Αλεξάνδρα Μητσιάλη: «Η μαρμελαδού»
Εν πρώτοις ήταν το δάσος. Δέντρα θεόρατα, αιωνόβια και βαθύσκια˙ νερά κελαρυστά. Ε, να μην υπήρχαν πουλιά και κελαηδισμοί; Να μη λιάζονταν τα ερπετά; Να μη χόρευαν στο φως οι πεταλούδες; Δάσος παραδείσιο, τόπος ζωογόνος. Αγαπημένος και σεβαστός από ανθρώπους και από ζώα.
Έπειτα ήταν η γιαγιά, καθώς δεν υπάρχει δάσος που, κατά παράδοση, να μη γειτονεύει το σπιτάκι της μαζί του˙ επίσης λιγοστά είναι τα παραμύθια χωρίς την τερπνή και ευεργετική παρουσία μιας γιαγιάς.
Και βέβαια τη μαγική τριάδα συμπληρώνει η εγγονή της γιαγιάς, κοπελίτσα πρόσχαρη και αξιαγάπητη, Νίνα το όνομά της.
Στο παραμύθι, όπως και στη ζωή, άλλωστε, μεταξύ γιαγιάς και εγγονής αναπτύσσεται ένας πανίσχυρος δεσμός ο οποίος βρίσκει χίλιους δυο τρόπους να εκφραστεί και να βαφτούν όλα γύρω με χρώματα χαράς, ενώ οι μέρες της Νίνας γίνονται διαρκώς πιο φωτεινές και εύφορες χάρη στη θητεία της στην αγάπη.
Εδώ ας ειπωθεί ότι η γιαγιά, ανέκαθεν, διατηρούσε βαθιές και αδιατάρακτες σχέσεις με το δάσος. Άνθρωπος σοφός, ένιωθε τα νεύματά του, τα μηνύματα που της έστελνε κατευθείαν στην καρδιά και καθημερινώς σε αυτό οδηγούσε τα βήματά της. Έτσι, το γνώριζε όπως κανείς γνωρίζει τον αδελφό του˙ ή τον εαυτό του. Είχε μάθει τις συνήθειες, τις προτιμήσεις του, τα μυστικά του, τον κόσμο του τον θεατό και τον αθέατο. Αυτόν τον θαυμαστό κόσμο του δάσους κληροδότησε η γιαγιά στη Νίνα. Της μίλησε για τα δέντρα και τις φυλλωσιές, για τους καρπούς τους, για τις εποχές που ωριμάζουν και γλυκαίνουν, και της υπέδειξε τις καταλληλότερες ώρες για τη συλλογή τους.
Όταν πλέον η γιαγιά έγινε υπερήλικη και αραίωσαν ή, μάλλον, σταμάτησαν οι επισκέψεις της στο αγαπημένο δάσος, η Νίνα ήταν αυτή που ανέλαβε το έργο της˙ τις νύχτες που η πανσέληνος σεργιανούσε πάνω από τις κορυφές των δέντρων, η κοπελίτσα έπαιρνε το πανέρι της και κατευθυνόταν προς τα εκεί προχωρώντας μες στους ψίθυρους της φωτόλουστης νύχτας ανάμεσα στα κρωξίματα, τα φτερουγίσματα, τα σουρσίματα – πλάι σε όλα τα πλάσματα που ξυπνούν όταν οι άλλοι πλαγιάζουν.
Τώρα στη Νίνα είχε δωριθεί η πολύτιμη γνώση του δάσους. Τώρα μπορούσε να ξεχωρίζει και να διαλέγει τα πιο λαχταριστά φρούτα:
Φθινόπωρο και χειμώνα, κράνα κι αγριοκάστανα
Άνοιξη και καλοκαίρι, βατόμουρα και φραγκοστάφυλα
Ναι, τώρα μπορούσε να φτιάχνει μαρμελάδες ίδιες κι απαράλλαχτες με αυτές τις γιαγιάς˙ δηλαδή τις καλύτερες μαρμελάδες σε ολόκληρο τον κόσμο!
Και καθώς τίποτε δεν μένει κρυφό, σε λίγο καιρό χωριά και πολιτείες μιλούσαν για τις μαρμελάδες της Νίνας. Η φήμη τους ταξίδεψε σαν αεράκι απαλό, ανοιξιάτικο γλυκαίνοντας τις καρδιές των ανθρώπων που έλεγαν: «Οι μαρμελάδες της Νίνας είναι μαγικές…». Και πως δεν ήταν μόνο η θεσπέσια γεύση τους που τις έκανε, στ’ αλήθεια, μαγικές αλλά μια ευτυχισμένη διάθεση παιδιού που σε κατέκλυζε και σε έκανε να θέλεις να γελάς, να θυμάσαι τραγούδια παιδικά και παιχνίδια ομαδικά στις γειτονιές, χάδια και γλυκόλογα της μανούλας – ένας όμορφος κόσμος φύτρωνε μέσα σου έτσι και δοκίμαζες τις μαγικές μαρμελάδες της Νίνας. Μια αλλαγή, ασύλληπτη, απρόσμενη και θαυμαστή συνέβαινε στην καθημερινότητα μικρών και μεγάλων, πλούσιων και φτωχών και αυτό σήμαινε χαρά και καλοσύνη, πραότητα.
Το παραμύθι της Αλεξάνδρας Μητσιάλη έχει αρκετές χαρές και χάρες. Πρώτα απ’ όλα ο λόγος της. Λιτός, απολύτως εύληπτος στο παιδί, εξαιρετικά προσεγμένος, αστείος, ενίοτε λυρικός, με ωραίες εικόνες και ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Η Νίνα η μαρμελαδού είναι τρισχαριτωμένη.
Φυσικό, λοιπόν, ήταν η φήμη για τις ευλογημένες μαρμελάδες να φτάσει και ψηλά στο παλάτι του νεαρού, σκυθρωπού και κακότροπου βασιλιά. Του άδικου και άσπλαχνου άνδρα. Που για να διασκεδάσει κάπως τη μοναξιά και τα σκοτάδια της ψυχής του, ετοίμαζε πόλεμο με τη γειτονική φιλειρηνική χώρα τον οποίο –αλίμονο– κανείς δεν επιθυμούσε. Κι εκεί, επάνω στις φούριες του απερίσκεπτου μονάρχη, ο αρχιμάγειρας, γνωρίζοντας την ευεργετική επίδραση των μαρμελάδων της φημισμένης πια κοπέλας, έσπευσε να αγοράσει από το παζάρι μερικές από αυτές. Ήταν διότι φοβόταν τον αναίτιο πόλεμο˙ ο γιος του θα στρατευόταν.
Έβρεχε όταν ο αγέλαστος βασιλιάς είδε τη μαρμελάδα να αστράφτει κατακόκκινη στο τραπέζι του και θέλησε να τη δοκιμάσει. Αυτό ήταν.
«… ένας παράξενος ψίθυρος ανέβηκε στ’ αυτιά του. Μια γλυκιά ζαλάδα θόλωσε το μυαλό του και το κεφάλι του έπεσε στη ράχη του θρόνου βαρύ. Οι μύες του αγριεμένου του προσώπου χαλάρωσαν…» Γαλήνεψε. Ευφράνθηκε η σκέψη του, γνώριμες, αγαπημένες φωνές τον τριγύριζαν σαν πολύχρωμα άνθη, το γέλιο του, το παιδικό του γέλιο, ανέμελο και χαρούμενο, τον ξάφνιασε, και αυτό το γέλιο το ανέσυρε και το κράτησε μόνιμα στο πρόσωπό του. Μάτια γελαστά και φωτεινά, πρόσωπο ολάνοιχτο, αγαθό˙ ένας άλλος άνθρωπος και ένας διαφορετικός βασιλιάς, δίκαιος και ευγενικός με όλους, ένας βασιλιάς ειρηνόφιλος πλέον που είπε και ευθύς σταμάτησαν οι προετοιμασίες του πολέμου. Και που διαρκώς παρακαλούσε για τις μαγικές μαρμελάδες.
Στο τέλος την αναζήτησε τη Νίνα τη μαρμελαδού. Πήγε στο παζάρι όπου και στάθηκε πίσω από μια κολόνα και, αθέατος, έκθαμβος την παρακολουθούσε. Δεν τη χόρταινε. Του φαινόταν ότι ολόκληρη ήταν φτιαγμένη από μέλι και χρυσάφι˙ και από χαμόγελα που έμπαιναν ίσια στην καρδιά του.
Το ωραίο παραμύθι έχει ευτυχισμένο τέλος. Και ελπιδοφόρο για όλους τους κατοίκους της πόλης. Και πολλών άλλων πόλεων. Πώς άλλωστε; Με τόσες μαγικές μαρμελάδες, με τέτοια μαρμελαδού θησαυρό και με γιαγιά σαν αυτήν που κατείχε τη γνώση της αγάπης και την παραχώρησε στην εγγονούλα της, σίγουρη ότι θα τη σεβαστεί και θα την ταξιδέψει μέχρι εκεί που τελειώνουν οι ωκεανοί – πώς να μην είχε όμορφο τέλος η ιστορία;
Και βέβαια ας τονιστεί ότι το παραμύθι, ειλικρινώς, ομορφαίνει και ιδιαίτερα ζωντανεύει με τις εικόνες της Βάσως Ψαράκη. Εύθραυστες και εντούτοις γεμάτες σφρίγος και δύναμη, εκφραστικές, με χρώματα ανείπωτα, χάρμα ειδέσθαι. Υπέροχη δουλειά από μια δημιουργό που χρόνια πασχίζει για το ωραίο αλλά και το διαρκώς ανανεωμένο.
Το παραμύθι της Αλεξάνδρας Μητσιάλη έχει αρκετές χαρές και χάρες. Πρώτα απ’ όλα ο λόγος της. Λιτός, απολύτως εύληπτος στο παιδί, εξαιρετικά προσεγμένος, αστείος, ενίοτε λυρικός, με ωραίες εικόνες και ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Η Νίνα η μαρμελαδού είναι τρισχαριτωμένη και, εκεί, στο παζάρι, η Βάσω Ψαράκη την έκανε μια κούκλα με τα πυρόξανθα μαλλιά της και το ανεπαίσθητο γλυκύτατο χαμόγελό της.
Γενικώς το βιβλίο αφήνει μια αίσθηση γλύκας – όχι, δεν είναι οι μαρμελάδες, είναι η καλοσύνη που αναδίδει.
Η μαρμελαδού
Αλεξάνδρα Μητσιάλη
Εικονογράφηση: Βάσω Ψαράκη
Πατάκης
38 σελ.
ISBN 978-960-16-5884-1
Τιμή: €8,70
πηγή : diastixo.gr