης όλα τα βιβλία που είχα διαβάσει μέχρι τότε από μικρή ακόμα ηλικία για τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την Κατοχή, οι ταινίες και τα ντοκιμαντέρ που είχα δει, οι αφηγήσεις που είχα ακούσει. Και ίσως, βαθύτερα απ’ όλα αυτά, οι εικόνες από την εβραϊκή συνοικία της Κέρκυρας, όπου μεγάλωσα, με τους λίγους επιζήσαντες των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης· εκείνων με το ανεξίτηλο σημάδι στο δεξί τους χέρι, τον αριθμό του θανάτου που αυτούς δεν τους πρόλαβε… Γιατί στην πραγματικότητα ποτέ δεν γράφεις ένα μυθιστόρημα με τα στοιχεία που αναζητάς και ανακαλύπτεις εν προκειμένω αλλά με όλο το φορτίο από δεδομένα, σκέψεις, συναισθήματα, εικόνες για το θέμα που έχεις συγκεντρώσει συνειδητά ή ασυνείδητα σε όλη σου τη μέχρι εκείνη τη στιγμή ζωή.

Πώς σχετίστηκε, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, η μυθιστοριογράφος με την ιστορική ερευνήτρια;

Συμπορεύτηκαν από ανάγκη σχεδόν εξαρχής. Σχεδόν γιατί η μυθιστοριογράφος προηγήθηκε κατά τι, αφού αυτή πρώτη συνέλαβε την ιστορία σε μια από αυτές τις κρίσιμες στιγμές της έμπνευσης που αποφασίζουν για τέτοιου είδους εγχειρήματα. Από κει και πέρα η ιστορική ερευνήτρια, όπως την αποκαλείτε, ψάχνοντας στο ιστορικό, βιογραφικό, λογοτεχνικό, δημοσιογραφικό, φωτογραφικό υλικό της εποχής εκείνης πρόσφερε κάθε είδους στοιχεία στη μυθιστοριογράφο για να «χτίσει» την ιστορία της. Η έρευνα συνεχίστηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε όλη τη διάρκεια της συγγραφής.

Έτσι κι αλλιώς διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε την ιστορία, την αναστοχαζόμαστε και την επαναξιολογούμε από την οπτική του παρόντος και των αναγκών του και την αφηγούμαστε ξανά μέσα από τους δικούς μας μεγεθυντικούς φακούς. Όλα αυτά κάνουν κάθε λογοτεχνική ιστορία που γράφεται, και βέβαια σέβεται τον εαυτό της, να είναι μια καινούρια ιστορία.  



Θα έλεγε κανείς ότι έχουν ήδη γραφτεί αρκετά βιβλία με θέμα το Ολοκαύτωμα. Τι ήταν το καινούριο που θέλατε να πείτε και σας έσπρωξε στους Ξυπόλυτους ήρωες;

Δεν ήταν πρόθεσή μου να γράψω ένα βιβλίο για το Ολοκαύτωμα. Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για την πόλη και τους ανθρώπους της την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής. Ήθελα να ζωντανέψω τη ζωή της πόλης και τα γεγονότα της· να αναδείξω πλευρές της που είχαν τρόπον τινά αποσιωπηθεί· να φωτίσω τα κρυμμένα της πρόσωπα· να μιλήσω για τους αφανείς αλλά πολύ σημαντικούς συντελεστές της. Μια τέτοια πλευρά, ελάχιστα γνωστή στους σύγχρονους, ήταν το Ξυπόλυτο Τάγμα και η ιστορία του αλλά και το ξεκλήρισμα της εβραϊκής κοινότητας της πόλης με τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειές του, όπως επίσης και η ίδια η εικόνα της πόλης με την κοινωνική της σύνθεση και τις πολλές και διαφορετικές «φωνές» της ή ο ρόλος των Ελλήνων –χριστιανών και Eβραίων– συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων. Αλλά έτσι κι αλλιώς διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε την ιστορία, την αναστοχαζόμαστε και την επαναξιολογούμε από την οπτική του παρόντος και των αναγκών του και την αφηγούμαστε ξανά μέσα από τους δικούς μας μεγεθυντικούς φακούς. Όλα αυτά κάνουν κάθε λογοτεχνική ιστορία που γράφεται, και βέβαια σέβεται τον εαυτό της, να είναι μια καινούρια ιστορία.


Πώς μπορεί μια ώριμη γυναίκα της δεκαετίας του 2010 να μπει στην ψυχολογία ενός νεαρού εφήβου του 1942-3; Έχετε δανείσει στον Τάκη δικά σας στοιχεία; Σε άλλους χαρακτήρες, «κακούς»;

Δεν ξέρω πώς γίνεται. Ξέρω όμως ότι γίνεται. Μπορώ να σας βεβαιώσω ότι έζησα όχι «σαν» αλλά «ως» Τάκης στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής, έτρεξα στους δρόμους της, κρεμάστηκα σκαλομαρία από το τραμ της, μπήκα στα σπίτια των πλουσίων στη λεωφόρο των Εξοχών και των Πύργων, τρύπωσα στα φτωχόσπιτα των Εβραίων και των χριστιανών κατοίκων της, συμμετείχα στα μεγάλα και τα μικρά συμβάντα της από την πρώτη γραμμή. Μια εσωτερική μετακίνηση, ένας ψυχικός διακτινισμός, όχι απλώς μια μεταμόρφωση αλλά περισσότερο μια μετουσίωση, που δεν μεταφέρεται με λόγια, μου επέτρεψαν να ζήσω τουλάχιστον μία παιδική και μία εφηβική ηλικία σε αυτή την πόλη, όπου στην πραγματικότητα δεν γεννήθηκα και δεν μεγάλωσα, και να τη νιώσω πιο δική μου ίσως απ’ ό,τι αν ήμουνα γέννημα και θρέμμα της.

Σε ό,τι αφορά την ψυχοσύνθεση των ηρώων μου, «είμαι παντού και πουθενά», όπως λέει ο στίχος. Παντού γιατί όλες οι ανθρώπινες κατασκευές μέσα στο βιβλίο είναι δικό μου δημιούργημα· είναι πρόσωπα στα οποία εγώ έδωσα πνοή και τα οποία πριν από μένα και χωρίς εμένα δεν θα υπήρχαν, και ταυτόχρονα πουθενά γιατί, ενώ είναι δικό μου δημιούργημα, είναι ταυτόχρονα το αποτέλεσμα μιας μετάγγισης υλικών που αποτυπώνουν μια εποχή – τις ζωές, τα πρόσωπα, τα συναισθήματα, τις ιδεολογικές σταθερές αλλά τις αμφιβολίες, τους λόγους και τους τρόπους για τους οποίους και με τους οποίους οι ήρωες αποφάσισαν να δράσουν. Όλα αυτά τα υλικά, όσο κι αν περνούν μέσα από μένα, την ίδια στιγμή με ξεπερνούν.

Στο βιβλίο μου η έμφαση δόθηκε στα «μεγάλα» γεγονότα όπως τα έζησαν οι «μικροί» άνθρωποι. Ένα από τα πράγματα που ήθελα άλλωστε να πω με το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι η ιστορία φτιάχνεται από πολλούς ανώνυμους ανθρώπους που με το βάρος τους κάνουν την πλάστιγγα στο ζύγι των ιστορικών γεγονότων να γείρει κάθε φορά από τη μια ή την άλλη πλευρά.  

Στους Ξυπόλυτους ήρωες μιλάτε για σημαντικά, τραγικά γεγονότα και ταυτόχρονα για την καθημερινότητα ανώνυμων ανθρώπων. Πόσο συνειδητή ήταν κατά τη συγγραφή η έμφαση πότε στην επίσημη και πότε στην ανεπίσημη ιστορία;

Ως πρόθεση το πέρασμα αυτό ήταν συνειδητό. Η πραγματοποίησή του όμως κατά τη συγγραφή της ιστορίας γινόταν ασυναίσθητα μέσα από τους ήρωές μου. Η επιλογή δηλαδή από μένα των συγκεκριμένων προσώπων που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο μου με βοήθησε να δώσω τα ιστορικά γεγονότα μέσα από την οπτική αυτών των ανθρώπων. Έτσι κι αλλιώς, εκείνος που γράφει ένα μυθιστόρημα για μια περασμένη εποχή οφείλει κατ’ αρχάς να θυμάται ότι αυτό που κατά τον χρόνο της αφήγησης ανήκει πια στον χώρο της ιστορίας, για τους ήρωές του τότε, για τον ίδιο τον ιστορικό χρόνο, δηλαδή, ήταν πραγματική καθημερινή ζωή κι έτσι πρέπει να αποδίδεται: μέσα από πραγματικούς ανθρώπους σε πραγματικές συνθήκες που σφύζουν από πραγματική ζωή και όχι μέσα από ήρωες-σκιές που λειτουργούν προσχηματικά, δηλαδή ως εργαλεία για να αφηγηθεί ο συγγραφέας τα ιστορικά γεγονότα. Στο βιβλίο μου η έμφαση δόθηκε στα «μεγάλα» γεγονότα όπως τα έζησαν οι «μικροί» άνθρωποι. Ένα από τα πράγματα που ήθελα άλλωστε να πω με το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι η ιστορία φτιάχνεται από πολλούς ανώνυμους ανθρώπους που με το βάρος τους κάνουν την πλάστιγγα στο ζύγι των ιστορικών γεγονότων να γείρει κάθε φορά από τη μια ή την άλλη πλευρά.

Θα μπορούσατε να γράψετε ένα αντίστοιχο μυθιστόρημα με ήρωές σας τους αντιδιαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες; Έναν νεαρό χωροφύλακα, μια νεαρή διερμηνέα των Γερμανών, μια οικογένεια από εκείνες που ήθελαν απλώς να επιβιώσουν;

Θεωρητικά θα μπορούσα να το γράψω, αλλά μόνο αν υπήρχε ένα αφετηριακό σημείο έμπνευσης τόσο σημαντικό για μένα ώστε να αξίζει τον κόπο να αφηγηθώ αυτή την ιστορία. Γράφω μια ιστορία δεν σημαίνει απλώς κατασκευάζω ένα καστ χαρακτήρων και, μέσα από το ανακάτεμά τους με γεγονότα και δραματικές κορυφώσεις, τους χειρίζομαι ξετυλίγοντας μια πλοκή. Γράφω μια ιστορία σημαίνει ζωντανεύω έναν κόσμο γεμάτο βαθύτερες, πολυεπίπεδες νοηματοδοτήσεις και φορέας αξιών, το βάθος και το πλάτος των οποίων διαφεύγει πολλές φορές κι από τον ίδιο τον λογοτέχνη. Οπότε, όπως το σκέφτομαι, νομίζω ότι και γύρω από τα πρόσωπα που προτείνετε αν έπλεκα την ιστορία μου, φοβάμαι ότι θα την ξετύλιγα και πάλι έτσι ώστε να αναδείξω τα ίδια θέματα: τη φασιστική βαρβαρότητα, την αξιοπρέπεια των ανθρώπων που υψώνουν το ανάστημά τους με όποιο τρόπο μπορούν απέναντι στον καταπιεστή, το μεγαλείο αλλά και την τραγικότητα του ανθρώπου που δεσμεύεται σε υπέρτερους σκοπούς κάνοντας την επιλογή του, το ασήκωτο βάρος της πτώσης και της απώλειας κτλ.

Στο βιβλίο σας έχετε αναστήσει, χωροταξικά, τη Θεσσαλονίκη του ’40. Διασώζεται, κτιριακά και χωροταξικά, η ιστορία στην πόλη σας;

Υπάρχουν τα απομεινάρια της· μια ισχνή μνήμη που έγινε προσπάθεια να ισοπεδωθεί με την αντιπαροχή και την αποσιώπηση, σαν η πόλη να μην έχει άλλα πρόσωπα παρά το σημερινό, σαν να μην υπάρχουν οι καθρέφτες της ιστορίας όπου μπορούμε να αντικρίσουμε το παρελθόν αλλά και να έρθουμε αντιμέτωποι με τον εαυτό μας. Τα πολύ λίγα τελευταία χρόνια η πόλη ή, καλύτερα, κομμάτια της επιχειρούν να βγουν από τη λήθη και τη συγκάλυψη, τοποθετώντας σημάδια πάνω σε πεζοδρόμια ή σε προσόψεις κτιρίων, οργανώνοντας ιστορικούς περιπάτους, μιλώντας για γεγονότα και αποτίοντας φόρο τιμής σε ανθρώπους για τους οποίους παλαιότερα επεφύλασσαν στην καλύτερη περίπτωση τη σιωπή.
Αλεξάνδρα Μητσιάλη: συνέντευξη στην Αντωνία Γουναροπούλου

Πώς κρίνετε την ποικιλία του συγγραφικού σας ύφους στα τρία σας μυθιστορήματα, Θα σε σώσω ό,τι κι αν γίνει, Να με αντέχεις και τώρα Ξυπόλυτοι ήρωες; Πόσες «φωνές» έχει μέσα του ένας συγγραφέας;

Δεν ξέρω στ’ αλήθεια. Γράφοντας τις ανακαλύπτω κι εγώ. Ίσως έχει τόσες φωνές όσες χρειάζεται για να αποδώσει τους κόσμους που συλλαμβάνει με το μυαλό και την ψυχή του και τους οποίους μπαίνει στη διαδικασία να ζωντανέψει «κατά το εικός και το αναγκαίον». Τα πρόσωπα της κάθε ιστορίας, ο χρόνος και ο τόπος τους, η κοινωνική τους θέση, η προσωπικότητά τους, το είδος των γεγονότων στα οποία εμπλέκονται και ο τρόπος με τον οποίο εμπλέκονται σε αυτά δημιουργούν ή απαιτούν μια σκηνογραφία και μια σκηνοθεσία οι οποίες με τη σειρά τους ορίζουν μια γλώσσα κι ένα ύφος για να πραγματοποιηθούν. Δεν διαλέγω συνειδητά το ύφος. Το ύφος για το οποίο μιλάτε μάλλον μου επιβάλλεται από τις μυθιστορηματικές συνθήκες που προκύπτουν και τις οποίες δεν μπορώ ακριβώς να ελέγξω. Το ύφος, όμως, είναι εν τέλει και η σφραγίδα του κάθε βιβλίου: με ένα άλλο ύφος το βιβλίο θα ήταν διαφορετικό όχι μόνο ως προς τη μορφή αλλά ενδεχομένως και ως προς το περιεχόμενό του. Νομίζω πάντως ότι το θέμα είναι αν αυτό το ύφος κάνει τη δουλειά του, αν είναι δηλαδή σε κάθε περίπτωση αποτελεσματικό: αν βοηθά τον συγγραφέα να εκφράσει όλα όσα επιθυμεί και τον αναγνώστη να μπαίνει αβίαστα στον κόσμο που ο συγγραφέας τον καλεί να γνωρίσει και να τον ζει.

Τι σας αποσπά περισσότερο από τη συγγραφή και τι σας σπρώχνει σε αυτήν;

Με σπρώχνει σε αυτή μια πολύ μεγάλη εσωτερική ανάγκη. Η συγγραφή δεν είναι απλά μια απασχόληση αλλά ο τρόπος να υπάρχω. Με αποσπά από αυτήν η καθημερινότητα με τα αναρίθμητα τερτίπια της, που όμως είναι αναπόφευκτα σημαντικότατο κομμάτι της ζωής μου κι επομένως και του συγγραφικού μου έργου. Η καθημερινότητα είναι ένας χώρος δεσμεύσεων, η συγγραφή ένας χώρος ελευθερίας. Αλλά πάει καιρός που έχω συνειδητοποιήσει πως εν τέλει ό,τι με αποσπά με ωθεί κιόλας με χίλιους τρόπους στη συγγραφή.

Η Άλκη Ζέη ήταν ένα από τα πρόσωπα που παρουσίασαν το βιβλίο σας στην Αθήνα. Θα συμφωνούσατε ότι με αυτό το βιβλίο παίρνετε μια θέση στην παράδοση στην οποία ανήκουν η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή;

Μάλλον αυτό θα το πουν οι άλλοι κι όχι εγώ. Κι όταν λέω οι άλλοι εννοώ όσοι ή καλύτερα όσες έχουν δημιουργήσει αυτή την παράδοση, όπως η Άλκη Ζέη, αλλά και οι ίδιοι οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες. Πάντως εγώ δεν έγραψα αυτό το βιβλίο για να ενταχθώ σε κάποια παράδοση αλλά γιατί ήθελα διακαώς να μιλήσω για τα πράγματα για τα οποία τόση ώρα συζητάμε και σε αυτή τη συνέντευξη. Συνήθως για τέτοια θέματα αποφαίνεται εν τέλει ο χρόνος, ειδικός στις αξιολογήσεις και στις κατατάξεις που δεν φθείρονται με το πέρασμά του.

Γενικά μιλώντας, προσπαθώ να αποφεύγω τον συναισθηματισμό, τα στερεότυπα προς κάθε κατεύθυνση, τα προσχήματα. Η λογοτεχνία είναι μια καταβύθιση χωρίς προστατευτικά μέσα σε αχαρτογράφητα νερά, την οποία ο αποφασισμένος πραγματοποιεί με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Φόρα παρτίδα, όπως θα έλεγε και ο Τάκης ο Τρεχάλας.

Υπάρχουν «παγίδες» για έναν συγγραφέα; Κάτι που προσπαθείτε να μην  κάνετε;

Βέβαια και υπάρχουν πράγματα που προσπαθώ να αποφεύγω και είναι μάλλον διαφορετικά ανάλογα με την ιστορία που γράφω. Γενικά μιλώντας, προσπαθώ να αποφεύγω τον συναισθηματισμό, τα στερεότυπα προς κάθε κατεύθυνση, τα προσχήματα. Η λογοτεχνία είναι μια καταβύθιση χωρίς προστατευτικά μέσα σε αχαρτογράφητα νερά, την οποία ο αποφασισμένος πραγματοποιεί με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Φόρα παρτίδα, όπως θα έλεγε και ο Τάκης ο Τρεχάλας, χωρίς κρατούμενα, αλλιώτικα δεν υπάρχει ούτε αλήθεια ούτε λύτρωση.

Ποιοι συγγραφείς σάς έχουν επηρεάσει; Πώς θα θέλατε να επηρεάσετε εσείς κάποιον νέο συγγραφέα στο μέλλον;

Πολλοί με έχουν επηρεάσει. Έχω στη λογοτεχνική αποθήκη μου πλήθος συγγραφέων που με μάγεψαν σε ηλικίες με τις οποίες δεν αντιστοιχούσαν, ειδικά σύμφωνα με τα τωρινά κριτήρια, τα περιεχόμενα και η γλώσσα που διάβαζα, συγγραφείς που με ταξίδεψαν πολύ μακριά κι άφησαν μέσα μου ανεξίτηλα σημάδια και συνεχίζουν να το κάνουν. Γάλλοι, Ρώσοι, Αμερικανοί και Λατινοαμερικανοί, Έλληνες και άλλοι από κάθε γωνιά της γης και όχι μόνο πεζογράφοι αλλά και ποιητές, που η απαρίθμησή τους θα ήταν μάλλον ανέφικτη, παλιοί και νεότεροι, γυναίκες και άντρες, μεγαλύτεροι ή μικρότεροι στις παγκόσμιες λίστες λογοτεχνικού κύρους που δεν έχουν πάντοτε σημασία, γιατί η τέχνη κι επομένως και οι λογοτεχνικές προτιμήσεις είναι θέμα αισθητικού και ιδεολογικού κριτηρίου, αλλά και γιατί όλο και περισσότερο αυτές οι λίστες ταλαιπωρούνται από πρόσκαιρες εμπορικές συγκινήσεις και ευτελή μετανεωτερικά κριτήρια.

Οι επιρροές συμβαίνουν ασυναίσθητα κι ο καθένας επηρεάζεται όπως θέλει και οπωσδήποτε όπως μπορεί, γιατί ενδεχομένως να επιθυμεί να υιοθετήσει ορισμένα στοιχεία κάποιου λογοτέχνη που εκτιμά αλλά να μην μπορεί, αφού η δυνατότητα να επηρεάζεσαι πατάει πάντα στα εφόδια που ήδη διαθέτεις. Αν όμως ήταν δυνατόν να αποφασίσω εγώ πώς θα επηρέαζα κάποιον νεαρό ομότεχνο, θα ήταν σε δύο κατευθύνσεις. Θα ήθελα τα βιβλία μου αφενός να τον εμπνεύσουν να ταχθεί με την πλευρά της λογοτεχνίας και όχι απλά της συγγραφής· να τον παρακινήσουν, δηλαδή, να αναζητήσει εκείνους τους μεταφορικούς ποιητικούς τρόπους που κάνουν τη γλώσσα να ανατρέπει τα εκφραστικά δεδομένα, να αποτυπώνει με αναπάντεχη αλληγορική ακρίβεια το συναίσθημα, τη σκέψη, τη στιγμή, να δημιουργεί έναν χώρο γοητείας που συμπαρασύρει τον αναγνώστη και τον κάνει να αναπνέει βαθιά, να απολαμβάνει, να ταξιδεύει και να μη θέλει το ταξίδι του να τελειώσει ποτέ. Και αφετέρου, να δει τη λογοτεχνία από την πλευρά του ανθρώπου, για μένα του ανθρώπου δεσμώτη στην έξω και στη μέσα ζωή, που πασχίζει να βρει τρόπους να σπάσει τις αλυσίδες του, πότε μόνος για τον εαυτό του και πότε ως μέρος μιας κοινής περιπέτειας· του ανθρώπου που είναι ικανός άλλοτε να υψώνεται με τα πιο μεγάλα φτερά προς το φως κι άλλοτε να έρπει εγκλωβισμένος στα πιο ερεβώδη βάθη· να καταγράψει με τον δικό του τρόπο το μεγαλείο και την τραγικότητα αυτής της αέναης διαδρομής.

 

Ξυπόλυτοι ήρωες
Αλεξάνδρα Μητσιάλη
Πατάκη
395 σελ.
ISBN 978-960-16-6737-9
Τιμή: €15,90

001 patakis eshop

 

 

 

πηγή : diastixo.gr